Η Χρυσή Αυγή, ο φασισμός και ο ναζισμός δεν είναι σημερινά φαινόμενα. Δεν προέκυψαν εξαιτίας της κρίσης. Προϋπήρχαν. Στην πραγματικότητα μέσα από τον αποπροσανατολισμό του κόσμου προς μεταφυσικές φαντασιώσεις περί υπεροχής της φυλής ενίσχυσαν εκείνες τις δυνάμεις του κατεστημένου που έστρωσαν το δρόμο ανενόχλητες για την κρίση. Επέτειναν τη σύγχυση και τη συσκότιση του λαού. Ενίσχυσαν εκείνες τις δυνάμεις που κερδοσκόπησαν πριν την κρίση και κερδοσκοπούν μέσα στην κρίση. Είναι οι τύποι που μπορεί να μη δέχεται το κατεστημένο ακόμα στο σαλόνι του- αν και μπορεί να γίνει μελλοντικά και αυτό- αλλά ευχαρίστως τους στέλνει να του κάνουν τη βρώμικη δουλειά.
Η Χρυσή Αυγή όμως γιγαντώθηκε μέσα στην κρίση και χάρη στη στρατηγική του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού. Δεν είναι ούτε ιστορικά πρωτοφανές, ούτε περίεργο: ως μακρύ, βρώμικο χέρι
του συστήματος αφέθηκε να κάνει τη δουλειά του. Ποτέ η στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού δεν πέρασε μέσα σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας. Ούτε και η Ελλάδα αποτέλεσε εξαίρεση. Στην περίπτωσή μας επιστρατεύτηκε μια σειρά συνδυασμένων ενεργειών: από πάνω, με εντός κοινοβουλευτικού πλαισίου κινήσεις στα όρια ή και εκτός των ορίων της νομιμότητας και από κάτω σπέκουλας στο φόβο και διάχυτης βίας, με πρωταγωνιστές τους μαχαιροβγάλτες της Χρυσής Αυγής.
Η κύρια και πρωταρχική ευθύνη για τη «νομιμοποίηση» του φασισμού ανήκει στους εμπνευστές και εφαρμοστές της στρατηγικής του νεοφιλελευθερισμού, σε όλους εκείνους που συστηματικά βιαιοπραγούν, φτωχαίνουν, ταπεινώνουν ευρύτατα κοινωνικά στρώματα. Η εξατομικευμένη βία της φτώχειας δεν έχει τίποτα το ηρωικό, ούτε αντιμετωπίζεται με καμιά καλοπέραση. Αντίθετα, εξαθλιώνει και μειώνει τις αντιστάσεις σε οποιαδήποτε επικίνδυνη φαντασίωση. Η ξαφνική προσωπική και συλλογική κρίση, η ορμητική είσοδος του αδιανόητου στρέφει προς κάθε εύκολη, εύληπτη και απλοϊκή υπόσχεση ασφάλειας.
Νομιμοποίησαν το φασισμό εκείνοι που εξευτέλισαν την κοινοβουλευτική διαδικασία, που αρνήθηκαν να ρωτήσουν το λαό ως όφειλαν για την πολιτική που άσκησαν κόντρα στη λαϊκή ετυμηγορία, που τελικά έριξαν έναν εκλεγμένο πρωθυπουργό- ασχέτως των δικών του τεραστίων ευθυνών και κατόπιν της σύμφωνης γνώμης του στο κοινοβουλευτικό πραξικόπημα- προκειμένου να εγκαταστήσουν μια κυβέρνηση μαριονέττα των τραπεζιτών και του ξένου παράγοντα. Είναι εκείνοι που καθημερινά τρομοκρατούν από τα ΜΜΕ το λαό, προσφέροντας απλόχερα φόβο και απελπισία.
Επιπλέον όμως, πότε ζήτησε καταδίκη της βίας από τη Χρυσή Αυγή οποιαδήποτε από τις τελευταίες κυβερνήσεις; Πότε ασχολήθηκαν τα κατεστημένα ΜΜΕ με τα πογκρόμ που οργάνωναν οι ναζί εναντίον όποιου μελαμψού ανθρώπου στους δρόμους της Αθήνας δε γνώριζε απέξω την αλφαβήτα; Αντίθετα τα ΜΜΕ έσπευδαν να τα αποκαλέσουν πράξεις αυτοδικίας, συγχέοντας και ισοπεδώνοντας συνειδητά όρους, με διαφορετικές σημασίες. Κυνηγούσαν το «φασισμό» σε γιαουρτώματα, σε βρισιές, φυσικά στις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ και εσκεμμένα αντιμετώπιζαν σα σχεδόν χαριτωμένο, γραφικό ή και ωφέλιμο φαινόμενο τη Χρυσή Αυγή.
Διάφορες δήθεν υπεύθυνες δυνάμεις έστρωναν το δρόμο στο φασισμό ισοπεδώνοντας τις διακρίσεις μεταξύ των μορφών βίας. Και όμως, όλες οι μορφές βίας δεν είναι το ίδιο, ούτε ως προς την αξιακή τους αξιολόγηση, ούτε ως προς την επικινδυνότητά τους: άλλο να πυροβολείς κάποιον ευρισκόμενος σε άμυνα και άλλο να τον πυροβολείς μετά από μιάμιση ώρα. Άλλο να πετροβολείς διμοιρίες ΜΑΤ και άλλο να βρίσκουν πενήντα, έναν αστυνομικό μόνο του και να τον λιντσάρουν. Άλλο πράγμα είναι η βία της επανάστασης- πχ. της γαλλικής, της αμερικανικής, της σοβιετικής, του ’21 κλπ- και της αντίστασης στους ναζί και άλλο η βία των αντιδραστικών, των άγγλων, των λευκών, των Οθωμανών των ναζί. Μέσα στα ίδια τα επαναστατικά γεγονότα όλες οι εκδοχές της βίας δεν είναι ταυτόσημες. Άλλη η νόμιμη κρατική βία και άλλο η παράνομη και αντισυνταγματική κρατική βία.
Άλλο η διάρρηξη και άλλο η ένοπλη ληστεία. Άλλο η κατάληψη ενός κτιρίου και το γιαούρτωμα και άλλο το πογκρόμ και η άνανδρη, θρασύδειλη επίθεση που εκφασίζει τον πολιτικό διάλογο. Άλλο να κάνεις μια μαχητική διαδήλωση και άλλο να δολοφονείς τέσσερις ανθρώπους καίγοντάς τους ή να βρίσκεις ένα δημοσιογράφο και να τον σπας στο ξύλο. Η βία διαφοροποιείται ανάλογα με το υποκείμενο, το αντικείμενο, το ιστορικό, νομικό, αξιακό πλαίσιο, το χρόνο και τον τρόπο άσκησης. Όσοι επιλέγουν την ισοπέδωση δεν εμποδίζουν τη βία να ενταθεί αλλά αντίθετα δίνουν άλλοθι στις πιο χυδαίες μορφές της και μέσα σε ατμόσφαιρα γενικής σύγχυσης δικαιώνουν τα πλέον λούμπεν στοιχεία να δρουν κλείνοντάς του εν τοις πράγμασι το μάτι.
Ούτε όμως όλα αυτά είναι ικανές συνθήκες για την έξαρση του φασισμού στην Ελλάδα. Χρειάζεται και κάτι ακόμα: κάποιοι έφεραν τον ακροδεξιό λόγο στο επίκεντρο του πολιτικού λόγου. Κάποιοι νομιμοποίησαν αυτή τη ρητορική, έστω στις πιο ήπιες- αν και όχι πάντα- εκδοχές της. Το ΛΑΟΣ πρώτα και κύρια που ανάλογα με τους τυχοδιωκτισμούς του άλλοτε καλεί σε μια χώρα πιστολάδων και άλλοτε- παλιότερα- δικαίωνε την 21η Απριλίου. Η ΝΔ ειδικά του Αντώνη Σαμαρά που πρωτοστατεί σε αντί- αριστερό λόγο δεκαετίας ’50, διχάζει και πολώνει ταυτίζοντας την ψήφο στην αριστερά με εθνική συμφορά, παίζοντας το παιχνίδι της διεθνούς αντίδρασης. Είναι η ΝΔ που δανείζεται από τη Χρυσή Αυγή τα συνθήματα περί ανακατάληψης του κέντρου των πόλεων, αναπαράγοντας κατ’ ουσίαν τα ιδεολογήματα περί εσωτερικού, αοράτου εχθρού. Είναι ο ίδιος ο Α. Σαμαράς που θέλει να καταγραφεί ως ο πρώτος αστυνομικός της χώρας επαγγελλόμενος ότι θα βγάλει τις κουκούλες από τους κουκουλοφόρους. Είναι δυνάμεις λαθρεπιβατών στο ΠΑΣΟΚ. Συγκεκριμένα στελέχη δήλωναν ότι η αξία της ζωής στην Ελλάδα στη μεταπολίτευση έχει αξία μόνο αν είσαι αριστερός, εξυμνούσαν την «υπευθυνότητα» του Γ. Καρατζαφέρη, αποκαλούσαν εκβιαστές τους απεργούς πείνας της Υπατίας, δικαιώνοντας τον ακροδεξιό λόγο. Και πολλοί ακόμα που μέσα στο αντί- αριστερό του μένος θεωρούσαν σχεδόν εμμονικούς όσους εγκαίρως μιλούσαμε για το φασισμό. Είναι όμως και ένα τμήμα του αριστερισμού όπως και της λαϊκής δεξιάς, που βουτώντας στα θολά νερά του «οργισμένου μικροαστισμού» κραύγαζαν φωνές περί προδοσίας και πισώπλατης μαχαιριάς, αναζητώντας σκοτεινές συνωμοσίες αντί να αναλύσουν τις δομικές, πραγματικές αιτίες που οδήγησαν στην κρίση.
Και φυσικά δεν είναι άμοιρα ευθυνών συγκεκριμένα στρώματα ή ομάδες του πληθυσμού που έμαθαν να πιστεύουν ότι απλά χρειάζεται να επιβληθεί “τάξη”, να υπάρξει ένας ηγέτης- φύρερ, να μπουν μερικοί πολιτικοί στη φυλακή και που χειροκροτούσαν στις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου, τους ευέλπιδες που κόντρα στις εντολές από τους ανωτέρους τους παρήλασαν. Σε αυτούς εντάσσονται και διάφοροι δήθεν προοδευτικοί διασκεδαστές που χύνουν το δηλητήριο του μίσους, μέσα από επιφανειακές αναλύσεις της πλάκας. Άλλωστε, εδώ και χρόνια οι δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις της μεταπολίτευσης ταυτίζονται με τα όποια αλλοτριωτικά φαινόμενα. Ο αντί- μεταπολιτευτικός λόγος των δήθεν μεταρρυθμιστών νομιμοποιεί τους χειρότερους εχθρούς της δημοκρατίας, εκυμνεί τον ισοπεδωτισμό του κατεστημένου, απονομιμοποιούν την πολιτική, δημοκρατική διαδικασία.
Όλοι οι παραπάνω δεν είναι φασίστες προφανώς. Οι ναζί είναι συγκεκριμένοι. Δεν είναι φυσικά ναζί ούτε καν όλοι εκείνοι που ψήφισαν Χρυσή Αυγή. Αλλά όλοι οι παραπάνω συνειδητά ή ασυνείδητα «νομιμοποίησαν» πολιτικά το φασισμό.
Σήμερα ωστόσο συνέβη κάτι διαφορετικό, ποιοτικά “αναβαθμισμένο”. Δε γνωρίζω την ψυχική κατάσταση του τύπου αυτού ούτε και νομίζω ότι πρέπει να «αθωωθεί» αποδίδοντάς του ψυχιατρικά άλλοθι. Το σημαντικό είναι ότι σήμερα ο ναζισμός στάθηκε θρασύδειλα μπροστά στην κάμερα, αξιοποίησε την ηλεκτρονική εποχή και φώναξε έμπρακτα ότι κάνει κουρέλι όχι τον καθωσπρεπισμό μας- στον οποίο άλλωστε πρωτοστατεί- αλλά τους βασικούς αξιακούς κανόνες για τη μεταξύ μας συμπεριφορά έστω σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο διεξαγωγής του πολιτικού διαλόγου. Μας φώναξε έμπρακτα ότι η θρασύδειλη, φασιστική βία που ασκεί για να φιμώσει την άλλη άποψη που τον θίγει, είναι το πρόγραμμά του και η ταυτότητά του. Η Χρυσή Αυγή και ο ναζισμός που πρεσβεύει δεν έχουν απλά και μια βίαιη πτυχή. Ο φασισμός είναι βία, έμπρακτη φίμωση, επιβληθείσα ανελευθερία, θεωρητικοποιημένα όλα με ένα συνονθύλευμα μεταφυσικών δοξασιών περί της ιερότητας του αίματος και της φυλής.
harta
Η Χρυσή Αυγή όμως γιγαντώθηκε μέσα στην κρίση και χάρη στη στρατηγική του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού. Δεν είναι ούτε ιστορικά πρωτοφανές, ούτε περίεργο: ως μακρύ, βρώμικο χέρι
του συστήματος αφέθηκε να κάνει τη δουλειά του. Ποτέ η στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού δεν πέρασε μέσα σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας. Ούτε και η Ελλάδα αποτέλεσε εξαίρεση. Στην περίπτωσή μας επιστρατεύτηκε μια σειρά συνδυασμένων ενεργειών: από πάνω, με εντός κοινοβουλευτικού πλαισίου κινήσεις στα όρια ή και εκτός των ορίων της νομιμότητας και από κάτω σπέκουλας στο φόβο και διάχυτης βίας, με πρωταγωνιστές τους μαχαιροβγάλτες της Χρυσής Αυγής.
Η κύρια και πρωταρχική ευθύνη για τη «νομιμοποίηση» του φασισμού ανήκει στους εμπνευστές και εφαρμοστές της στρατηγικής του νεοφιλελευθερισμού, σε όλους εκείνους που συστηματικά βιαιοπραγούν, φτωχαίνουν, ταπεινώνουν ευρύτατα κοινωνικά στρώματα. Η εξατομικευμένη βία της φτώχειας δεν έχει τίποτα το ηρωικό, ούτε αντιμετωπίζεται με καμιά καλοπέραση. Αντίθετα, εξαθλιώνει και μειώνει τις αντιστάσεις σε οποιαδήποτε επικίνδυνη φαντασίωση. Η ξαφνική προσωπική και συλλογική κρίση, η ορμητική είσοδος του αδιανόητου στρέφει προς κάθε εύκολη, εύληπτη και απλοϊκή υπόσχεση ασφάλειας.
Νομιμοποίησαν το φασισμό εκείνοι που εξευτέλισαν την κοινοβουλευτική διαδικασία, που αρνήθηκαν να ρωτήσουν το λαό ως όφειλαν για την πολιτική που άσκησαν κόντρα στη λαϊκή ετυμηγορία, που τελικά έριξαν έναν εκλεγμένο πρωθυπουργό- ασχέτως των δικών του τεραστίων ευθυνών και κατόπιν της σύμφωνης γνώμης του στο κοινοβουλευτικό πραξικόπημα- προκειμένου να εγκαταστήσουν μια κυβέρνηση μαριονέττα των τραπεζιτών και του ξένου παράγοντα. Είναι εκείνοι που καθημερινά τρομοκρατούν από τα ΜΜΕ το λαό, προσφέροντας απλόχερα φόβο και απελπισία.
Επιπλέον όμως, πότε ζήτησε καταδίκη της βίας από τη Χρυσή Αυγή οποιαδήποτε από τις τελευταίες κυβερνήσεις; Πότε ασχολήθηκαν τα κατεστημένα ΜΜΕ με τα πογκρόμ που οργάνωναν οι ναζί εναντίον όποιου μελαμψού ανθρώπου στους δρόμους της Αθήνας δε γνώριζε απέξω την αλφαβήτα; Αντίθετα τα ΜΜΕ έσπευδαν να τα αποκαλέσουν πράξεις αυτοδικίας, συγχέοντας και ισοπεδώνοντας συνειδητά όρους, με διαφορετικές σημασίες. Κυνηγούσαν το «φασισμό» σε γιαουρτώματα, σε βρισιές, φυσικά στις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ και εσκεμμένα αντιμετώπιζαν σα σχεδόν χαριτωμένο, γραφικό ή και ωφέλιμο φαινόμενο τη Χρυσή Αυγή.
Διάφορες δήθεν υπεύθυνες δυνάμεις έστρωναν το δρόμο στο φασισμό ισοπεδώνοντας τις διακρίσεις μεταξύ των μορφών βίας. Και όμως, όλες οι μορφές βίας δεν είναι το ίδιο, ούτε ως προς την αξιακή τους αξιολόγηση, ούτε ως προς την επικινδυνότητά τους: άλλο να πυροβολείς κάποιον ευρισκόμενος σε άμυνα και άλλο να τον πυροβολείς μετά από μιάμιση ώρα. Άλλο να πετροβολείς διμοιρίες ΜΑΤ και άλλο να βρίσκουν πενήντα, έναν αστυνομικό μόνο του και να τον λιντσάρουν. Άλλο πράγμα είναι η βία της επανάστασης- πχ. της γαλλικής, της αμερικανικής, της σοβιετικής, του ’21 κλπ- και της αντίστασης στους ναζί και άλλο η βία των αντιδραστικών, των άγγλων, των λευκών, των Οθωμανών των ναζί. Μέσα στα ίδια τα επαναστατικά γεγονότα όλες οι εκδοχές της βίας δεν είναι ταυτόσημες. Άλλη η νόμιμη κρατική βία και άλλο η παράνομη και αντισυνταγματική κρατική βία.
Άλλο η διάρρηξη και άλλο η ένοπλη ληστεία. Άλλο η κατάληψη ενός κτιρίου και το γιαούρτωμα και άλλο το πογκρόμ και η άνανδρη, θρασύδειλη επίθεση που εκφασίζει τον πολιτικό διάλογο. Άλλο να κάνεις μια μαχητική διαδήλωση και άλλο να δολοφονείς τέσσερις ανθρώπους καίγοντάς τους ή να βρίσκεις ένα δημοσιογράφο και να τον σπας στο ξύλο. Η βία διαφοροποιείται ανάλογα με το υποκείμενο, το αντικείμενο, το ιστορικό, νομικό, αξιακό πλαίσιο, το χρόνο και τον τρόπο άσκησης. Όσοι επιλέγουν την ισοπέδωση δεν εμποδίζουν τη βία να ενταθεί αλλά αντίθετα δίνουν άλλοθι στις πιο χυδαίες μορφές της και μέσα σε ατμόσφαιρα γενικής σύγχυσης δικαιώνουν τα πλέον λούμπεν στοιχεία να δρουν κλείνοντάς του εν τοις πράγμασι το μάτι.
Ούτε όμως όλα αυτά είναι ικανές συνθήκες για την έξαρση του φασισμού στην Ελλάδα. Χρειάζεται και κάτι ακόμα: κάποιοι έφεραν τον ακροδεξιό λόγο στο επίκεντρο του πολιτικού λόγου. Κάποιοι νομιμοποίησαν αυτή τη ρητορική, έστω στις πιο ήπιες- αν και όχι πάντα- εκδοχές της. Το ΛΑΟΣ πρώτα και κύρια που ανάλογα με τους τυχοδιωκτισμούς του άλλοτε καλεί σε μια χώρα πιστολάδων και άλλοτε- παλιότερα- δικαίωνε την 21η Απριλίου. Η ΝΔ ειδικά του Αντώνη Σαμαρά που πρωτοστατεί σε αντί- αριστερό λόγο δεκαετίας ’50, διχάζει και πολώνει ταυτίζοντας την ψήφο στην αριστερά με εθνική συμφορά, παίζοντας το παιχνίδι της διεθνούς αντίδρασης. Είναι η ΝΔ που δανείζεται από τη Χρυσή Αυγή τα συνθήματα περί ανακατάληψης του κέντρου των πόλεων, αναπαράγοντας κατ’ ουσίαν τα ιδεολογήματα περί εσωτερικού, αοράτου εχθρού. Είναι ο ίδιος ο Α. Σαμαράς που θέλει να καταγραφεί ως ο πρώτος αστυνομικός της χώρας επαγγελλόμενος ότι θα βγάλει τις κουκούλες από τους κουκουλοφόρους. Είναι δυνάμεις λαθρεπιβατών στο ΠΑΣΟΚ. Συγκεκριμένα στελέχη δήλωναν ότι η αξία της ζωής στην Ελλάδα στη μεταπολίτευση έχει αξία μόνο αν είσαι αριστερός, εξυμνούσαν την «υπευθυνότητα» του Γ. Καρατζαφέρη, αποκαλούσαν εκβιαστές τους απεργούς πείνας της Υπατίας, δικαιώνοντας τον ακροδεξιό λόγο. Και πολλοί ακόμα που μέσα στο αντί- αριστερό του μένος θεωρούσαν σχεδόν εμμονικούς όσους εγκαίρως μιλούσαμε για το φασισμό. Είναι όμως και ένα τμήμα του αριστερισμού όπως και της λαϊκής δεξιάς, που βουτώντας στα θολά νερά του «οργισμένου μικροαστισμού» κραύγαζαν φωνές περί προδοσίας και πισώπλατης μαχαιριάς, αναζητώντας σκοτεινές συνωμοσίες αντί να αναλύσουν τις δομικές, πραγματικές αιτίες που οδήγησαν στην κρίση.
Και φυσικά δεν είναι άμοιρα ευθυνών συγκεκριμένα στρώματα ή ομάδες του πληθυσμού που έμαθαν να πιστεύουν ότι απλά χρειάζεται να επιβληθεί “τάξη”, να υπάρξει ένας ηγέτης- φύρερ, να μπουν μερικοί πολιτικοί στη φυλακή και που χειροκροτούσαν στις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου, τους ευέλπιδες που κόντρα στις εντολές από τους ανωτέρους τους παρήλασαν. Σε αυτούς εντάσσονται και διάφοροι δήθεν προοδευτικοί διασκεδαστές που χύνουν το δηλητήριο του μίσους, μέσα από επιφανειακές αναλύσεις της πλάκας. Άλλωστε, εδώ και χρόνια οι δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις της μεταπολίτευσης ταυτίζονται με τα όποια αλλοτριωτικά φαινόμενα. Ο αντί- μεταπολιτευτικός λόγος των δήθεν μεταρρυθμιστών νομιμοποιεί τους χειρότερους εχθρούς της δημοκρατίας, εκυμνεί τον ισοπεδωτισμό του κατεστημένου, απονομιμοποιούν την πολιτική, δημοκρατική διαδικασία.
Όλοι οι παραπάνω δεν είναι φασίστες προφανώς. Οι ναζί είναι συγκεκριμένοι. Δεν είναι φυσικά ναζί ούτε καν όλοι εκείνοι που ψήφισαν Χρυσή Αυγή. Αλλά όλοι οι παραπάνω συνειδητά ή ασυνείδητα «νομιμοποίησαν» πολιτικά το φασισμό.
Σήμερα ωστόσο συνέβη κάτι διαφορετικό, ποιοτικά “αναβαθμισμένο”. Δε γνωρίζω την ψυχική κατάσταση του τύπου αυτού ούτε και νομίζω ότι πρέπει να «αθωωθεί» αποδίδοντάς του ψυχιατρικά άλλοθι. Το σημαντικό είναι ότι σήμερα ο ναζισμός στάθηκε θρασύδειλα μπροστά στην κάμερα, αξιοποίησε την ηλεκτρονική εποχή και φώναξε έμπρακτα ότι κάνει κουρέλι όχι τον καθωσπρεπισμό μας- στον οποίο άλλωστε πρωτοστατεί- αλλά τους βασικούς αξιακούς κανόνες για τη μεταξύ μας συμπεριφορά έστω σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο διεξαγωγής του πολιτικού διαλόγου. Μας φώναξε έμπρακτα ότι η θρασύδειλη, φασιστική βία που ασκεί για να φιμώσει την άλλη άποψη που τον θίγει, είναι το πρόγραμμά του και η ταυτότητά του. Η Χρυσή Αυγή και ο ναζισμός που πρεσβεύει δεν έχουν απλά και μια βίαιη πτυχή. Ο φασισμός είναι βία, έμπρακτη φίμωση, επιβληθείσα ανελευθερία, θεωρητικοποιημένα όλα με ένα συνονθύλευμα μεταφυσικών δοξασιών περί της ιερότητας του αίματος και της φυλής.
harta

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου