Της Βίκυς Καραφουλίδου
τεχνοκρατικής νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης.
Αυτός ο «λαός του δικομματισμού» και των παραφυάδων του εμφανίζεται κλειστός, φοβικός και πειθήνιος. Ελκύεται προνομιακά από την ατζέντα της ασφάλειας και δημιουργείται στο όνομα της οικονομικής σταθερότητας, στον αντίποδα μιας «απελπισμένης» βουτιάς στο «άγνωστο». Οι προσδοκίες που του χάριζε το πελατειακό κράτος έχουν εκλείψει, ενώ στη θέση τους μπαίνει γυμνός ο τρόμος για το ανοίκειο. Σε αυτόν τον λαό δεν υπάρχει καμία ελπίδα, κανένα αιτούμενο πέρα από τη μη χειροτέρευση της ήδη ρημαγμένης ζωής του. Δεκτικός στον αντιδραστικό λόγο, ανέχεται τον αυταρχισμό, εξοβελίζει το διαφορετικό και υποδέχεται άκριτα τον νέο εθνικό διχασμό.
Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ριζοσπαστική Αριστερά απευθύνονται σε έναν άλλο «λαό». Έναν «λαό» που ορίζει εκ νέου την πολιτική και τη δημοκρατία, που επιθυμεί να πλάσει ξανά τον κόσμο, αμφισβητώντας τόσο το νεοφιλελεύθερο δόγμα της κυριαρχίας των αγορών όσο και τις παλαιότερες, ιδιοτελείς, σαθρές και νοσηρές πολιτικές πρακτικές. Εδώ έχουμε περισσότερο να κάνουμε με το ιδεώδες ενός «λαού» που ανοίγει τον δρόμο για τον ποιοτικό, αξιακό και πολιτισμικό, μετασχηματισμό του ήδη υπαρκτού.
Απέναντι στα δύο αυτά, ανταγωνιστικά και αλληλοαποκλειόμενα, πρόσωπα του «λαού» στέκεται σήμερα η λεηλατημένη από την κρίση ελληνική κοινωνία και κυρίως τα διαλυμένα μεσοαστικά και μικροαστικά στρώματα που στήριξαν μέχρι χθες τη μεταπολιτευτική δημοκρατία μας∙ ένας κόσμος ηττημένος, καχύποπτος, ανασφαλής, διχασμένος ανάμεσα στο είδωλο του παρελθόντος του και την εικόνα ενός ανοικτού μέλλοντος που θα μπορούσε να είναι δικό του. Προσέρχεται στην πολιτική σύγκρουση Δεξιάς και Αριστεράς με κυνικό ρεαλισμό, χωρίς μεγάλα οράματα, αγωνιώντας για την υλική και κοινωνική του επιβίωση. Μετεωρίζεται, κλυδωνίζεται άγρια ανάμεσα στις μαθημένες έξεις και στάσεις αφενός και στη βαθιά, εσωτερική ανάγκη για μια νέα εκκίνηση αφετέρου. Με άλλα λόγια έχουμε μπροστά μας μια κοινωνία που, αγγίζοντας τα υλικά και ιδεολογικά όριά της, βρίσκεται ανοικτή με το δύσκολο, το οδυνηρό ενδεχόμενο της ίδιας της υπέρβασής της.
Το διακύβευμα είναι τεράστιο και τους ειδικούς του όρους ας τους έχουν κατά νου όσοι προσεγγίζουν τη ριζοσπαστική Αριστερά μέσα από σχήματα λαϊκισμών του παρελθόντος ή επικαλούνται τη θεωρία των «δύο άκρων». Το διακύβευμα είναι τεράστιο και προφανώς κανένας δεν θα μας το χαρίσει. Ξέρουμε, το βλέπουμε καθημερινά, πως η κοινωνία θα εκβιαστεί, ανοικτά, αισχρά, χωρίς προσχήματα, τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό. Από αυτόν τον αγώνα όμως ας κρατήσουμε δύο μόνο σημεία.
Πρώτον, το ποσοστό που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε ήδη αυτόν, τον «δικό μας λαό», στο προσκήνιο βάζοντάς τον δυναμικά από τις πλατείες και τα κινήματα μέσα στην επίσημη πολιτική ατζέντα. Ως εκ τούτου, από εδώ και στο εξής, όλοι θα χρειαστεί να πορευτούν λαμβάνοντάς τον πλέον υπόψη. Υπάρχει ως φόβητρο, υπάρχει στον βαθμό που δεν μπορεί από κανέναν πια να αγνοηθεί.
Δεύτερον, αυτή η πρώτη μεγάλη νίκη είναι ακόμη ημιτελής. Οι άνθρωποι που μας στήριξαν δεν είναι εξοικειωμένοι με τη γλώσσα και τις αξίες της Αριστεράς. Ο «λαός» μας δεν έχει ακόμη συντελεστεί, δεν έχει ακόμη λάβει σάρκα και οστά. Και αυτό ακριβώς συνιστά το πιο κρίσιμο, το πιο μεγάλο στοίχημα. Το στοίχημα με το οποίο η Αριστερά θα κληθεί να αναμετρηθεί στο άμεσο μέλλον, πέρα από το αν αναλάβει τελικά κυβερνητικές ευθύνες ή όχι.
rednotebook
Μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ σηματοδότησε την ανασύνταξη του πολιτικού σκηνικού προς έναν καινούργιο άξονα: εκείνον που χαρακτηρίζεται από τη βαθιά, φαινομενικά πιο ξεκάθαρη, τομή Δεξιάς και Αριστεράς. Ωστόσο θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως πίσω από τη συγκεκριμένη σχηματοποίηση του πολιτικού τοπίου υπολανθάνει μια δεύτερη, λιγότερο ορατή διχοτομία, που ποτέ δεν αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο επίπεδο της δημόσιας ρητορικής. Πρόκειται για δύο, διακριτές και συγκρουόμενες, αντιλήψεις για την έννοια του «κυρίαρχου λαού».
Για όλα τα κόμματα που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ουσιαστικά επιχειρούν τη διάσωση του σημερινού οικονομικού και πολιτικού συστήματος, ο «λαός» που καλείται να ψηφίσει στις επερχόμενες εκλογές είναι -εξακολουθεί να είναι- εκείνος που υπήρξε τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια. Καλείται να παρέχει νομιμοποίηση εντός μίας και μόνο «δημοκρατικής» στιγμής. Για να αποσυρθεί και πάλι, εκχωρώντας την κυριαρχική του εξουσία στους ειδικούς της
Για όλα τα κόμματα που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ουσιαστικά επιχειρούν τη διάσωση του σημερινού οικονομικού και πολιτικού συστήματος, ο «λαός» που καλείται να ψηφίσει στις επερχόμενες εκλογές είναι -εξακολουθεί να είναι- εκείνος που υπήρξε τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια. Καλείται να παρέχει νομιμοποίηση εντός μίας και μόνο «δημοκρατικής» στιγμής. Για να αποσυρθεί και πάλι, εκχωρώντας την κυριαρχική του εξουσία στους ειδικούς της
τεχνοκρατικής νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης.
Αυτός ο «λαός του δικομματισμού» και των παραφυάδων του εμφανίζεται κλειστός, φοβικός και πειθήνιος. Ελκύεται προνομιακά από την ατζέντα της ασφάλειας και δημιουργείται στο όνομα της οικονομικής σταθερότητας, στον αντίποδα μιας «απελπισμένης» βουτιάς στο «άγνωστο». Οι προσδοκίες που του χάριζε το πελατειακό κράτος έχουν εκλείψει, ενώ στη θέση τους μπαίνει γυμνός ο τρόμος για το ανοίκειο. Σε αυτόν τον λαό δεν υπάρχει καμία ελπίδα, κανένα αιτούμενο πέρα από τη μη χειροτέρευση της ήδη ρημαγμένης ζωής του. Δεκτικός στον αντιδραστικό λόγο, ανέχεται τον αυταρχισμό, εξοβελίζει το διαφορετικό και υποδέχεται άκριτα τον νέο εθνικό διχασμό.
Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ριζοσπαστική Αριστερά απευθύνονται σε έναν άλλο «λαό». Έναν «λαό» που ορίζει εκ νέου την πολιτική και τη δημοκρατία, που επιθυμεί να πλάσει ξανά τον κόσμο, αμφισβητώντας τόσο το νεοφιλελεύθερο δόγμα της κυριαρχίας των αγορών όσο και τις παλαιότερες, ιδιοτελείς, σαθρές και νοσηρές πολιτικές πρακτικές. Εδώ έχουμε περισσότερο να κάνουμε με το ιδεώδες ενός «λαού» που ανοίγει τον δρόμο για τον ποιοτικό, αξιακό και πολιτισμικό, μετασχηματισμό του ήδη υπαρκτού.
Απέναντι στα δύο αυτά, ανταγωνιστικά και αλληλοαποκλειόμενα, πρόσωπα του «λαού» στέκεται σήμερα η λεηλατημένη από την κρίση ελληνική κοινωνία και κυρίως τα διαλυμένα μεσοαστικά και μικροαστικά στρώματα που στήριξαν μέχρι χθες τη μεταπολιτευτική δημοκρατία μας∙ ένας κόσμος ηττημένος, καχύποπτος, ανασφαλής, διχασμένος ανάμεσα στο είδωλο του παρελθόντος του και την εικόνα ενός ανοικτού μέλλοντος που θα μπορούσε να είναι δικό του. Προσέρχεται στην πολιτική σύγκρουση Δεξιάς και Αριστεράς με κυνικό ρεαλισμό, χωρίς μεγάλα οράματα, αγωνιώντας για την υλική και κοινωνική του επιβίωση. Μετεωρίζεται, κλυδωνίζεται άγρια ανάμεσα στις μαθημένες έξεις και στάσεις αφενός και στη βαθιά, εσωτερική ανάγκη για μια νέα εκκίνηση αφετέρου. Με άλλα λόγια έχουμε μπροστά μας μια κοινωνία που, αγγίζοντας τα υλικά και ιδεολογικά όριά της, βρίσκεται ανοικτή με το δύσκολο, το οδυνηρό ενδεχόμενο της ίδιας της υπέρβασής της.
Το διακύβευμα είναι τεράστιο και τους ειδικούς του όρους ας τους έχουν κατά νου όσοι προσεγγίζουν τη ριζοσπαστική Αριστερά μέσα από σχήματα λαϊκισμών του παρελθόντος ή επικαλούνται τη θεωρία των «δύο άκρων». Το διακύβευμα είναι τεράστιο και προφανώς κανένας δεν θα μας το χαρίσει. Ξέρουμε, το βλέπουμε καθημερινά, πως η κοινωνία θα εκβιαστεί, ανοικτά, αισχρά, χωρίς προσχήματα, τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό. Από αυτόν τον αγώνα όμως ας κρατήσουμε δύο μόνο σημεία.
Πρώτον, το ποσοστό που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε ήδη αυτόν, τον «δικό μας λαό», στο προσκήνιο βάζοντάς τον δυναμικά από τις πλατείες και τα κινήματα μέσα στην επίσημη πολιτική ατζέντα. Ως εκ τούτου, από εδώ και στο εξής, όλοι θα χρειαστεί να πορευτούν λαμβάνοντάς τον πλέον υπόψη. Υπάρχει ως φόβητρο, υπάρχει στον βαθμό που δεν μπορεί από κανέναν πια να αγνοηθεί.
Δεύτερον, αυτή η πρώτη μεγάλη νίκη είναι ακόμη ημιτελής. Οι άνθρωποι που μας στήριξαν δεν είναι εξοικειωμένοι με τη γλώσσα και τις αξίες της Αριστεράς. Ο «λαός» μας δεν έχει ακόμη συντελεστεί, δεν έχει ακόμη λάβει σάρκα και οστά. Και αυτό ακριβώς συνιστά το πιο κρίσιμο, το πιο μεγάλο στοίχημα. Το στοίχημα με το οποίο η Αριστερά θα κληθεί να αναμετρηθεί στο άμεσο μέλλον, πέρα από το αν αναλάβει τελικά κυβερνητικές ευθύνες ή όχι.
rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου