Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Από τον «Ξένιο Δία» στην «Ιώνη»

του Παντελή Μπουκάλα
 
Τει­ρε­σίας, Ηφαι­στος, Ξε­νο­κρά­της, Καλ­λι­κρά­της... Με ό,τι έ­χει πο­ρεύε­ται ο κα­θέ­νας, με τους μύ­θους του και με την ι­στο­ρία του, ό­ση ξέ­ρει ή νο­μί­ζει ό­τι ξέ­ρει, ό­ση κου­τσου­ρεύει για να ‘ρθει στα μέ­τρα του, α­νυ­πε­ρά­σπι­στη ό­πως τη βρί­σκει. Οι Αμε­ρι­κά­νοι, ας πού­με, βα­φτί­ζουν «Απά­τσι» τα στρα­τιω­τι­κά ε­λι­κό­πτε­ρά τους, προ­φα­νώς για να α­πο­τί­σουν -με κά­πως αρ­γο­πο­ρη­μέ­νη ευαι­σθη­σία- φό­ρο τι­μής στους αυ­τόχ­θο­νες της Αμε­ρι­κής, που ξε­πα­στρεύ­τη­καν τό­τε που το α­με­ρι­κά­νι­κο ό­νει­ρο άρ­χι­ζε να παίρ­νει σάρ­κα και ο­στά (τη σάρ­κα των Ινδιά­νων δη­λα­δή). Και ε­πει­δή, σαν πλα­νη­ταρ­χεύο­ντες που εί­ναι, έ­χουν το μο­νο­πώ­λιο της αυ­θαι­ρε­σίας και α­πό­λυ­το το δι­καίω­μα του σαρ­κα­σμού, του σα­δι­σμού μάλ­λον, αλ­λά­ζουν βίαια την «ειω­θυία α­ξίω­ση των ο­νο­μά­των», ό­πως θα ‘λε­γε ο Θου­κυ­δί­δης, και βα­φτί­ζουν «Δι­καιο­σύ­νη και Αρε­τή», «Πραό­της και Αγα­θό­της» ή κά­πως έ­τσι τέ­λος πά­ντων τις φο­νι­κές ε­πι­θέ­σεις τους στα Ιρά­κ, τα Αφγα­νι­στάν και τις Σερ­βίες αυ­τού του κό­σμου.
Εμείς;... Εμείς έ­χου­με την πλού­σια μυ­θο­λο­γία μας. Και την πλου­σιό­τε­ρη ι­στο­ρία μας. Δεν εί­ναι α­κρι­βώς δι­κή μας βέ­βαια. Οσος κλή­ρος των αρ­χαίων έ­χει μεί­νει ά­θι­κτος εί­ναι της οι­κου­μέ­νης και στη δι­κή μας α­πο­κλει­στι­κό­τη­τα μέ­νει η του­ρι­στι­κή ξύ­λευ­ση (η «βα­ριά μας βιο­μη­χα­νία» ντε, ζευ­γά­ρι με την α­κό­μα πιο βα­ριά, τον πο­λι­τι­σμό «μας»). Αυ­τό πά­ντως δεν μας ε­μπο­δί­ζει να φε­ρό­μα­στε σαν μο­να­δι­κοί ι­διο­κτή­τες και να πα­ρι­στά­νου­με τους αυ­θε­ντι­κούς εκ­φρα­στές α­κό­μα κι ό­ταν νο­θεύου­με, κα­κο­με­τα­χει­ρι­ζό­μα­στε και προ­σβάλ­λου­με.
Αφού, λοι­πόν, εί­ναι δι­κή μας η κο­λυ­μπή­θρα, και νο­νός εί­ναι η α­φε­ντιά μας, δί­νου­με ό­ποιο ό­νο­μα θέ­λου­με. Και βέ­βαια δια­λέ­γου­με ο­νό­μα­τα βα­ριά. Τί­γκα στις συ­νυ­πο­δη­λώ­σεις. Τι Τει­ρε­σίας, τι Ηφαι­στος, τι Καλ­λι­κρά­της, τι ΔΙ.ΑΣ. Όχι, ό­χι, ζη­τώ συ­γνώ­μη. Ο ΔΙΑΣ αυ­τός δεν εί­ναι αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κής κα­τα­γω­γής, δεν πα­ρα­πέ­μπει στον πο­λυ­γα­μι­κό­τα­το και με­τα­μορ­φω­τι­κό­τα­το πα­τέ­ρα των θεών και των αν­θρώ­πων. Εί­ναι αρ­κτι­κό­λε­ξο, του­τέ­στιν ΔΙκυ­κλι­στές Α­Στυ­νο­μι­κοί, ά­ρα ο Δίας, ο Ζευς ντε, ου­δε­μία ευ­θύ­νη φέ­ρει. Αλλού τον έ­χουν ε­πι­στρα­τεύ­σει αυ­τόν, σε άλ­λο μέ­τω­πο: Στον «Ξέ­νιο Δία», ή μάλ­λον στον «Ξέ­νιο Ζευ», ό­πως εί­πε σε έ­να α­πό τα κα­νά­λια μας κά­ποιος α­πό τους α­στυ­νο­μι­κούς μας ρε­πόρ­τε­ρ, οι μι­σοί α­πό τους ο­ποίους, έ­χου­με κου­ρα­στεί να το λέ­με, συγ­χέ­ουν τις α­σφα­λείς πλη­ρο­φο­ρίες με τις α­σφα­λί­τι­κες.
Εμ πώς αλ­λιώς θα ξα­να­δεί­χνα­με ό­τι κρα­τά­με α­πό με­γά­λο σόι; Πώς αλ­λιώς θα ε­πι­χει­ρού­σα­με να ε­ξευ­γε­νί­σου­με τη βαρ­βα­ρό­τη­τα; Τι άλ­λο ά­ρω­μα ε­κτός α­πό το αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό θα μπο­ρού­σα­με να ρί­ξου­με στά­γδην πά­νω στα κλο­μπ που πέ­φτουν α­νε­λέ­η­τα σε κε­φα­λές στιγ­μα­τι­σμέ­νες α­πό τη βα­ριά ε­νο­χή του σκού­ρου χρώ­μα­τος, και στις κλού­βες ό­που στοι­βά­ζο­νται οι αλ­λο­δα­ποί (αν έ­χει κά­ποια ση­μα­σία, ού­τε έ­νας στους δέ­κα δεν α­πο­δει­κνύε­ται «πα­ρά­νο­μος»).
Αλλιώς τον ξέ­ρα­με βέ­βαια τον Ξέ­νιο Δία, αλ­λιώς τον μα­θαί­να­με στο σχο­λείο, γι‘ αυ­τό και κα­μα­ρώ­να­με. Μα­θαί­να­με δη­λα­δή α­πό τον Όμη­ρο και α­πό τον Αι­σχύ­λο και τις Ικέ­τι­δές του, α­πό τη λο­γο­τε­χνία και την ι­στο­ρία, ό­τι και ο Ξέ­νιος ή Ικέ­σιος Ζευς και οι υ­πό­λοι­ποι θε­οί με α­νά­λο­γα προ­ση­γο­ρι­κά ο­νό­μα­τα (λό­γου χά­ρη ο Απόλ­λω­νας) προ­στά­τευαν τον ξέ­νο ως προς τη γλώσ­σα, τη φυ­λή και τη θρη­σκεία και τι­μω­ρού­σαν αυ­στη­ρά ό­ποιον κα­τα­πα­τού­σε το ιε­ρό δί­καιο της φι­λο­ξε­νίας, δί­καιο-θε­μέ­λιο της δη­μο­κρα­τι­κής πο­λι­τείας. Δεν προ­στά­τευαν α­πο­κλει­στι­κά (ό­πως θέ­λουν να μας κά­νουν να πι­στέ­ψου­με τώ­ρα οι α­να­θεω­ρη­τές-α­να­σκευα­στές της ι­στο­ρίας) τους Σπαρ­τιά­τες έ­να­ντι των Αθη­ναίων, τους Θη­βαίους έ­να­ντι των Κο­ριν­θίων κ.ο.κ., τους Έλλη­νες δη­λα­δή έ­να­ντι των Ελλή­νων. Αν ί­σχυε αυ­τό, κα­νέ­ναν λό­γο δεν θα ‘χα­με να λέ­με και να ξα­να­λέ­με για τον Ξέ­νιο Δία, να τον δι­δά­σκου­με και να τον ξα­να­δι­δά­σκου­με σαν κά­τι το ξε­χω­ρι­στό, σαν σφρα­γί­δα του ελ­λη­νι­κού πνεύ­μα­τος. Για­τί μια τέ­τοιου εί­δους εν­δο­ε­θνι­κή προ­στα­σία (α­κό­μα και σε ε­πο­χές που δεν ή­ταν ι­διαι­τέ­ρως ακ­μαία η ε­θνι­κή συ­νεί­δη­ση), μια αυ­το­νό­η­τη προ­στα­σία δη­λα­δή, δεν υ­πο­δει­κνύει έ­ναν πο­λι­τι­σμό με ε­ξαι­ρε­τι­κά και α­ξιο­ζή­λευ­τα γνω­ρί­σμα­τα.
Αλλά, σε και­ρούς που σχε­δόν ε­πί­ση­μοι κα­τα­με­τρη­τές και ε­λε­γκτές της γο­νι­δια­κής ελ­λη­νι­κό­τη­τας εί­ναι οι χρυ­σαυ­γί­τες, πώς να πιά­σεις κου­βέ­ντα για τέ­τοια ζη­τή­μα­τα με αν­θρώ­πους που λί­γα χρό­νια πριν, ό­ταν το θέ­μα ή­ταν η ση­μαιο­φο­ρία στις πα­ρε­λά­σεις α­πό μα­θη­τές α­ρι­στού­χους μεν πλην μη Ελλη­νες, προ­σπα­θού­σαν να μας πεί­σουν (με πει­ραγ­μέ­νες φι­λο­λο­γι­κές πα­ρα­πο­μπές και με ι­δε­ο­λο­γι­κή δια­χεί­ρι­ση της γραμ­μα­τείας) ό­τι το ι­σο­κρά­τειο ε­κεί­νο για την Αθή­να που «το των Ελλή­νων ό­νο­μα πε­ποίη­σε μη­κέ­τι του γέ­νους αλ­λά της δια­νοίας δο­κείν εί­ναι και μάλ­λον Ελλη­νας κα­λεί­σθαι τους της η­με­τέ­ρας παι­δεύ­σεως ή τους της κοι­νής φύ­σεως με­τέ­χο­ντας», για την πνευ­μα­τι­κή ευ­ρυ­χω­ρία του ο­ποίου κα­μά­ρω­ναν άλ­λες γε­νιές, προ­με­τα­να­στευ­τι­κές, α­φο­ρού­σε α­πο­κλει­στι­κά ό­σους Ελλη­νες άλ­λων πό­λεω­ν-κρα­τών α­πο­φά­σι­ζαν να με­τά­σχουν στον πο­λι­τι­σμό της Αθή­νας. Δη­λα­δή θέ­λουν να μας πουν πως οι Σπαρ­τιά­τες ή οι Με­γα­ρείς θα ζη­τού­σαν πι­στο­ποιη­τι­κό ελ­λη­νι­κό­τη­τας α­πό τους Αθη­ναίους. Χλο­μό μού φαί­νε­ται.

Επει­δή ό­μως ο «Ξέ­νιος Δέ­ν-διας» πέ­ρα­σε χω­ρίς πολ­λές πολ­λές α­ντι­στά­σεις (στιγ­μα­τί­ζο­ντας πά­ντως του­λά­χι­στον έ­ναν α­πό τους συ­γκυ­βερ­νώ­ντες, αυ­τόν δη­λα­δή που θα πε­ρι­μέ­να­με, εν ό­ψει της δη­λω­μέ­νης ι­δε­ο­λο­γίας του, να νιώ­θει η­θι­κά θι­γό­με­νος και πο­λι­τι­κά στιγ­μα­τι­ζό­με­νος α­πό μια τέ­τοια ο­νο­μα­το­δο­τι­κή και πρα­κτι­κή ω­μό­τη­τα: τη ΔΗ­ΜΑΡ), οι αρ­χαιο­νο­νοί εί­παν να συ­νε­χί­σουν την κα­λή δου­λειά. Βού­τη­ξαν λοι­πόν στην κο­λυμ­βή­θρα της ξι­πα­σιάς και της με­γα­λο­μα­νίας το σχέ­διο α­ντι­με­τώ­πι­σης των εκ Συ­ρίας φυ­γά­δων και του έ­δω­σαν το ό­νο­μα «Ιώ­νη». Για­τί; Επει­δή οι α­πελ­πι­σμέ­νοι του πο­λέ­μου θα έρ­χο­νται προς τη θά­λασ­σα α­πό τα μέ­ρη της Ιω­νίας, και ε­πει­δή λέει κά­ποια Ιώ­νη ή­ταν η πρώ­τη που κα­τοί­κη­σε ε­κεί - ή κά­τι πα­ρεμ­φε­ρές.

Πού το βρή­καν τώ­ρα αυ­τό με την Ιώ­νη, έ­νας θεός το ξέ­ρει, αρ­χαίος ή νέ­ος. Από βλα­κώ­δες πεί­σμα πά­ντως έ­ψα­ξα και ξα­νά­ψα­ξα στα ει­δι­κά λε­ξι­κά και στις Μυ­θο­λο­γίες μου. Τζί­φος. Λήμ­μα «Ιώ­νη» που­θε­νά. Τε­λι­κά με έ­σω­σε ο Ηλεκ­τρο­νι­κός Θη­σαυ­ρός της Αρχαιο­ελ­λη­νι­κής Γλώσ­σας, και ο ε­κεί αν­θο­λο­γη­μέ­νος Στέ­φα­νος Βυ­ζά­ντιος, που διέ­σω­σε την ε­ξής εί­δη­ση: «Γά­ζα: Πό­λις Φοι­νί­κης, νυν δε Πα­λαι­στί­νης προ της Αι­γύ­πτου. Εκλή­θη δε και Ιώ­νη α­πό της Ιούς προ­σπλευ­σά­σης και μει­νά­σης [αυ­τής]».

Ώστε λοι­πόν για τη Γά­ζα πρό­κει­ται. Και για την Ιώ, κι ό­χι για κά­ποια Ιώ­νη. Για την εξ Αργους καλ­λο­νή που εί­χε την α­τυ­χή τύ­χη να την α­γα­πή­σει ο Δίας, ο ο­ποίος τη με­τα­μόρ­φω­σε σε κα­τά­λευ­κη δα­μά­λα, για να τη γλι­τώ­σει α­πό τη ζή­λια της Ηρας. Αλλά η Ηρα τής έ­στει­λε έ­ναν οί­στρο, μια βοϊδό­μυ­γα δη­λα­δή, που κόλ­λη­σε στα πλευ­ρά της και την τρέ­λα­νε. Κι α­πό τη μα­νία που την έ­πια­σε με τα συ­νε­χή δα­γκώ­μα­τα της μύ­γας, διέ­σχι­σε την Ελλά­δα ό­λη α­λα­λια­σμέ­νη. Για να βρει λί­γη α­να­κού­φι­ση βού­τη­ξε στη θά­λασ­σα που, παίρ­νο­ντας το ό­νο­μά της, λέ­γε­ται πια Ιό­νιον πέ­λα­γος. Πέ­ρα­σε έ­πει­τα α­πό τον Βό­σπο­ρο (που κι αυ­τός τής χρω­στά­ει το ό­νο­μά του, βοός πό­ρος), και, πριν κα­τα­λή­ξει στην Αί­γυ­πτο, φαί­νε­ται ό­τι κά­ποια στιγ­μή έ­φτα­σε και στη Γά­ζα. Στο πέ­ρα­σμά της αυ­τό, και ό­χι σε τί­πο­τα δο­ξα­σμέ­νους Ιω­νες προ­γό­νους, ο­φεί­λε­ται η (μάλ­λον προ­σω­ρι­νή) με­το­νο­μα­σία της πό­λης σε Ιώ­νη, που μό­νο ο Στέ­φα­νος Βυ­ζά­ντιος τη θυ­μό­ταν, α, και το φι­λο­λο­γι­κό τμή­μα του υ­πουρ­γείου Δη­μό­σιας Τά­ξης.
Και λοι­πό­ν; Εξα­γνί­στη­κε τώ­ρα το σχέ­διο; Πή­ρε τη χά­ρη του «ιω­νι­κού» ο­νό­μα­τός του; Ή μή­πως βρε α­δερ­φέ εί­μα­στε κα­κο­προ­αί­ρε­τοι και κα­χύ­πο­πτοι; Μή­πως με το «Ιώ­νη» αυ­τό οι βα­πτι­στές ή­θε­λαν α­φε­νός να δη­λώ­σουν έ­στω έμ­με­σα τη συ­μπα­ρά­στα­σή τους στον βα­σα­νι­σμέ­νο πα­λαι­στι­νια­κό λαό (με την υ­πο­νοού­με­νη Γά­ζα και τη Λω­ρί­δα της) και α­φε­τέ­ρου να δεί­ξουν με τον πιο πα­ρα­στα­τι­κό τρό­πο ό­τι τα πά­θη των προ­σφύ­γων του πο­λέ­μου εί­ναι χει­ρό­τε­ρα κι α­πό τα βά­σα­να που τρά­βη­ξε η Ιώ (ο θη­λυ­κός Ιώβ των Ελλή­νων), και κα­τά συ­νέ­πεια τους ο­φεί­λου­με τη συ­μπό­νια μας; Ναι, μάλ­λον γι‘ αυ­τό πρό­κει­ται, κι ας μη μας α­φή­νουν οι ι­δε­ο­λη­ψίες και οι προ­κα­τα­λή­ψεις μας να το κα­τα­λά­βου­με με την πρώ­τη, κι ας μας ε­ξω­θούν να πει­ρά­ξου­με α­κό­μα και τον Αντι­σθέ­νη, δί­νο­ντας στη διά­ση­μη ρή­ση του τη μορ­φή: Αρχή α­σο­φίας ο­νο­μά­των σκύ­λευ­σις.
Τώ­ρα βέ­βαια εί­ναι κι ε­κεί­νος ο Λου­κια­νός, που στο έρ­γο του Τί­μων ή Μι­σάν­θρω­πος χλευά­ζει α­γρίως τους κλη­ρο­νό­μους των πλου­σίων, κα­λή ώ­ρα σαν κι ε­μάς, που κλη­ρο­νο­μή­σα­με κοτ­ζάμ χρυ­σό αιώ­να: Μό­λις πά­ρουν τα λε­φτά στα χέ­ρια τους, λέει ο Σα­μο­σα­τεύς, σπεύ­δουν ν‘ αλ­λά­ξουν ό­νο­μα, να πα­ρα­τή­σουν τα τα­πει­νά Πυρ­ρίας ή Δρό­μων ή Τί­βιος, που ται­ριά­ζουν σε δού­λους («οι­κε­τι­κά ο­νό­μα­τα» τα χα­ρα­κτή­ρι­ζαν άλ­λω­στε), και να αυ­το­βα­φτι­στούν Με­γα­κλή­δες, Με­γά­βυ­ζοι και Πρώ­ταρ­χοι, δω­ρί­ζο­ντας στον ε­αυ­τό τους ό­νο­μα η­χη­ρό και ο­γκώ­δες. Από ξι­πα­σιά κι αυ­τοί κι α­πό με­γα­λο­μα­νία. Τά­λε κουά­λε δη­λα­δή με τους υ­πουρ­γι­κούς ο­νο­μα­το­δό­τες των ε­πι­χει­ρή­σεων ξε­νη­λα­σίας, οι ο­ποίοι ευ­φη­μί­ζουν την ω­μό­τη­τα των σχε­δίων τους φο­ρώ­ντας τους χι­τώ­νες, χλα­μύ­δες και κο­θόρ­νους. Σαν στο­λή πα­ραλ­λα­γής.
Μα τι να ξέ­ρει ο Λου­κια­νός και τι να κα­τα­λα­βαί­νει. Μή­πως ή­ταν Έλλη­νας; Σύ­ρος ή­ταν...

Πηγή: Εποχή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου