του Θέμη Τζήμα
Είδαμε λοιπόν τι είδους κυβέρνηση έχουμε: είναι μια κυβέρνηση “μνημονιακής”, νεοφιλελεύθερης και δεξιάς, συντηρητικής παλινόρθωσης. Είδαμε επίσης επιστρατευμένες οι βασικές και προφανείς εφεδρείες του κατεστημένου: το κόμμα Βενιζέλου που εξασφάλισε μια συναισθηματική ψήφο καπηλευόμενο- και ευτελίζοντας περαιτέρω- το όνομα ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ που αποπειράται να ανασυνθέσει τη δεξιά σοσιαλδημοκρατία. Κεντρικός πυρήνας μια ΝΔ που θυμίζει ΕΡΕ και δεξιά λατινοαμερικανικού τύπου.
Η κυβέρνηση που συγκροτήθηκε θα εντείνει την αντινομία μεταξύ απόρριψης από την πλειοψηφία του λαού της “μνημονιακής” πολιτικής και κυβερνητικής άσκησής της. Επομένως την κρίση αντιπροσώπευσης άρα και δημοκρατίας. Είναι κυβέρνηση άρνησης της 6ης Μάη.
Η κυβέρνηση πιθανότατα δε θα μακροημερεύσει. Αν τα πράγματα εξελιχθούν όπως φαίνονται βάσει της κοινωνικό- οικονομικής κατάστασης, των εσωτερικών της συσχετισμών και της προγραμματικής της διακήρυξης, σύντομα θα αρχίσει να κλυδωνίζεται.
Ωστόσο, οι εξελίξεις δε θα εξελιχθούν ευθύγραμμα, όπως ορισμένοι ελπίζουν. Δε θα “πέσει” απλά η παρούσα κυβέρνηση, ώστε να ανέλθει μια κυβέρνηση με κορμό την αριστερά. Η όποια νέα
κυβέρνηση δε θα βρει την κατάσταση εκεί που βρισκόταν στις 6 Μάη.
Πρώτον, το κατεστημένο της χώρας, όπως και οι πάτρωνές του θα δώσει σκληρή μάχη για να συντηρήσει τη λύση που επέλεξε, με εσωτερικές αλλαγές αν χρειαστεί- πχ. αλλαγή πρωθυπουργού και κυβέρνησης. Δεύτερον θα προσπαθήσει να βρει νέες εφεδρείες, μέσα από δυνάμεις που τώρα εμφανίζονται ως “αντί- συστημικές”, βλ. Χρυσή Αυγή και με σύμπηξη πρόσκαιρων σχηματισμών συντηρητικού χαρακτήρα, ασχέτως ονομασίας και ρητορικής. Τρίτον θα προωθήσει στο βαθμό που θα αντιμετωπίσει εντεινόμενες λαϊκές αντιδράσεις, τη στρατηγική της έντασης. Τέταρτον, στο χρονικό διάστημα της κυριαρχίας της η κυβέρνηση θα υλοποιήσει συγκεκριμένους στόχους, που συνθέτουν την ουσία της μνημονιακής πολιτικής: ξεπούλημα του δημοσίου πλούτου, περαιτέρω εσωτερική υποτίμηση με έμφαση στον ιδιωτικό τομέα, συρρίκνωση του κοινωνικού, κοινωφελούς τομέα. Ο στόχος θα είναι η ολοκλήρωση της στρατηγικής της “ανατολικοευρωπαιοποίησης” σε θεσμικό, κοινωνικό και οικονομικό πεδίο.
Όποιοι νομίζουν ότι απέναντι στη δεδομένη κυβέρνηση, σε τέτοιο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο και με τη γνωστή παρεμβατικότητα του ξένου παράγοντα, μια “συνηθισμένη” αντιπολίτευση, του ώριμου φρούτου, των κοινοβουλευτικών ρητορικών εξάρσεων, των επιμέρους, κατετμημένων κινητοποιήσεων και της προγραμματικής ασάφειας, θα αποδώσει, πλανώνται. Μια “συνηθισμένη” αντιπολίτευση πολύ πιθανά θα οδηγήσει σε αδύναμη κοινωνικά κυβέρνηση των δυνάμεων της αριστεράς ή με πυρήνα την αριστερά.
Είναι χρήσιμο να δούμε τι συνέβη τα τελευταία τρία χρόνια στο κοινωινκό- κινηματικό επίπεδο. Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι αναπτύχθηκε ένα ευρύ λαϊκό κίνημα. Αντίθετα δόθηκαν κυρίως μάχες οπισθοφυλακής και υποχώρησης ή χρησιμοποιήθηκαν ατύπως μέθοδοι “παθητικής αντίδρασης”. Οι κινητοποιήσεις παρά τον πρωτοφανή όγκο τους έμειναν αποσπασματικές, χωρίς διάρκεια, ουσιαστική μαχητικότητα και συνεκτικό πολιτικό πρόταγμα. Εν τέλει, οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμου έπεσαν από το συνδυασμό εσωτερικών αντιθέσεων και βουβής ή μη κινηματικά εκδηλούμενης με διάρκεια, λαϊκής οργής. Αυτό που φάνηκε στις 6 Μάη ήταν μια τιμωρητική διάθεση, σε αντιμνημονιακό πλαίσιο, χωρίς όμως επαρκή πολιτική ωριμότητα, εξ ου και φτάσαμε στην “πύρρειο παλινόρθωση” των μνημονιακών δυνάμεων στις 17 Ιούνη.
Οι λόγοι για την ανεπάρκεια του λαϊκού κινήματος είναι αντικειμενικοί και υποκειμενικοί. Οι αντικειμενικοί λόγοι σχετίζονται με τα εκτεταμένα μικροαστικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, το σοκ από την ξαφνική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας και της επισφαλούς εργασίας. Οι υποκειμενικοί λόγοι έχουν να κάνουν με την ανυπαρξία ισχυρού πολιτικού και συνδικαλιστικού υποκειμένου. Δεν υπήρξε πολιτικός φορέας που να μπορεί εκφράσει κεντρικά, να δώσει ομπρέλα κάλυψης, προοπτική και να συντείνει στην επίτευξη εσωτερικής πολιτικής συνοχής στις όποιες διεκδικήσεις. Το ΠΑΣΟΚ ξαφνικά βρέθηκε στην άλλη όχθη από τα κοινωνικά στρώματα που προνομιακά εξέφραζε κατά τη μεταπολίτευση είτε ως συλλογικό υποκείμενο είτε δια των στελεχών του. Τα κόμματα της αριστεράς βρέθηκαν ανέτοιμα να καλύψουν το κενό που άφησε πίσω του η απαξίωση του ΠΑΣΟΚ. Η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ “έπεσαν θύματα” της μακρόχρονης υποχώρησης του ρόλου τους, της γραφειοκρατικοποίησής τους και εν τέλει της παρακμής τους. Ο πνευματικός κόσμος της χώρας φάνηκε απολύτως κατώτερος των περιστάσεων και πρωτοστάτησε μαζί με το μιντιακό κατεστημένο στον αποπροσανατολισμό του λαού.
Κατά συνέπεια, το κρίσιμο στοιχείο σήμερα για τις όντως δημοκρατικές, προοδευτικές και αριστερές δυνάμεις- σοσιαλιστικές, κομμουνιστογενείς, ανανεωτικές- είναι τι είδους αντιπολίτευση θα ασκήσουν και με ποιο όχημα.
Η αντιπολίτευση πρέπει να έχει χαρακτήρα κινηματικό, υποστηρικτικό για τα δοκιμαζόμενα στρώματα και προγραμματικό- στρατηγικό.
Κινηματικό υπό την έννοια ότι θα χρειαστεί η ανασύνταξη του συμπαγούς λαϊκού κινήματος, αντί αποσπασματικών κινητοποιήσεων, λούμπεν, προβοκατόρικων συμπεριφορών της “σπασμένης βιτρίνας” και πρόσκαιρων δράσεων, τύπου αγανακτισμένων. Δεδομένης της ανεργίας, της επισφαλούς εργασίας, της “ύπνωσης” στον ακαδημαϊκό χώρο, της ενεργοποίησης του παρακράτους μέσα από τη Χρυσή Αυγή, της προπαγάνδας από τα ΜΜΕ και της τρομοκρατίας, η ανασύνταξη του λαϊκού κινήματος δε θα είναι εύκολη υπόθεση. Σημαντική επίδραση θα έχει και το γεγονός της ύπαρξης ή μη πολιτικού φορέα που θα δώσει “καλυψη” και κυβερνητική προοπτική σε ένα τέτοιο κίνημα.
Το λαϊκό κίνημα πρέπει να λάβει χαρακτήρα υπεράσπισης του δημοσίου χώρου και δημοσίου πλούτου, της δημοκρατίας, αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης εκεί που έμπρακτα οι υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν τα μέσα παραγωγής, τουλάχιστον με τρόπο επωφελή για τον κόσμο της εργασίας, αλληλεγγύης και επιβίωσης. Άρα πρέπει να διακλαδώνεται σε κάθε μαζικό χώρο: χώρους δουλειάς, πανεπιστήμια, σχολεία, γειτονιές. Πρέπει να συνθέτει τις κινητοποιήσεις, να έχει διάρκεια, ευελιξία, φαντασία και μαχητικότητα στις δράσεις του. Να διαθέτει ουσιαστικές πολιτικές ικανότητες, ώστε αντιπολιτευόμενο μια στρατηγική να χτίζει και να περιγράφει έμπρακτα την εναλλακτική στρατηγική, μέσω της αυτοδιαχείρισης και του συνεταιρισμού παραγωγικών δυνάμεων. Να φέρει μαζί κοινωνικά στρώματα και ομάδες που μέχρι σήμερα παραμένουν αποστασιοποιημένες: εργαζομένους, ανέργους, φοιτητές, μαθητές, συνταξιούχους, αυτοδιοίκηση, διανοουμένους αλλά και ελευθεροεπαγγελματίες, αγρότες, μικρούςκ αι μεσαίους επιχειρηματίες που προλεταριοποιούνται κλπ. Να συγκρουστεί με τις δυνάμεις της εκτροπής και του εκφασισμού με όρους διανοητικούς και κινηματικούς, ώστε να τις περιορίσει και να τις εξαφανίσει. Να καταδείξει ότι η υπεράσπιση του δημοσίου πλούτου, του ελέγχου των στρατηγικής σημασίας τομέων της εθνικής οικονομίας από το δημόσιο τομέα δεν αποτελεί αίτημα μόνο συνικαλιστικών οργανώσεων αλλά λαϊκή διεκδίκηση, προκειμένου να υφίστανται εργαλεία αναπτυξιακών πολιτικών για την παραγωγική ανασυγκρότηση. Εδώ μάλιστα θα δοθεί η μάχη της “απενεχοποίησης” του συνδικαλιστικού αγώνα. Να μπορέσει να χτυπηθεί έμπρακτα με την τρομοκρατία της ανεργίας και της αυθαιρεσίας, υπερβαίνοντας τις αγκυλώσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, με την παρουσία του σε κάθε χώρο δουλειάς, ακόμα στη συντριπτική πλειοψηφία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Άλλοτε μαζί με μικροϊδιοκτήτες- εργοδότες που όντως αγωνίζονται να κρατήσουν ζωντανές τις επιχειρήσεις τους και άλλοτε, εκεί που χρειάζεται μαχητικά απέναντί τους. Να ενισχύσει νέες καταναλωτικές συμπεριφορές και πρότυπα, με συνειδητοποίηση της ανάγκης να στηριχθεί η ελληνική παραγωγή. Να ζωντανέψει το φοιτητικό, μαθητικό και εν γένει νεολαιίστικο κίνημα, να συμπεριλάβει τους ανέργους και τους συνταξιούχους, δυο κατηγορίες παραγκωνισμένες μέχρι σήμερα ως προς την έκφρασή τους. Να παράξει νέα ρεύματα τέχνης και πολιτισμού. Να συνδεθεί με τα προοδευτικά κινήματα στη Μ. Αναντολή, στην Ευρώπη και διεθνώς, θέτοντας τα κοινά προτάγματα, όπως και τον ελληνικό λαό στην προμετωπίδα των διεργασιών για αλλαγή πορείας διεθνώς.
Να δώσει τη μάχη της αλληλεγγύης και της επιβίωσης για όλους. Να πείσει με τη δράση του σε κοινωνικό και όχι φιλανθρωπικό επίπεδο ότι ο προγραμματικός λόγος για προοδευτική στρατηγική εξόδου από την κρίση, για δημοκρατία, ανασυγκρότηση, δικαιοσύνη και σοσιαλισμό μετουσιώνεται σε αλληλεγγύη και έμπρακτη στήριξη, στο βαθμό του εφικτού φυσικά, όπως ακριβώς το ΕΑΜ κέρδισε όχι μόνο τη μάχη του βουνού αλλά έδωσε τα διαπιστευτήριά του και με τις προσπάθειες επιβίωσης στις πόλεις. Αυτή η εκστρατεία θα περάσει από ευρύτατες σε φαντασία και διακλάδωση τοπικές, περιφερειακές και εθνικού επιπέδου πρωτοβουλίες.
“Πάνω” σε μια τέτοιου είδους κινηματική διαδικασία πρέπει να χτιστεί η προγραμματική αντιπολίτευση, με πυλώνες τη διατύπωση ηγεμονικού λόγου και στέρεας αντίθεσης στον κυβερνητικό λόγο. Η προγραμματική αντιπολίτευση πρέπει κυρίως να πετύχει ηγεμονική στοχοθεσία. Δε θα είναι εύκολο με δεδομένη τη στάση των ΜΜΕ και τη λογική πρωτοβουλία κινήσεων που αναλαμβάνει η κάθε κυβέρνηση, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου. Πρέπει η αντιπολίτευση να επιλέξει εκείνα τα ζητήματα αιχμής, που θα τη θέσουν “επικεφαλής” του δημοσίου διαλόγου, δίδοντας έμφαση όχι μόνο στην κριτική επί της κυβερνητικής πολιτικής αλλά και στους βασικούς άξονες πολιτικής που απαιτούνται για την έξοδο από την κρίση. Παράλληλα πρέπει να δομήσει την αντίθεσή της, δηλαδή την αξιόπιστη αποδόμηση των συντηρητικών θέσεων της κυβέρνησης.
Η αντιπολίτευση όμως πρέπει επιπρόσθετα να ορίσει και να περιγράψει το νέο στρατηγικό στόχο, για τη μετά την κρίση Ελλάδα. Έτσι θα καταφέρει να διεγείρει και να κινητοποιήσει κρίσιμα κοινωνικά στρώματα που θέλουν να δουν μια πολιτική δύναμη να καταφέρνει να “κοιτάξει” πέρα από τη σημερινή κατάσταση, να την περιγράψει και να πείσει ότι μπορεί να την υλοποιήσει. Θα καταφέρει να υπερβεί τις απόπειρες πόλωσης και να ενώσει.
Μια τέτοια αντιπολίτευση θα πρέπει να επιλέξειν με ποιο όχημα θα δράσει. Πρέπει να αντιληφθούμε την ποιοτική διαφορά μεταξύ δικομματισμού, που ανήκει στην προηγούμενη ιστορική φάση και διπολισμού που χαρακτηρίζει τη σημερινή: το γεγονός ότι το μπλοκ δυνάμεων του κατεστημένου δομείται με πυρήνα ένα κόμμα, που μάλιστα δεν είναι σταθερό- ΝΔ σήμερα- και με συμμαχίες γύρω από αυτό καταδεικνύει πώς θα δομηθεί και ο άλλος πόλος, του λαϊκού, προοδευτικού μπλοκ δυνάμεων. Ο πυρήνας θα είναι το πιο ισχυρό κόμμα- σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ- χωρίς φυσικά η ισχύς του όποιου τέτοιου κόμματος να βρίσκεται έξω από τις προκλήσεις που θέτει μια δύσκολη μεταβατική περίοδος. Θα απαιτηθούν όμως ευρύτερες συμμαχίες και συνθέσεις. Πρέπει κατά συνέπεια να δομηθεί ένα μπλοκ δυνάμεων τόσο για την άσκηση των αντιπολιτευτικών καθηκόντων, όσο και την εκπόνηση και υλοποίηση του εναλλακτικού κυβερνητικού προγράμματος. Ένα μέτωπο αλληλεγγύης, δημοκρατίας, δικαιοσύνης και ανασυγκρότησης της χώρας είναι απαραίτητο να συντεθεί, ως χώρος εντός του οποίου θα έλθει με ομαλό και δημιουργικό τρόπο, από κάτω προς τα πάνω, η πρόσμιξη ρευμάτων που μέχρι σήμερα βρίσκονται σε σαφή απόσταση.
Τα παραπάνω δεν μπορεί παρά να είναι ενδεικτικά: η ίδια η πορεία των πραγμάτων θα θέσει καθήκοντα σε κάθε πλευρά. Ωστόσο πρέπει οι δυνάμεις που φιλοδοξούν να εκφράσουν τον εναλλακτικό, πραγματικό δρόμο εξόδου από την κρίση υπέρ του λαού να σκεφθούν και να δράσουν άμεσα, με ακρίβεια. Όσοι νομίζουν άλλωστε ότι έχουν μπροστά τους ένα μακρύ, “ελληνικό” καλοκαίρι κάνουν λάθος. Οι εξελίξεις θα είναι πιο γρήγορες από όσο φαντάζονται. Τώρα και στο πεδίο θα δώσουν η αριστερά και ο προοδευτικός κόσμος τα διαπιστευτήρια της επάρκειάς τους.
harta
Είδαμε λοιπόν τι είδους κυβέρνηση έχουμε: είναι μια κυβέρνηση “μνημονιακής”, νεοφιλελεύθερης και δεξιάς, συντηρητικής παλινόρθωσης. Είδαμε επίσης επιστρατευμένες οι βασικές και προφανείς εφεδρείες του κατεστημένου: το κόμμα Βενιζέλου που εξασφάλισε μια συναισθηματική ψήφο καπηλευόμενο- και ευτελίζοντας περαιτέρω- το όνομα ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ που αποπειράται να ανασυνθέσει τη δεξιά σοσιαλδημοκρατία. Κεντρικός πυρήνας μια ΝΔ που θυμίζει ΕΡΕ και δεξιά λατινοαμερικανικού τύπου.
Η κυβέρνηση που συγκροτήθηκε θα εντείνει την αντινομία μεταξύ απόρριψης από την πλειοψηφία του λαού της “μνημονιακής” πολιτικής και κυβερνητικής άσκησής της. Επομένως την κρίση αντιπροσώπευσης άρα και δημοκρατίας. Είναι κυβέρνηση άρνησης της 6ης Μάη.
Η κυβέρνηση πιθανότατα δε θα μακροημερεύσει. Αν τα πράγματα εξελιχθούν όπως φαίνονται βάσει της κοινωνικό- οικονομικής κατάστασης, των εσωτερικών της συσχετισμών και της προγραμματικής της διακήρυξης, σύντομα θα αρχίσει να κλυδωνίζεται.
Ωστόσο, οι εξελίξεις δε θα εξελιχθούν ευθύγραμμα, όπως ορισμένοι ελπίζουν. Δε θα “πέσει” απλά η παρούσα κυβέρνηση, ώστε να ανέλθει μια κυβέρνηση με κορμό την αριστερά. Η όποια νέα
κυβέρνηση δε θα βρει την κατάσταση εκεί που βρισκόταν στις 6 Μάη.
Πρώτον, το κατεστημένο της χώρας, όπως και οι πάτρωνές του θα δώσει σκληρή μάχη για να συντηρήσει τη λύση που επέλεξε, με εσωτερικές αλλαγές αν χρειαστεί- πχ. αλλαγή πρωθυπουργού και κυβέρνησης. Δεύτερον θα προσπαθήσει να βρει νέες εφεδρείες, μέσα από δυνάμεις που τώρα εμφανίζονται ως “αντί- συστημικές”, βλ. Χρυσή Αυγή και με σύμπηξη πρόσκαιρων σχηματισμών συντηρητικού χαρακτήρα, ασχέτως ονομασίας και ρητορικής. Τρίτον θα προωθήσει στο βαθμό που θα αντιμετωπίσει εντεινόμενες λαϊκές αντιδράσεις, τη στρατηγική της έντασης. Τέταρτον, στο χρονικό διάστημα της κυριαρχίας της η κυβέρνηση θα υλοποιήσει συγκεκριμένους στόχους, που συνθέτουν την ουσία της μνημονιακής πολιτικής: ξεπούλημα του δημοσίου πλούτου, περαιτέρω εσωτερική υποτίμηση με έμφαση στον ιδιωτικό τομέα, συρρίκνωση του κοινωνικού, κοινωφελούς τομέα. Ο στόχος θα είναι η ολοκλήρωση της στρατηγικής της “ανατολικοευρωπαιοποίησης” σε θεσμικό, κοινωνικό και οικονομικό πεδίο.
Όποιοι νομίζουν ότι απέναντι στη δεδομένη κυβέρνηση, σε τέτοιο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο και με τη γνωστή παρεμβατικότητα του ξένου παράγοντα, μια “συνηθισμένη” αντιπολίτευση, του ώριμου φρούτου, των κοινοβουλευτικών ρητορικών εξάρσεων, των επιμέρους, κατετμημένων κινητοποιήσεων και της προγραμματικής ασάφειας, θα αποδώσει, πλανώνται. Μια “συνηθισμένη” αντιπολίτευση πολύ πιθανά θα οδηγήσει σε αδύναμη κοινωνικά κυβέρνηση των δυνάμεων της αριστεράς ή με πυρήνα την αριστερά.
Είναι χρήσιμο να δούμε τι συνέβη τα τελευταία τρία χρόνια στο κοινωινκό- κινηματικό επίπεδο. Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι αναπτύχθηκε ένα ευρύ λαϊκό κίνημα. Αντίθετα δόθηκαν κυρίως μάχες οπισθοφυλακής και υποχώρησης ή χρησιμοποιήθηκαν ατύπως μέθοδοι “παθητικής αντίδρασης”. Οι κινητοποιήσεις παρά τον πρωτοφανή όγκο τους έμειναν αποσπασματικές, χωρίς διάρκεια, ουσιαστική μαχητικότητα και συνεκτικό πολιτικό πρόταγμα. Εν τέλει, οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμου έπεσαν από το συνδυασμό εσωτερικών αντιθέσεων και βουβής ή μη κινηματικά εκδηλούμενης με διάρκεια, λαϊκής οργής. Αυτό που φάνηκε στις 6 Μάη ήταν μια τιμωρητική διάθεση, σε αντιμνημονιακό πλαίσιο, χωρίς όμως επαρκή πολιτική ωριμότητα, εξ ου και φτάσαμε στην “πύρρειο παλινόρθωση” των μνημονιακών δυνάμεων στις 17 Ιούνη.
Οι λόγοι για την ανεπάρκεια του λαϊκού κινήματος είναι αντικειμενικοί και υποκειμενικοί. Οι αντικειμενικοί λόγοι σχετίζονται με τα εκτεταμένα μικροαστικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, το σοκ από την ξαφνική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας και της επισφαλούς εργασίας. Οι υποκειμενικοί λόγοι έχουν να κάνουν με την ανυπαρξία ισχυρού πολιτικού και συνδικαλιστικού υποκειμένου. Δεν υπήρξε πολιτικός φορέας που να μπορεί εκφράσει κεντρικά, να δώσει ομπρέλα κάλυψης, προοπτική και να συντείνει στην επίτευξη εσωτερικής πολιτικής συνοχής στις όποιες διεκδικήσεις. Το ΠΑΣΟΚ ξαφνικά βρέθηκε στην άλλη όχθη από τα κοινωνικά στρώματα που προνομιακά εξέφραζε κατά τη μεταπολίτευση είτε ως συλλογικό υποκείμενο είτε δια των στελεχών του. Τα κόμματα της αριστεράς βρέθηκαν ανέτοιμα να καλύψουν το κενό που άφησε πίσω του η απαξίωση του ΠΑΣΟΚ. Η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ “έπεσαν θύματα” της μακρόχρονης υποχώρησης του ρόλου τους, της γραφειοκρατικοποίησής τους και εν τέλει της παρακμής τους. Ο πνευματικός κόσμος της χώρας φάνηκε απολύτως κατώτερος των περιστάσεων και πρωτοστάτησε μαζί με το μιντιακό κατεστημένο στον αποπροσανατολισμό του λαού.
Κατά συνέπεια, το κρίσιμο στοιχείο σήμερα για τις όντως δημοκρατικές, προοδευτικές και αριστερές δυνάμεις- σοσιαλιστικές, κομμουνιστογενείς, ανανεωτικές- είναι τι είδους αντιπολίτευση θα ασκήσουν και με ποιο όχημα.
Η αντιπολίτευση πρέπει να έχει χαρακτήρα κινηματικό, υποστηρικτικό για τα δοκιμαζόμενα στρώματα και προγραμματικό- στρατηγικό.
Κινηματικό υπό την έννοια ότι θα χρειαστεί η ανασύνταξη του συμπαγούς λαϊκού κινήματος, αντί αποσπασματικών κινητοποιήσεων, λούμπεν, προβοκατόρικων συμπεριφορών της “σπασμένης βιτρίνας” και πρόσκαιρων δράσεων, τύπου αγανακτισμένων. Δεδομένης της ανεργίας, της επισφαλούς εργασίας, της “ύπνωσης” στον ακαδημαϊκό χώρο, της ενεργοποίησης του παρακράτους μέσα από τη Χρυσή Αυγή, της προπαγάνδας από τα ΜΜΕ και της τρομοκρατίας, η ανασύνταξη του λαϊκού κινήματος δε θα είναι εύκολη υπόθεση. Σημαντική επίδραση θα έχει και το γεγονός της ύπαρξης ή μη πολιτικού φορέα που θα δώσει “καλυψη” και κυβερνητική προοπτική σε ένα τέτοιο κίνημα.
Το λαϊκό κίνημα πρέπει να λάβει χαρακτήρα υπεράσπισης του δημοσίου χώρου και δημοσίου πλούτου, της δημοκρατίας, αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης εκεί που έμπρακτα οι υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν τα μέσα παραγωγής, τουλάχιστον με τρόπο επωφελή για τον κόσμο της εργασίας, αλληλεγγύης και επιβίωσης. Άρα πρέπει να διακλαδώνεται σε κάθε μαζικό χώρο: χώρους δουλειάς, πανεπιστήμια, σχολεία, γειτονιές. Πρέπει να συνθέτει τις κινητοποιήσεις, να έχει διάρκεια, ευελιξία, φαντασία και μαχητικότητα στις δράσεις του. Να διαθέτει ουσιαστικές πολιτικές ικανότητες, ώστε αντιπολιτευόμενο μια στρατηγική να χτίζει και να περιγράφει έμπρακτα την εναλλακτική στρατηγική, μέσω της αυτοδιαχείρισης και του συνεταιρισμού παραγωγικών δυνάμεων. Να φέρει μαζί κοινωνικά στρώματα και ομάδες που μέχρι σήμερα παραμένουν αποστασιοποιημένες: εργαζομένους, ανέργους, φοιτητές, μαθητές, συνταξιούχους, αυτοδιοίκηση, διανοουμένους αλλά και ελευθεροεπαγγελματίες, αγρότες, μικρούςκ αι μεσαίους επιχειρηματίες που προλεταριοποιούνται κλπ. Να συγκρουστεί με τις δυνάμεις της εκτροπής και του εκφασισμού με όρους διανοητικούς και κινηματικούς, ώστε να τις περιορίσει και να τις εξαφανίσει. Να καταδείξει ότι η υπεράσπιση του δημοσίου πλούτου, του ελέγχου των στρατηγικής σημασίας τομέων της εθνικής οικονομίας από το δημόσιο τομέα δεν αποτελεί αίτημα μόνο συνικαλιστικών οργανώσεων αλλά λαϊκή διεκδίκηση, προκειμένου να υφίστανται εργαλεία αναπτυξιακών πολιτικών για την παραγωγική ανασυγκρότηση. Εδώ μάλιστα θα δοθεί η μάχη της “απενεχοποίησης” του συνδικαλιστικού αγώνα. Να μπορέσει να χτυπηθεί έμπρακτα με την τρομοκρατία της ανεργίας και της αυθαιρεσίας, υπερβαίνοντας τις αγκυλώσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, με την παρουσία του σε κάθε χώρο δουλειάς, ακόμα στη συντριπτική πλειοψηφία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Άλλοτε μαζί με μικροϊδιοκτήτες- εργοδότες που όντως αγωνίζονται να κρατήσουν ζωντανές τις επιχειρήσεις τους και άλλοτε, εκεί που χρειάζεται μαχητικά απέναντί τους. Να ενισχύσει νέες καταναλωτικές συμπεριφορές και πρότυπα, με συνειδητοποίηση της ανάγκης να στηριχθεί η ελληνική παραγωγή. Να ζωντανέψει το φοιτητικό, μαθητικό και εν γένει νεολαιίστικο κίνημα, να συμπεριλάβει τους ανέργους και τους συνταξιούχους, δυο κατηγορίες παραγκωνισμένες μέχρι σήμερα ως προς την έκφρασή τους. Να παράξει νέα ρεύματα τέχνης και πολιτισμού. Να συνδεθεί με τα προοδευτικά κινήματα στη Μ. Αναντολή, στην Ευρώπη και διεθνώς, θέτοντας τα κοινά προτάγματα, όπως και τον ελληνικό λαό στην προμετωπίδα των διεργασιών για αλλαγή πορείας διεθνώς.
Να δώσει τη μάχη της αλληλεγγύης και της επιβίωσης για όλους. Να πείσει με τη δράση του σε κοινωνικό και όχι φιλανθρωπικό επίπεδο ότι ο προγραμματικός λόγος για προοδευτική στρατηγική εξόδου από την κρίση, για δημοκρατία, ανασυγκρότηση, δικαιοσύνη και σοσιαλισμό μετουσιώνεται σε αλληλεγγύη και έμπρακτη στήριξη, στο βαθμό του εφικτού φυσικά, όπως ακριβώς το ΕΑΜ κέρδισε όχι μόνο τη μάχη του βουνού αλλά έδωσε τα διαπιστευτήριά του και με τις προσπάθειες επιβίωσης στις πόλεις. Αυτή η εκστρατεία θα περάσει από ευρύτατες σε φαντασία και διακλάδωση τοπικές, περιφερειακές και εθνικού επιπέδου πρωτοβουλίες.
“Πάνω” σε μια τέτοιου είδους κινηματική διαδικασία πρέπει να χτιστεί η προγραμματική αντιπολίτευση, με πυλώνες τη διατύπωση ηγεμονικού λόγου και στέρεας αντίθεσης στον κυβερνητικό λόγο. Η προγραμματική αντιπολίτευση πρέπει κυρίως να πετύχει ηγεμονική στοχοθεσία. Δε θα είναι εύκολο με δεδομένη τη στάση των ΜΜΕ και τη λογική πρωτοβουλία κινήσεων που αναλαμβάνει η κάθε κυβέρνηση, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου. Πρέπει η αντιπολίτευση να επιλέξει εκείνα τα ζητήματα αιχμής, που θα τη θέσουν “επικεφαλής” του δημοσίου διαλόγου, δίδοντας έμφαση όχι μόνο στην κριτική επί της κυβερνητικής πολιτικής αλλά και στους βασικούς άξονες πολιτικής που απαιτούνται για την έξοδο από την κρίση. Παράλληλα πρέπει να δομήσει την αντίθεσή της, δηλαδή την αξιόπιστη αποδόμηση των συντηρητικών θέσεων της κυβέρνησης.
Η αντιπολίτευση όμως πρέπει επιπρόσθετα να ορίσει και να περιγράψει το νέο στρατηγικό στόχο, για τη μετά την κρίση Ελλάδα. Έτσι θα καταφέρει να διεγείρει και να κινητοποιήσει κρίσιμα κοινωνικά στρώματα που θέλουν να δουν μια πολιτική δύναμη να καταφέρνει να “κοιτάξει” πέρα από τη σημερινή κατάσταση, να την περιγράψει και να πείσει ότι μπορεί να την υλοποιήσει. Θα καταφέρει να υπερβεί τις απόπειρες πόλωσης και να ενώσει.
Μια τέτοια αντιπολίτευση θα πρέπει να επιλέξειν με ποιο όχημα θα δράσει. Πρέπει να αντιληφθούμε την ποιοτική διαφορά μεταξύ δικομματισμού, που ανήκει στην προηγούμενη ιστορική φάση και διπολισμού που χαρακτηρίζει τη σημερινή: το γεγονός ότι το μπλοκ δυνάμεων του κατεστημένου δομείται με πυρήνα ένα κόμμα, που μάλιστα δεν είναι σταθερό- ΝΔ σήμερα- και με συμμαχίες γύρω από αυτό καταδεικνύει πώς θα δομηθεί και ο άλλος πόλος, του λαϊκού, προοδευτικού μπλοκ δυνάμεων. Ο πυρήνας θα είναι το πιο ισχυρό κόμμα- σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ- χωρίς φυσικά η ισχύς του όποιου τέτοιου κόμματος να βρίσκεται έξω από τις προκλήσεις που θέτει μια δύσκολη μεταβατική περίοδος. Θα απαιτηθούν όμως ευρύτερες συμμαχίες και συνθέσεις. Πρέπει κατά συνέπεια να δομηθεί ένα μπλοκ δυνάμεων τόσο για την άσκηση των αντιπολιτευτικών καθηκόντων, όσο και την εκπόνηση και υλοποίηση του εναλλακτικού κυβερνητικού προγράμματος. Ένα μέτωπο αλληλεγγύης, δημοκρατίας, δικαιοσύνης και ανασυγκρότησης της χώρας είναι απαραίτητο να συντεθεί, ως χώρος εντός του οποίου θα έλθει με ομαλό και δημιουργικό τρόπο, από κάτω προς τα πάνω, η πρόσμιξη ρευμάτων που μέχρι σήμερα βρίσκονται σε σαφή απόσταση.
Τα παραπάνω δεν μπορεί παρά να είναι ενδεικτικά: η ίδια η πορεία των πραγμάτων θα θέσει καθήκοντα σε κάθε πλευρά. Ωστόσο πρέπει οι δυνάμεις που φιλοδοξούν να εκφράσουν τον εναλλακτικό, πραγματικό δρόμο εξόδου από την κρίση υπέρ του λαού να σκεφθούν και να δράσουν άμεσα, με ακρίβεια. Όσοι νομίζουν άλλωστε ότι έχουν μπροστά τους ένα μακρύ, “ελληνικό” καλοκαίρι κάνουν λάθος. Οι εξελίξεις θα είναι πιο γρήγορες από όσο φαντάζονται. Τώρα και στο πεδίο θα δώσουν η αριστερά και ο προοδευτικός κόσμος τα διαπιστευτήρια της επάρκειάς τους.
harta
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου