Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Γίναμε ρατσιστές γιατί πάντα ήμασταν

«...τριάντα χρόνια αργότερα, “εγώ ρατσιστής; Τι λε΄, ρε αρχίδι, που θα με πεις ρατσιστή, εγώ είχα κατέβει το ΄81 στη συγκέντρωση του Αντρέα να πέσει η Δεξιά”...». (Μόνολογκ)

(Γιατί) γίναμε ρατσιστές;

(Γιατί) πάντα ήμασταν. Λίγο στο χαβαλέ, λίγο ο «αράπης ο ταμταμταμ», λίγο η παντελής έλλειψη πολιτικής συγκρότησης, δε θέλει και πολύ. Αν παρακολούθησες τις αντιδράσεις μετά τα μπουκέτα Κασιδιάρη, νομίζω θα σου λύθηκε και το μυστήριο «τι έκαναν οι Έλληνες επί επτά χρόνια στη χούντα;». Οι περισσότεροι γουστάρανε να τρώνε σφαλιάρες τα κουμούνια. Αυτοί είμαστε. Απλά ο συγκεκριμένος χώρος βασίζεται στη θρασυδειλία και συνήθως ντρέπονται να εκδηλωθούν. Όχι πια.

«...όλα τυλιγμένα σε σελοφάν σαν σάντουιτς ή σαν θύματα τσουνάμι, σαβούρα δώρο, και έξτρα SUDOKU, προφυλακτικά, τσάντες, τράπουλες, ωροσκόπια, χάρτες, διηγήματα, αφού δε θέλετε να
μάθετε τις ειδήσεις σκέτες πάρτε τουλάχιστον τα δώρα μας, ξεφύλλισμα τηλεπεριοδικού, ρούχα, μπούτια, απόψεις, κάνω βαθιά βουτιά μέσα μου και δεν ξέρω τι θα γίνει, ξέρω εγώ τι θα γίνει, τίποτα δε θα γίνει γιατί μέσα σου δεν έχει τίποτα κι έτσι ξεμπερδεύουμε μ΄ αυτόν που “σκαλίζει” τον εαυτό του, που “τσαλακώνει” το ίματζ του, που “εκθέτει” και προσφέρει “γυμνή” στο πιάτο την “ψυχούλα” του, οι ηθοποιοί δουλεύουν με το περίσσευμα της ψυχής τους, κατέκτησα τα πάντα ως μοντέλο, τώρα η ηθοποιία είναι ένας χώρος που θα ήθελα να ασχοληθώ μελλοντικά, δε θέλω να πάω σε κάποια δραματική σχολή ακόμα [...], Τέχνη είναι αυτό που θέλει ο κόσμος...». (Μόνολογκ)

Σύμφωνα με μια κυρίαρχη αντίληψη, (και) το lifestyle των δυο προηγούμενων δεκαετιών οδήγησε τα πράγματα στο σημείο που είναι σήμερα...

Το lifestyle εκφράζει μία τάση. Την τάση του να αποφεύγεις όλα τα προβλήματα -τα δικά σου και του κόσμου ολόκληρου- φορώντας ένα καπέλο επώνυμης μάρκας. Αυτό υπήρχε πάντα. Και θα υπάρχει. Υποκαθιστά την κοινωνικοπολιτική συγκρότηση που λέγαμε. Απλά, το ελληνικό lifestyle των ΄90s εξέφρασε και την ανάλογη-αντίστοιχη αισθητική «γκόμενες-κόκες-μπουζούκια-πάρτυ και ΠΑΣΟΚ ρε μούτρα». Το αποτέλεσμα ήταν δύσμορφο. Και κατέπεσε. Μέχρι να αντικατασταθεί από το καινούργιο σούπερ γουάου τρεντ.

«Καμιά φορά δεν έχεις κάποιον να πεις καμιά κουβέντα. Μεγαλώνοντας, αυτό είναι το πιο σημαντικό. Αν και συνηθίζεις. Έπειτα από λίγο, άμα δεν έχεις κανέναν να μιλήσεις, τι να κάνεις, γυρνάς από δω, γυρνάς από κει, μιλάς στον εαυτό σου. Στην αρχή μπορεί να σου φαίνεται κι εσένα λίγο περίεργο, δεν είναι συνηθισμένο, το δέχομαι, ο κόσμος δε μιλάει στον εαυτό του, εννοώ φωναχτά, αντίκειται στις κείμενες κοινωνικές δομές, αλλά έπειτα από λίγο συνηθίζεις, δεν παίρνεις απάντηση φυσικά, δεν περιμένεις απάντηση, δεν είσαι τρελός, αν είναι δυνατό, ουσιαστικά επιχειρείς έναν διάλογο εσωτερικής φύσεως, στον οποίο απλώς, ελλείψει ακροατή, αυτοπροτείνεσαι και για τους δυο ρόλους, ακούς τον εαυτό σου, προσεκτικά, όσο γίνεται ν΄ ακούς προσεκτικά κάποιον, τα επιχειρήματα του οποίου -ακόμα και τα ψεύτικα- τα ξέρεις απέξω κι ανακατωτά, δεν απαντάς, το πολύ πολύ γνέφεις επιδοκιμαστικά σε καμιά δύσκολη στιγμή που ο εαυτός σου ζορίζεσαι». (Μόνολογκ)

Η κρίση αυτή φαίνεται να έχει απομονώσει τους περισσότερους ανθρώπους. Εσείς τι αίσθηση έχετε;
Ναι, οπωσδήποτε ο κόσμος έχει φρικάρει. Ειδικά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που μαθαίνουν τι γίνεται στον κόσμο μόνο από τους ελεεινούς σφουγγοκωλάριους που παρεπιδημούν στην ωραία μας μικρή οθόνη. Από την άλλη, υπάρχει και το ίντερνετ. Κι έτσι, πολλοί μόνοι τους μπορούν να βρουν πολλούς άλλους μόνους τους σ’ όλο τον κόσμο. Από αυτό μπορεί να προκύψει συσσώρευση μοναξιάς και αντικατάστασή της από μια ψευτοφιλική κοινότητα. Μπορεί όμως και να προκύψει ένα ενδιαφέρον πάρε-δώσε εμπειριών, απόψεων και προσωπικών σχέσεων. Είναι θέμα χρήσης.

«όλοι φοβούνται κάτι, κι ευτυχώς έχουν ελληνικά ονόματα για να καταλαβαίνουμε τι φοβάται ο καθένας, ακόμα και οι ξένοι, “thalassophobia, phalacrophobia, pselissmophobia, triskaidekaphobia, coimeteriophobia, chronometrophobia, deipnophobia, ecclesiophobia” και -η προσωπική μου προτίμηση- “phobophobia”, ο φόβος του φόβου, Ω Φόβε!». (Μόνολογκ)

Ποια είναι η νέα -phobia στην Ελλάδα του ΄12;

Η Αριστερά. Ενώ οι «Χάιλ Χίτλερ» έχουν φτάσει στο 7%, η νέα μόδα είναι να φοβόμαστε την Αριστερά που θα μας φάει τα λεφτάκια μας και θα βιάσει τα παιδάκια μας -αρσενικά και θηλυκά- η Αριστερά δεν κάνει διακρίσεις.

«Οι γκουρού είναι απαραίτητοι. Ο κόσμος χρειάζεται γκουρού. Οδηγούς. Ταγούς. Τηλαυγείς φάρους. Ποιμένες. Ηγέτες. Αν νομίζει κιόλας (ο κόσμος) ότι ένας τέτοιος είμαι εγώ, ποιος είμαι εγώ που θα του χαλάσω αυτήν την ωραία πεποίθηση; Αν κάποιος θέλει να τον οδηγήσω, θα τον οδηγήσω. Όπου θέλει. Και στο γκρεμό». (Μόνολογκ)

Χρειαζόμαστε γκουρού-οδηγό-ποιμένα-ηγέτη, ακόμη και για να μας πάρει από το χέρι και να μας οδηγήσει στο γκρεμό;
Ναι. Τον χρειαζόμαστε, τον πιστεύουμε, τον αγαπάμε, μας στεναχωρεί λίγο, του κάνουμε λίγα «ναζάκια» (εκ του «ναζί») και τον ξαναγαπάμε και τον ξαναπιστεύουμε. Χέρι-χέρι. Είναι μια κατά βάση ερωτική σχέση μ’ έναν μέθυσο που μας κερατώνει και μας ξυλοφορτώνει αλλά είναι «ο άνθρωπός μας». Το «αίστημα».

«Τους παρατήρησε, ανακατεύοντας τον χλιαρό φραπέ της με το ροζ καλαμάκι της, να συνεννοούνται με ακατάληπτους ήχους [...], πόζες και απόψεις κλεμμένες και ξεπατικωμένες από παρουσιαστές πρωινών εκπομπών και καλεσμένους τους, απόψεις γενικές, επί παντός επιστητού, αναρχοτηλεοπτικές, πατριωτικοχαβαλέ, ένας εξομοιωτής-μίξερ που χωράει και πολτοποιεί τα πάντα, τηλεοπτικούς αστέρες της μιας σεζόν, νομπελίστες αστροφυσικούς, τραγουδιστές-μοντέλα, ιδιοφυείς σκακιστές, πετυχημένους νέους επιχειρηματίες, κλασικούς συγγραφείς, καλλίγραμμους ποδοσφαιριστές, αναγεννησιακούς ζωγράφους και καινοτόμους μόδιστρους, όλους στον Μεγάλο Καταπιόνα που όλα τα σφάζει και όλα τα μαχαιρώνει και τελικά όλα τα χωνεύει και τα παραδίδει ως εικόνα και άποψη, έτοιμα για χρήση από τον καθένα». (Λοστρέ)

Πώς μπορεί κανείς να ξεφύγει από τον «Μεγάλο Καταπιόνα»;
Ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί.

«Ο άνθρωπος μπορεί να σκοτώσει έναν άλλο άνθρωπο πολύ εύκολα. Πάρα πολύ εύκολα. Έχω δει νεκρούς. Για κάποιους από τους οποίους βασικός υπεύθυνος ήμουν εγώ, υπό την έννοια ότι τους είχα σκοτώσει». (Μόνολογκ)

Πού θάβουμε εκείνους που σκοτώνουμε στη διάρκεια της ζωή μας;
Στο πίσω μέρος του μυαλού μας, έχει εκεί ένα πορτάκι που βγάζει σ’ ένα μακρύ διάδρομο που οδηγεί σε μια αποθηκούλα. Εκεί. Ενίοτε τους ξεχνάμε και τελείως. Σα να μην υπήρξαν.

«Η ζωή είναι θλιβερή, πρέπει να το συνηθίσεις». (Λοστρέ)

Είναι όντως θλιβερή, κύριε Χρηστίδη; Κι αν είναι, συνηθίζεται αυτό;
Η ζωή είναι μια χαρά, να την αφήσετε ήσυχη. Έχει πλάκα, έχει παρέες, έχει βιβλία και ταινίες, έχει έρωτες, έχει παραλίες, έχει μουσικές. Και ναι, αυτό συνηθίζεται.

rednotebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου