του Παντελή Μπουκάλα
Τειρεσίας, Ηφαιστος, Ξενοκράτης, Καλλικράτης... Με ό,τι έχει πορεύεται ο καθένας, με τους μύθους του και με την ιστορία του, όση ξέρει ή νομίζει ότι ξέρει, όση κουτσουρεύει για να ‘ρθει στα μέτρα του, ανυπεράσπιστη όπως τη βρίσκει. Οι Αμερικάνοι, ας πούμε, βαφτίζουν «Απάτσι» τα στρατιωτικά ελικόπτερά τους, προφανώς για να αποτίσουν -με κάπως αργοπορημένη ευαισθησία- φόρο τιμής στους αυτόχθονες της Αμερικής, που ξεπαστρεύτηκαν τότε που το αμερικάνικο όνειρο άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά (τη σάρκα των Ινδιάνων δηλαδή). Και επειδή, σαν πλανηταρχεύοντες που είναι, έχουν το μονοπώλιο της αυθαιρεσίας και απόλυτο το δικαίωμα του σαρκασμού, του σαδισμού μάλλον, αλλάζουν βίαια την «ειωθυία αξίωση των ονομάτων», όπως θα ‘λεγε ο Θουκυδίδης, και βαφτίζουν «Δικαιοσύνη και Αρετή», «Πραότης και Αγαθότης» ή κάπως έτσι τέλος πάντων τις φονικές επιθέσεις τους στα Ιράκ, τα Αφγανιστάν και τις Σερβίες αυτού του κόσμου.
Εμείς;... Εμείς έχουμε την πλούσια μυθολογία μας. Και την πλουσιότερη ιστορία μας. Δεν είναι ακριβώς δική μας βέβαια. Οσος κλήρος των αρχαίων έχει μείνει άθικτος είναι της οικουμένης και στη δική μας αποκλειστικότητα μένει η τουριστική ξύλευση (η «βαριά μας βιομηχανία» ντε, ζευγάρι με την ακόμα πιο βαριά, τον πολιτισμό «μας»). Αυτό πάντως δεν μας εμποδίζει να φερόμαστε σαν μοναδικοί ιδιοκτήτες και να παριστάνουμε τους αυθεντικούς εκφραστές ακόμα κι όταν νοθεύουμε, κακομεταχειριζόμαστε και προσβάλλουμε.
Αφού, λοιπόν, είναι δική μας η κολυμπήθρα, και νονός είναι η αφεντιά μας, δίνουμε όποιο όνομα θέλουμε. Και βέβαια διαλέγουμε ονόματα βαριά. Τίγκα στις συνυποδηλώσεις. Τι Τειρεσίας, τι Ηφαιστος, τι Καλλικράτης, τι ΔΙ.ΑΣ. Όχι, όχι, ζητώ συγνώμη. Ο ΔΙΑΣ αυτός δεν είναι αρχαιοελληνικής καταγωγής, δεν παραπέμπει στον πολυγαμικότατο και μεταμορφωτικότατο πατέρα των θεών και των ανθρώπων. Είναι αρκτικόλεξο, τουτέστιν ΔΙκυκλιστές ΑΣτυνομικοί, άρα ο Δίας, ο Ζευς ντε, ουδεμία ευθύνη φέρει. Αλλού τον έχουν επιστρατεύσει αυτόν, σε άλλο μέτωπο: Στον «Ξένιο Δία», ή μάλλον στον «Ξένιο Ζευ», όπως είπε σε ένα από τα κανάλια μας κάποιος από τους αστυνομικούς μας ρεπόρτερ, οι μισοί από τους οποίους, έχουμε κουραστεί να το λέμε, συγχέουν τις ασφαλείς πληροφορίες με τις ασφαλίτικες.
Εμ πώς αλλιώς θα ξαναδείχναμε ότι κρατάμε από μεγάλο σόι; Πώς αλλιώς θα επιχειρούσαμε να εξευγενίσουμε τη βαρβαρότητα; Τι άλλο άρωμα εκτός από το αρχαιοελληνικό θα μπορούσαμε να ρίξουμε στάγδην πάνω στα κλομπ που πέφτουν ανελέητα σε κεφαλές στιγματισμένες από τη βαριά ενοχή του σκούρου χρώματος, και στις κλούβες όπου στοιβάζονται οι αλλοδαποί (αν έχει κάποια σημασία, ούτε ένας στους δέκα δεν αποδεικνύεται «παράνομος»).
Αλλιώς τον ξέραμε βέβαια τον Ξένιο Δία, αλλιώς τον μαθαίναμε στο σχολείο, γι‘ αυτό και καμαρώναμε. Μαθαίναμε δηλαδή από τον Όμηρο και από τον Αισχύλο και τις Ικέτιδές του, από τη λογοτεχνία και την ιστορία, ότι και ο Ξένιος ή Ικέσιος Ζευς και οι υπόλοιποι θεοί με ανάλογα προσηγορικά ονόματα (λόγου χάρη ο Απόλλωνας) προστάτευαν τον ξένο ως προς τη γλώσσα, τη φυλή και τη θρησκεία και τιμωρούσαν αυστηρά όποιον καταπατούσε το ιερό δίκαιο της φιλοξενίας, δίκαιο-θεμέλιο της δημοκρατικής πολιτείας. Δεν προστάτευαν αποκλειστικά (όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε τώρα οι αναθεωρητές-ανασκευαστές της ιστορίας) τους Σπαρτιάτες έναντι των Αθηναίων, τους Θηβαίους έναντι των Κορινθίων κ.ο.κ., τους Έλληνες δηλαδή έναντι των Ελλήνων. Αν ίσχυε αυτό, κανέναν λόγο δεν θα ‘χαμε να λέμε και να ξαναλέμε για τον Ξένιο Δία, να τον διδάσκουμε και να τον ξαναδιδάσκουμε σαν κάτι το ξεχωριστό, σαν σφραγίδα του ελληνικού πνεύματος. Γιατί μια τέτοιου είδους ενδοεθνική προστασία (ακόμα και σε εποχές που δεν ήταν ιδιαιτέρως ακμαία η εθνική συνείδηση), μια αυτονόητη προστασία δηλαδή, δεν υποδεικνύει έναν πολιτισμό με εξαιρετικά και αξιοζήλευτα γνωρίσματα.
Αλλά, σε καιρούς που σχεδόν επίσημοι καταμετρητές και ελεγκτές της γονιδιακής ελληνικότητας είναι οι χρυσαυγίτες, πώς να πιάσεις κουβέντα για τέτοια ζητήματα με ανθρώπους που λίγα χρόνια πριν, όταν το θέμα ήταν η σημαιοφορία στις παρελάσεις από μαθητές αριστούχους μεν πλην μη Ελληνες, προσπαθούσαν να μας πείσουν (με πειραγμένες φιλολογικές παραπομπές και με ιδεολογική διαχείριση της γραμματείας) ότι το ισοκράτειο εκείνο για την Αθήνα που «το των Ελλήνων όνομα πεποίησε μηκέτι του γένους αλλά της διανοίας δοκείν είναι και μάλλον Ελληνας καλείσθαι τους της ημετέρας παιδεύσεως ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας», για την πνευματική ευρυχωρία του οποίου καμάρωναν άλλες γενιές, προμεταναστευτικές, αφορούσε αποκλειστικά όσους Ελληνες άλλων πόλεων-κρατών αποφάσιζαν να μετάσχουν στον πολιτισμό της Αθήνας. Δηλαδή θέλουν να μας πουν πως οι Σπαρτιάτες ή οι Μεγαρείς θα ζητούσαν πιστοποιητικό ελληνικότητας από τους Αθηναίους. Χλομό μού φαίνεται.
Επειδή όμως ο «Ξένιος Δέν-διας» πέρασε χωρίς πολλές πολλές αντιστάσεις (στιγματίζοντας πάντως τουλάχιστον έναν από τους συγκυβερνώντες, αυτόν δηλαδή που θα περιμέναμε, εν όψει της δηλωμένης ιδεολογίας του, να νιώθει ηθικά θιγόμενος και πολιτικά στιγματιζόμενος από μια τέτοια ονοματοδοτική και πρακτική ωμότητα: τη ΔΗΜΑΡ), οι αρχαιονονοί είπαν να συνεχίσουν την καλή δουλειά. Βούτηξαν λοιπόν στην κολυμβήθρα της ξιπασιάς και της μεγαλομανίας το σχέδιο αντιμετώπισης των εκ Συρίας φυγάδων και του έδωσαν το όνομα «Ιώνη». Γιατί; Επειδή οι απελπισμένοι του πολέμου θα έρχονται προς τη θάλασσα από τα μέρη της Ιωνίας, και επειδή λέει κάποια Ιώνη ήταν η πρώτη που κατοίκησε εκεί - ή κάτι παρεμφερές.
Πού το βρήκαν τώρα αυτό με την Ιώνη, ένας θεός το ξέρει, αρχαίος ή νέος. Από βλακώδες πείσμα πάντως έψαξα και ξανάψαξα στα ειδικά λεξικά και στις Μυθολογίες μου. Τζίφος. Λήμμα «Ιώνη» πουθενά. Τελικά με έσωσε ο Ηλεκτρονικός Θησαυρός της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας, και ο εκεί ανθολογημένος Στέφανος Βυζάντιος, που διέσωσε την εξής είδηση: «Γάζα: Πόλις Φοινίκης, νυν δε Παλαιστίνης προ της Αιγύπτου. Εκλήθη δε και Ιώνη από της Ιούς προσπλευσάσης και μεινάσης [αυτής]».
Ώστε λοιπόν για τη Γάζα πρόκειται. Και για την Ιώ, κι όχι για κάποια Ιώνη. Για την εξ Αργους καλλονή που είχε την ατυχή τύχη να την αγαπήσει ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε κατάλευκη δαμάλα, για να τη γλιτώσει από τη ζήλια της Ηρας. Αλλά η Ηρα τής έστειλε έναν οίστρο, μια βοϊδόμυγα δηλαδή, που κόλλησε στα πλευρά της και την τρέλανε. Κι από τη μανία που την έπιασε με τα συνεχή δαγκώματα της μύγας, διέσχισε την Ελλάδα όλη αλαλιασμένη. Για να βρει λίγη ανακούφιση βούτηξε στη θάλασσα που, παίρνοντας το όνομά της, λέγεται πια Ιόνιον πέλαγος. Πέρασε έπειτα από τον Βόσπορο (που κι αυτός τής χρωστάει το όνομά του, βοός πόρος), και, πριν καταλήξει στην Αίγυπτο, φαίνεται ότι κάποια στιγμή έφτασε και στη Γάζα. Στο πέρασμά της αυτό, και όχι σε τίποτα δοξασμένους Ιωνες προγόνους, οφείλεται η (μάλλον προσωρινή) μετονομασία της πόλης σε Ιώνη, που μόνο ο Στέφανος Βυζάντιος τη θυμόταν, α, και το φιλολογικό τμήμα του υπουργείου Δημόσιας Τάξης.
Και λοιπόν; Εξαγνίστηκε τώρα το σχέδιο; Πήρε τη χάρη του «ιωνικού» ονόματός του; Ή μήπως βρε αδερφέ είμαστε κακοπροαίρετοι και καχύποπτοι; Μήπως με το «Ιώνη» αυτό οι βαπτιστές ήθελαν αφενός να δηλώσουν έστω έμμεσα τη συμπαράστασή τους στον βασανισμένο παλαιστινιακό λαό (με την υπονοούμενη Γάζα και τη Λωρίδα της) και αφετέρου να δείξουν με τον πιο παραστατικό τρόπο ότι τα πάθη των προσφύγων του πολέμου είναι χειρότερα κι από τα βάσανα που τράβηξε η Ιώ (ο θηλυκός Ιώβ των Ελλήνων), και κατά συνέπεια τους οφείλουμε τη συμπόνια μας; Ναι, μάλλον γι‘ αυτό πρόκειται, κι ας μη μας αφήνουν οι ιδεοληψίες και οι προκαταλήψεις μας να το καταλάβουμε με την πρώτη, κι ας μας εξωθούν να πειράξουμε ακόμα και τον Αντισθένη, δίνοντας στη διάσημη ρήση του τη μορφή: Αρχή ασοφίας ονομάτων σκύλευσις.
Τώρα βέβαια είναι κι εκείνος ο Λουκιανός, που στο έργο του Τίμων ή Μισάνθρωπος χλευάζει αγρίως τους κληρονόμους των πλουσίων, καλή ώρα σαν κι εμάς, που κληρονομήσαμε κοτζάμ χρυσό αιώνα: Μόλις πάρουν τα λεφτά στα χέρια τους, λέει ο Σαμοσατεύς, σπεύδουν ν‘ αλλάξουν όνομα, να παρατήσουν τα ταπεινά Πυρρίας ή Δρόμων ή Τίβιος, που ταιριάζουν σε δούλους («οικετικά ονόματα» τα χαρακτήριζαν άλλωστε), και να αυτοβαφτιστούν Μεγακλήδες, Μεγάβυζοι και Πρώταρχοι, δωρίζοντας στον εαυτό τους όνομα ηχηρό και ογκώδες. Από ξιπασιά κι αυτοί κι από μεγαλομανία. Τάλε κουάλε δηλαδή με τους υπουργικούς ονοματοδότες των επιχειρήσεων ξενηλασίας, οι οποίοι ευφημίζουν την ωμότητα των σχεδίων τους φορώντας τους χιτώνες, χλαμύδες και κοθόρνους. Σαν στολή παραλλαγής.
Μα τι να ξέρει ο Λουκιανός και τι να καταλαβαίνει. Μήπως ήταν Έλληνας; Σύρος ήταν...
Πηγή: Εποχή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου