Του Αριστείδη Μπαλτά
Μια πυκνή πολιτική περίοδος αποκαλύπτει στην κοινή θέα το πραγματικό περιεχόμενο θέσεων και αποφάνσεων. Πρόκειται για περιεχόμενο που προηγουμένως οι πολλοί έτειναν να στη σφαίρα του αυτονόητου, για περιεχόμενο που αφηνόταν έτσι στη σοβαρή ενασχόληση μόνο των ειδικών. Χαρακτηριστική τέτοια περίοδος υπήρξε εκείνη των διερευνητικών εντολών, ενώ το περιεχόμενο στο οποίο αναφέρομαι αφορά το στερεότυπο «κρίση του πολιτικού συστήματος».
Όπως όλοι ξέρουμε, δεν προκηρύχθηκαν εκλογές επειδή κατέρρευσε η κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή. Ούτε γιατί είχαν εξαντληθεί τα συνταγματικά περιθώρια που θα μπορούσε να επικαλεστεί τυπικά η τελευταία. Οι εκλογές έγιναν για λόγους καθαρά πολιτικούς: με την κατά το δυνατόν πιο ουδέτερη διατύπωση, η εξόφθαλμη αναντιστοιχία της λαϊκής βούλησης με τη κυβερνητική πολιτική διάβρωνε εκ των έσω την
κυβερνητική πλειοψηφία, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη τη συντεταγμένη διακυβέρνηση. Τόσο απλά.
Έγιναν λοιπόν οι εκλογές στις 6 Μαΐου, η λαϊκή βούληση εκφράστηκε όπως εκφράστηκε, και άρχισε η διελκυστίνδα των ερευνητικών εντολών. Και κυριολεκτικά από την πρώτη στιγμή ήρθε η πλήρης αποκάλυψη του τι πραγματικά σημαίνει στα καθ’ ημάς «κρίση του πολιτικού συστήματος». Όσα συνέβησαν είναι πολύ νωπά και μπορούν να συνοψιστούν εύκολα. Έτσι, αντί να ασχοληθούν καθ’ οποιονδήποτε τρόπο με τα απολύτως εντυπωσιακά, μολαταύτα, εκλογικά αποτελέσματα, τα δύο τέως μεγάλα κόμματα, τα εθνικής εμβελείας ΜΜΕ, οι περίοπτοι δημοσιογράφοι και οι καθεστωτικοί διανοούμενοι κάθε πολιτικής καταγωγής και κάθε επαγγέλματος αγνόησαν τα καταστατικώς προσδιορισμένα καθήκοντά τους και εξαπέλυσαν από κοινού, με άκρα σύμπνοια και πρωτοφανή στοχοπροσήλωση, έναν αμείλικτο πόλεμο ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ. Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, από σελίδα σε σελίδα και από εκπομπή σε εκομπή, όλοι σφυροκοπούσαν μια ιδέα που επεδίωκε να καλύψει τα πάντα: o ΣΥΡΙΖΑ (εξακολουθεί να) «φταίει για όλα». Ή, ακριβέστερα, αποδεικνύεται πλέον περίτρανα ότι όντως έφταιγε επί τόσο καιρό για όλα, αφού σήμερα, με την αλαζονεία του εξωπραγματικού ποσοστού του, κατάντησε να προτιμά, άκουσον-άκουσον, το να παραμείνει συνεπής στις προεκλογικές του δεσμεύσεις παρά το να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση, και μάλιστα ηγετικά, που θα προωθούσε την ακριβώς αντίθετη πολιτική από τη δική του! Φρικώδες και ανήκουστον. Ακραία κατάντια και ρεζιλίκι.
Αυτή καθεαυτή η ομόθυμη απαίτηση του να αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνητικές ευθύνες υπό τέτοιες συνθήκες, μαζί με την ποιότητα των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν, την ένταση των πιέσεων που ασκήθηκαν, το εύρος των δυνάμεων που επιστρατεύθηκαν και με συνάδουσα την παντελή αδιαφορία απέναντι σε όσα αποκάλυπτε ο αδίστακτος κυνισμός με τον οποίο η ίδια απαίτηση υπηρετήθηκε συγκροτούν ένα φαινόμενο ίσως μοναδικό στην ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης. Τις μέρες των διερευνητικών εντολών, ολόκληρος ο πολιτικός πολιτισμός της νεωτερικότητας, σύμφωνα με τον οποίο οι πολιτικές δυνάμεις εκφράζουν τη λαϊκή βούληση, συγκροτώντας, μετά από καθολική ψηφοφορία, την πλειοψηφία που κυβερνά και τη μειοψηφία που ελέγχει, καταργήθηκε ανενδοίαστα από όλους εκείνους που προωθούσαν τον πόλεμο ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπάρχει, ισχυρίζομαι, πληρέστερη απεικόνιση της καθ’ ημάς «κρίσης του πολιτικού συστήματος» από την κατάργηση ενός ολόκληρου πολιτικού πολιτισμού από τους ίδιους τους χρισμένους ταγούς του.
Μια φωτογραφία της αίθουσας του Κοινοβουλίου από τα πάνω, με χρωματισμένες διαφορετικά τις θέσεις των πολιτικών κομμάτων, δίνει την εικόνα μιας ορεκτικής τούρτας. Το σχεδόν 17% αυτής της τούρτας είναι το μερίδιο του ΣΥΡΙΖΑ. Μερίδιο σχετικά μικρό σε απόλυτους αριθμούς, αλλά σχετικά μεγάλο, αν είναι το μερίδιο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και μερίδιο που θα γινόταν σημαντικά μεγαλύτερο κατά την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας, αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεχόταν την εκεί συμμετοχή του. Γιατί; Η ιστορία των τελευταίων δεκαετιών απαντά απερίφραστα. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεχόταν να συμμετάσχει, και μάλιστα να ηγηθεί της κυβέρνησης, τότε θα είχε όλη την ευχέρεια να οικοδομήσει τα δικά του πελατειακά δίκτυα, να διαπλέξει τις δικές του σχέσεις με τους παγιωμένους θεσμούς, οικονομικούς, κρατικούς, παρακρατικούς, μηντιακούς, δικαστικούς και άλλους, να διαπραγματευθεί τους δικούς του όρους με τους εθνικούς εργολάβους, τα συγκροτήματα Τύπου και τους κρατικοδίατους κερδοσκόπους του κατ’ ευφημισμόν ιδιωτικού τομέα, όπως και να ορίσει τους δικούς του εξουσιοδοτημένους εισπράκτορες του μαύρου πολιτικού χρήματος. Οι επενδύσεις που θα έρθουν, αργά ή γρήγορα, υπόσχονται ότι η τούρτα θα είναι όχι μόνον εύγευστη αλλά και χορταστική.
Υπό αυτά τα δεδομένα, η άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να αποδεχθεί το δέλεαρ είναι όντως ανήκουστη. Αν μια νυν αξιωματική αντιπολίτευση και μια ενδεχόμενη μέλλουσα κυβέρνηση αρνείται να αντιμετωπίσει τις εκλογές ως θεατρικό δρώμενο που απλώς αφήνει τον «λαό» να εκτονώνει την οργή του, αλλά επιμένει να παραμένει υπόλογη σε εκείνους και εκείνες που την ψήφισαν, τότε η όλη λειτουργία του καθ’ ημάς πολιτικού συστήματος διαρρηγνύεται και αποκαλύπτεται πλήρως ως αυτή που είναι. Με άλλα λόγια, αν μια νυν αξιωματική αντιπολίτευση και μια ενδεχόμενη μέλλουσα κυβέρνηση αρνείται να γευθεί την τούρτα, τότε το πολιτικό σύστημα που οικοδομήθηκε υπομονετικά όλα αυτά τα χρόνια κινδυνεύει να καταρρεύσει σύσσωμο. Ο κίνδυνος είναι μάλιστα ακόμη μεγαλύτερος γιατί οι «εταίροι» μας ενδέχεται να καταλάβουν τότε με σαφήνεια το σε τι συνίσταται η περίφημη «ελληνική ιδιομορφία»: μάλλον σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία ή την Ισπανία, τα δύο κόμματα του άλλοτε δικομματισμού λένε «ναι» σε όλα και δεν διαπραγματεύονται απολύτως τίποτα, γιατί το μόνο που τα ενδιαφέρει είναι η διατήρησή της θέσης τους στο πολιτικό σύστημα, δηλαδή η νομή της τούρτας. Έστω και αν είναι υποχρεωμένοι, ελέω δημοκρατίας, να παραχωρήσουν μέρος της στον ΣΥΡΙΖΑ. Και αν οι «εταίροι» μας φτάσουν όντως να το καταλάβουν, τότε οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύουν να αποδειχθούν όχι μόνο κοινωνικά εκφραστικές, αλλά και άκρως ρεαλιστικές Και τούτο το τίμημα είναι πραγματικά αβάσταχτο: η τούρτα κινδυνεύει να μείνει αφάγωτη.
enthemata
Μια πυκνή πολιτική περίοδος αποκαλύπτει στην κοινή θέα το πραγματικό περιεχόμενο θέσεων και αποφάνσεων. Πρόκειται για περιεχόμενο που προηγουμένως οι πολλοί έτειναν να στη σφαίρα του αυτονόητου, για περιεχόμενο που αφηνόταν έτσι στη σοβαρή ενασχόληση μόνο των ειδικών. Χαρακτηριστική τέτοια περίοδος υπήρξε εκείνη των διερευνητικών εντολών, ενώ το περιεχόμενο στο οποίο αναφέρομαι αφορά το στερεότυπο «κρίση του πολιτικού συστήματος».
Όπως όλοι ξέρουμε, δεν προκηρύχθηκαν εκλογές επειδή κατέρρευσε η κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή. Ούτε γιατί είχαν εξαντληθεί τα συνταγματικά περιθώρια που θα μπορούσε να επικαλεστεί τυπικά η τελευταία. Οι εκλογές έγιναν για λόγους καθαρά πολιτικούς: με την κατά το δυνατόν πιο ουδέτερη διατύπωση, η εξόφθαλμη αναντιστοιχία της λαϊκής βούλησης με τη κυβερνητική πολιτική διάβρωνε εκ των έσω την
κυβερνητική πλειοψηφία, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη τη συντεταγμένη διακυβέρνηση. Τόσο απλά.
Έγιναν λοιπόν οι εκλογές στις 6 Μαΐου, η λαϊκή βούληση εκφράστηκε όπως εκφράστηκε, και άρχισε η διελκυστίνδα των ερευνητικών εντολών. Και κυριολεκτικά από την πρώτη στιγμή ήρθε η πλήρης αποκάλυψη του τι πραγματικά σημαίνει στα καθ’ ημάς «κρίση του πολιτικού συστήματος». Όσα συνέβησαν είναι πολύ νωπά και μπορούν να συνοψιστούν εύκολα. Έτσι, αντί να ασχοληθούν καθ’ οποιονδήποτε τρόπο με τα απολύτως εντυπωσιακά, μολαταύτα, εκλογικά αποτελέσματα, τα δύο τέως μεγάλα κόμματα, τα εθνικής εμβελείας ΜΜΕ, οι περίοπτοι δημοσιογράφοι και οι καθεστωτικοί διανοούμενοι κάθε πολιτικής καταγωγής και κάθε επαγγέλματος αγνόησαν τα καταστατικώς προσδιορισμένα καθήκοντά τους και εξαπέλυσαν από κοινού, με άκρα σύμπνοια και πρωτοφανή στοχοπροσήλωση, έναν αμείλικτο πόλεμο ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ. Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, από σελίδα σε σελίδα και από εκπομπή σε εκομπή, όλοι σφυροκοπούσαν μια ιδέα που επεδίωκε να καλύψει τα πάντα: o ΣΥΡΙΖΑ (εξακολουθεί να) «φταίει για όλα». Ή, ακριβέστερα, αποδεικνύεται πλέον περίτρανα ότι όντως έφταιγε επί τόσο καιρό για όλα, αφού σήμερα, με την αλαζονεία του εξωπραγματικού ποσοστού του, κατάντησε να προτιμά, άκουσον-άκουσον, το να παραμείνει συνεπής στις προεκλογικές του δεσμεύσεις παρά το να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση, και μάλιστα ηγετικά, που θα προωθούσε την ακριβώς αντίθετη πολιτική από τη δική του! Φρικώδες και ανήκουστον. Ακραία κατάντια και ρεζιλίκι.
Αυτή καθεαυτή η ομόθυμη απαίτηση του να αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνητικές ευθύνες υπό τέτοιες συνθήκες, μαζί με την ποιότητα των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν, την ένταση των πιέσεων που ασκήθηκαν, το εύρος των δυνάμεων που επιστρατεύθηκαν και με συνάδουσα την παντελή αδιαφορία απέναντι σε όσα αποκάλυπτε ο αδίστακτος κυνισμός με τον οποίο η ίδια απαίτηση υπηρετήθηκε συγκροτούν ένα φαινόμενο ίσως μοναδικό στην ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης. Τις μέρες των διερευνητικών εντολών, ολόκληρος ο πολιτικός πολιτισμός της νεωτερικότητας, σύμφωνα με τον οποίο οι πολιτικές δυνάμεις εκφράζουν τη λαϊκή βούληση, συγκροτώντας, μετά από καθολική ψηφοφορία, την πλειοψηφία που κυβερνά και τη μειοψηφία που ελέγχει, καταργήθηκε ανενδοίαστα από όλους εκείνους που προωθούσαν τον πόλεμο ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπάρχει, ισχυρίζομαι, πληρέστερη απεικόνιση της καθ’ ημάς «κρίσης του πολιτικού συστήματος» από την κατάργηση ενός ολόκληρου πολιτικού πολιτισμού από τους ίδιους τους χρισμένους ταγούς του.
Μια φωτογραφία της αίθουσας του Κοινοβουλίου από τα πάνω, με χρωματισμένες διαφορετικά τις θέσεις των πολιτικών κομμάτων, δίνει την εικόνα μιας ορεκτικής τούρτας. Το σχεδόν 17% αυτής της τούρτας είναι το μερίδιο του ΣΥΡΙΖΑ. Μερίδιο σχετικά μικρό σε απόλυτους αριθμούς, αλλά σχετικά μεγάλο, αν είναι το μερίδιο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και μερίδιο που θα γινόταν σημαντικά μεγαλύτερο κατά την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας, αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεχόταν την εκεί συμμετοχή του. Γιατί; Η ιστορία των τελευταίων δεκαετιών απαντά απερίφραστα. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεχόταν να συμμετάσχει, και μάλιστα να ηγηθεί της κυβέρνησης, τότε θα είχε όλη την ευχέρεια να οικοδομήσει τα δικά του πελατειακά δίκτυα, να διαπλέξει τις δικές του σχέσεις με τους παγιωμένους θεσμούς, οικονομικούς, κρατικούς, παρακρατικούς, μηντιακούς, δικαστικούς και άλλους, να διαπραγματευθεί τους δικούς του όρους με τους εθνικούς εργολάβους, τα συγκροτήματα Τύπου και τους κρατικοδίατους κερδοσκόπους του κατ’ ευφημισμόν ιδιωτικού τομέα, όπως και να ορίσει τους δικούς του εξουσιοδοτημένους εισπράκτορες του μαύρου πολιτικού χρήματος. Οι επενδύσεις που θα έρθουν, αργά ή γρήγορα, υπόσχονται ότι η τούρτα θα είναι όχι μόνον εύγευστη αλλά και χορταστική.
Υπό αυτά τα δεδομένα, η άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να αποδεχθεί το δέλεαρ είναι όντως ανήκουστη. Αν μια νυν αξιωματική αντιπολίτευση και μια ενδεχόμενη μέλλουσα κυβέρνηση αρνείται να αντιμετωπίσει τις εκλογές ως θεατρικό δρώμενο που απλώς αφήνει τον «λαό» να εκτονώνει την οργή του, αλλά επιμένει να παραμένει υπόλογη σε εκείνους και εκείνες που την ψήφισαν, τότε η όλη λειτουργία του καθ’ ημάς πολιτικού συστήματος διαρρηγνύεται και αποκαλύπτεται πλήρως ως αυτή που είναι. Με άλλα λόγια, αν μια νυν αξιωματική αντιπολίτευση και μια ενδεχόμενη μέλλουσα κυβέρνηση αρνείται να γευθεί την τούρτα, τότε το πολιτικό σύστημα που οικοδομήθηκε υπομονετικά όλα αυτά τα χρόνια κινδυνεύει να καταρρεύσει σύσσωμο. Ο κίνδυνος είναι μάλιστα ακόμη μεγαλύτερος γιατί οι «εταίροι» μας ενδέχεται να καταλάβουν τότε με σαφήνεια το σε τι συνίσταται η περίφημη «ελληνική ιδιομορφία»: μάλλον σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία ή την Ισπανία, τα δύο κόμματα του άλλοτε δικομματισμού λένε «ναι» σε όλα και δεν διαπραγματεύονται απολύτως τίποτα, γιατί το μόνο που τα ενδιαφέρει είναι η διατήρησή της θέσης τους στο πολιτικό σύστημα, δηλαδή η νομή της τούρτας. Έστω και αν είναι υποχρεωμένοι, ελέω δημοκρατίας, να παραχωρήσουν μέρος της στον ΣΥΡΙΖΑ. Και αν οι «εταίροι» μας φτάσουν όντως να το καταλάβουν, τότε οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύουν να αποδειχθούν όχι μόνο κοινωνικά εκφραστικές, αλλά και άκρως ρεαλιστικές Και τούτο το τίμημα είναι πραγματικά αβάσταχτο: η τούρτα κινδυνεύει να μείνει αφάγωτη.
enthemata
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου