Του Πέτρου Σταύρου
Το ερώτημα αυτό έχει τεθεί από το αστικό μπλοκ, τα ΜΜΕ και τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών, όχι για να καθορίσει τις στρατηγικές εξόδου από την κρίση αλλά για να εκβιάσει τον σχηματισμό μιας οικουμενικής κυβέρνησης με χαρακτηριστικά κανονικής κυβέρνησης, χωρίς δυναμική αντιπολίτευση, η οποία υποτίθεται ότι θα επανεξετάσει κάποιους όρους των δανειακών συμβάσεων. Η κυβέρνηση αυτή θα είναι μια κυβέρνηση σαν την κυβέρνηση Παπαδήμου, χωρίς όμως να έχει ειδικούς σκοπούς να επιτελέσει. Θα επιχειρήσουν να διαρκέσει σχεδόν όσο διαρκεί μια κανονική κυβέρνηση. Είναι δηλαδή ένα σχέδιο, κυριολεκτικά στο πόδι, για την ομαλή συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών με ορίζοντα, τουλάχιστον, τη διετία. Για να αποτρέψει η αριστερά τον σχηματισμό μιας αστικής κυβέρνησης τέτοιου τύπου, χωρίς αντιπολίτευση ή με ενσωματωμένη την αντιπολίτευση, θα πρέπει να απαντήσει κατηγορηματικά ότι θα καταγγείλει τις δανειακές συμβάσεις.
Επειδή όμως η αριστερά δεν πρέπει να επιδιώκει μόνο μια αριστερή κυβέρνηση αλλά και την επαναφορά της λαϊκής εξουσίας, θα πρέπει, σε άλλο επίπεδο, και με συνομιλητή τους εργαζόμενους
και τα κινήματα να απαντήσει το παραπάνω δίλημμα με πιο ουσιαστικό τρόπο. Το 2ο μνημόνιο εδράζεται σε τρεις άξονες: Τον άξονα της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, τον άξονα της δημοσιονομικής προσαρμογής και της αποπληρωμής του χρέους, και τον άξονα της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
και τα κινήματα να απαντήσει το παραπάνω δίλημμα με πιο ουσιαστικό τρόπο. Το 2ο μνημόνιο εδράζεται σε τρεις άξονες: Τον άξονα της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, τον άξονα της δημοσιονομικής προσαρμογής και της αποπληρωμής του χρέους, και τον άξονα της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Ο πρώτος άξονας, αυτός της εσωτερικής υποτίμησης, μέσω της πτώσης μισθών και τιμών επιδιώκει την αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Οι τιμές όμως δεν πέφτουν με τον ρυθμό που πέφτουν οι μισθοί. Την πτώση των μισθών ακολουθεί μια πτώση της παραγωγικότητας, η οποία δημιουργεί την ανάγκη για περαιτέρω πτώση των μισθών. Πού θα ισορροπήσει αυτό το σπιράλ ύφεσης; Δεν γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε όμως πως θα κρατήσει χρόνια, δημιουργώντας στρατιές ανέργων και πάμφτωχων εργαζόμενων και καταστρέφοντας παραγωγικό δυναμικό και εργασιακή δύναμη με δεξιότητες. Αν επιφέρει όμως τόσες καταστροφές μια τέτοια πολιτική, γιατί ακολουθείται; Δεν ενδιαφέρονται οι επιχειρηματίες καπιταλιστές για την πτώση της ζήτησης; Όχι, γιατί οι καπιταλιστές ενδιαφέρονται για την υπεραξία και όχι για τη ζήτηση. Και μάλιστα οι καπιταλιστές δεν ενδιαφέρονται ούτε για την ανταγωνιστικότητα, αφού πρωτίστως ενδιαφέρονται για την υπεραξία. Μπορούμε να φέρουμε πολλά παραδείγματα οικονομιών που ενώ έχουν χαμηλή εσωτερική ζήτηση και ανταγωνιστικότητα, έχουν, ταυτόχρονα, υψηλό βαθμό εκμετάλλευσης (μεγάλα ποσοστά κερδών) κι αυτό αρκεί για να λειτουργεί ο καπιταλισμός τους με σχετική ευρυθμία ή ακόμα και με αξιοθαύμαστο δυναμισμό, ενώ η κοινωνία τους υποφέρει.
Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης δεν είναι αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης, αλλά ανατρέπεται πολιτικά. Μια κυβέρνηση της αριστεράς που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία, θα πρέπει να καταργήσει όλες τις ρυθμίσεις των μνημονιακών συμβάσεων που στοχεύουν σε τέτοιου είδους πολιτικές και μάλιστα μονομερώς, δηλαδή, χωρίς διαπραγμάτευση. Αντίθετα, αν μια κυβέρνηση επιχειρήσει να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους άσκησης μιας τέτοιας πολιτικής, θα ενσωματωθεί αργά ή γρήγορα στους ρυθμούς άσκησης της. Δεν υπάρχει σταδιακή απαγκίστρωση από μια τέτοια πολιτική.
Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης δεν είναι αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης, αλλά ανατρέπεται πολιτικά. Μια κυβέρνηση της αριστεράς που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία, θα πρέπει να καταργήσει όλες τις ρυθμίσεις των μνημονιακών συμβάσεων που στοχεύουν σε τέτοιου είδους πολιτικές και μάλιστα μονομερώς, δηλαδή, χωρίς διαπραγμάτευση. Αντίθετα, αν μια κυβέρνηση επιχειρήσει να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους άσκησης μιας τέτοιας πολιτικής, θα ενσωματωθεί αργά ή γρήγορα στους ρυθμούς άσκησης της. Δεν υπάρχει σταδιακή απαγκίστρωση από μια τέτοια πολιτική.
Ο δεύτερος άξονας της μνημονιακής πολιτικής είναι αυτός που επιχειρεί να ρυθμίσει τις δημοσιονομικές πολιτικές έτσι ώστε να επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα στον κρατικό προϋπολογισμό, τα οποία, μαζί με τις ιδιωτικοποιήσεις (ύψους 50 δις) και το PSΙ, θα μπορέσουν να αποπληρώσουν το χρέος, από το 2020 και μετά. Όμως το PSI δεν αρκεί, τα 50 δις ιδιωτικοποιήσεων δεν προεσεγγίζονται, κι ο πρώτος άξονας της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης αντιστρατεύεται τα πρωτογενή πλεονάσματα, αφού συρρικνώνει δραματικά τη φορολογική βάση της οικονομίας. Αντί των αυξημένων εσόδων, θα χρειαστεί μια δραματική μείωση των κρατικών δαπανών σε επίπεδα υποσαχάριας Αφρικής δηλαδή μια περαιτέρω ύφεση που θα δημιουργήσει την ανάγκη για τρίτο μνημόνιο, αργά ή γρήγορα. Εδώ μια αριστερή πολιτική θα πρέπει, αφού αρνηθεί τις ιδιωτικοποιήσεις, να προχωρήσει σε μια αναστολή των πληρωμών των τόκων που ισοδυναμεί με την άρνηση να λάβει 30 δις από τη νέα δανειακή σύμβαση (τόσα προβλέπονται περίπου για την αναχρηματοδότηση των τόκων). Μια τέτοια πολιτική δεν θα βγάλει την χώρα από το ευρώ, δεν υπάρχει άλλωστε τρόπος να βγει μια χώρα από την ευρωζώνη αν δεν το θέλει ή ίδια και ούτε υπάρχει σχέδιο Β, από την πλευρά των κυρίαρχων δυνάμεων, για μια ευρωζώνη χωρίς την Ελλάδα. Εκείνο που θα συμβεί, μάλλον, είναι η παύση της χρηματοδότησης που προβλέπουν οι δανειακές συμβάσεις. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα εξαναγκάσει σε πολιτικές ισοσκέλισης του προϋπολογισμού και σε ριζοσπαστικό αναπροσανατολισμό του φορολογικού συστήματος προς την φορολόγηση του πλούτου. Επειδή όμως η υπόθεση της αποπληρωμής του χρέους και η διάρκεια της αναστολής πληρωμών είναι κάτι που απαιτεί την αλλαγή ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, κι επειδή κάτι τέτοιο θα έχει επίδραση (θετική) σε όλα τα κράτη της ευρωζώνης, καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορεί να γίνει χωρίς πολυμερείς και σκληρές διαπραγματεύσεις από μια αριστερή κυβέρνηση με λαϊκή εξουσία. Δεν φοβόμαστε τις λέξεις. Μιλάμε για σκληρές διαπραγματεύσεις.
Και φτάνουμε στον τρίτο άξονα της μνημονιακής πολιτικής που είναι η σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πριν όμως περιγράψουμε την μνημονιακή πολιτική, ας δούμε σύντομα κάτι άλλο. Το χρήμα ρέει, οι καταθέσεις φεύγουν (Bank Run) από οικονομίες σε βαθειά ύφεση προς οικονομίες με δυναμισμό και σιγουριά. Αυτό δημιουργεί την ανάγκη κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού των εμπορικών τραπεζών των οικονομιών σε ύφεση από μια πολιτική περιορισμένης ποσοτικής χαλάρωσης (δηλαδή κοπής χρήματος) από την εθνική κεντρική τράπεζα της χώρας σε ύφεση. Λόγω όμως των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης, οι ελληνικές τράπεζες δεν αντιμετωπίζουν μόνο χρηματοδοτικά κενά αλλά και επισφαλή δάνεια. Εδώ παρεμβαίνει η νέα δανειακή σύμβαση και λέει πως θα ανακεφαλαιώσει τις ελληνικές εμπορικές τράπεζες με 50 δις και, με το τέχνασμα των κοινών μετοχών, χωρίς ψήφο. Οι εργαζόμενοι θα επιφορτιστούν επιπρόσθετο χρέος 50 δις για να καλυφτούν οι κεφαλαιακές ανάγκες των εμπορικών τραπεζών, που όλα τα προηγούμενα χρόνια μόχλευαν φτηνά χρήματα από την ΕΚΤ σε «επενδύσεις» χρηματοπιστωτικών τίτλων.
Η Ε.Ε. χρησιμοποιεί δύο μηχανισμούς «μπαζώματος» των ελληνικών τραπεζικών ιδρυμάτων με χρήμα που αποθεματοποιείται και δεν φτάνει στην οικονομία. Έναν αυτοδύναμο μηχανισμό της ΕΚΤ ποσοτικής χαλάρωσης με την χρησιμοποίηση των εθνικών κεντρικών τραπεζών, κι έναν μνημονιακό μηχανισμό ανακεφαλαίωσης με νέα χρέη. Από μόνος του ο μηχανισμός ποσοτικής χαλάρωσης, δηλαδή η βραχυπρόθεσμη εξάρτιση των εμπορικών τραπεζών από την κεντρική τους τράπεζα για την κάλυψη των χρηματοδοτικών τους κενών, αρκεί για να τους επιβληθεί δημόσιος έλεγχος. Πόσο μάλλον η άρνηση να φορτωθεί ο κρατικός προϋπολογισμός ένα χρέος της τάξεως των 50 δις, τη στιγμή που με υποπολλαπλάσιους πόρους μπορεί να τις κρατικοποιήσει (χαμηλή χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών).
Όμως, η κρατικοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν είναι ανάγκη να είναι συνολική. Δεν υπάρχει άριστο μέγεθος κρατικοποίησης γνωστό εκ των προτέρων. Εκείνο που πρέπει να εξευρεθεί είναι το μέγεθος, η μορφή και κυρίως η ποιότητα ενός δημόσιου τραπεζικού τομέα ικανού να βοηθήσει στην άσκηση των πολιτικών εξόδου από την κρίση προς όφελος των εργαζομένων, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος. Μια τέτοια «ευρετική» διαδικασία είναι πέραν της καταγγελίας και της επαναδιαπραγμάτευσης των δανειακών συμβάσεων και απαιτεί πολιτικές μιας αυτοδύναμης κοινωνίας που αρχίζει να σχεδιάζει το μέλλον της.
Και φτάνουμε στον τρίτο άξονα της μνημονιακής πολιτικής που είναι η σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πριν όμως περιγράψουμε την μνημονιακή πολιτική, ας δούμε σύντομα κάτι άλλο. Το χρήμα ρέει, οι καταθέσεις φεύγουν (Bank Run) από οικονομίες σε βαθειά ύφεση προς οικονομίες με δυναμισμό και σιγουριά. Αυτό δημιουργεί την ανάγκη κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού των εμπορικών τραπεζών των οικονομιών σε ύφεση από μια πολιτική περιορισμένης ποσοτικής χαλάρωσης (δηλαδή κοπής χρήματος) από την εθνική κεντρική τράπεζα της χώρας σε ύφεση. Λόγω όμως των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης, οι ελληνικές τράπεζες δεν αντιμετωπίζουν μόνο χρηματοδοτικά κενά αλλά και επισφαλή δάνεια. Εδώ παρεμβαίνει η νέα δανειακή σύμβαση και λέει πως θα ανακεφαλαιώσει τις ελληνικές εμπορικές τράπεζες με 50 δις και, με το τέχνασμα των κοινών μετοχών, χωρίς ψήφο. Οι εργαζόμενοι θα επιφορτιστούν επιπρόσθετο χρέος 50 δις για να καλυφτούν οι κεφαλαιακές ανάγκες των εμπορικών τραπεζών, που όλα τα προηγούμενα χρόνια μόχλευαν φτηνά χρήματα από την ΕΚΤ σε «επενδύσεις» χρηματοπιστωτικών τίτλων.
Η Ε.Ε. χρησιμοποιεί δύο μηχανισμούς «μπαζώματος» των ελληνικών τραπεζικών ιδρυμάτων με χρήμα που αποθεματοποιείται και δεν φτάνει στην οικονομία. Έναν αυτοδύναμο μηχανισμό της ΕΚΤ ποσοτικής χαλάρωσης με την χρησιμοποίηση των εθνικών κεντρικών τραπεζών, κι έναν μνημονιακό μηχανισμό ανακεφαλαίωσης με νέα χρέη. Από μόνος του ο μηχανισμός ποσοτικής χαλάρωσης, δηλαδή η βραχυπρόθεσμη εξάρτιση των εμπορικών τραπεζών από την κεντρική τους τράπεζα για την κάλυψη των χρηματοδοτικών τους κενών, αρκεί για να τους επιβληθεί δημόσιος έλεγχος. Πόσο μάλλον η άρνηση να φορτωθεί ο κρατικός προϋπολογισμός ένα χρέος της τάξεως των 50 δις, τη στιγμή που με υποπολλαπλάσιους πόρους μπορεί να τις κρατικοποιήσει (χαμηλή χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών).
Όμως, η κρατικοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν είναι ανάγκη να είναι συνολική. Δεν υπάρχει άριστο μέγεθος κρατικοποίησης γνωστό εκ των προτέρων. Εκείνο που πρέπει να εξευρεθεί είναι το μέγεθος, η μορφή και κυρίως η ποιότητα ενός δημόσιου τραπεζικού τομέα ικανού να βοηθήσει στην άσκηση των πολιτικών εξόδου από την κρίση προς όφελος των εργαζομένων, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος. Μια τέτοια «ευρετική» διαδικασία είναι πέραν της καταγγελίας και της επαναδιαπραγμάτευσης των δανειακών συμβάσεων και απαιτεί πολιτικές μιας αυτοδύναμης κοινωνίας που αρχίζει να σχεδιάζει το μέλλον της.
rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου