της Σοφίας Αδάμ
Τον τελευταίο καιρό οι έννοιες τρίτος τομέας, κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία έχουν αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα στην Ελλάδα, μια χώρα που μέχρι πρόσφατα απουσίαζε από τις περισσότερες διεθνείς συγκριτικές μελέτες, επειδή ακριβώς δεν είχε να παρουσιάσει σημαντικές πρωτοβουλίες σ’ αυτή την κατεύθυνση. Προφανώς, ο δριμύς χαρακτήρας που πήρε η καπιταλιστική κρίση στην περίπτωση της Ελλάδας δημιούργησε το υπόστρωμα για την αναζήτηση νέων τρόπων παραγωγής, ανταλλαγής, κατανάλωσης και κοινωνικής φροντίδας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα παραδείγματα που αναδύονται χαίρουν υποστήριξης από ένα ευρύ φάσμα, συχνά αντιθετικών, αντιλήψεων για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και το ρόλο του κράτους. Πριν επιχειρήσουμε να συνδέσουμε τα εγχειρήματα κοινωνικής οικονομίας με ευρύτερα ζητήματα πολιτικής στόχευσης, είναι χρήσιμο να αποκτήσουμε μια κοινή γλώσσα για το συγκεκριμένο πεδίο. Το παρόν άρθρο επιχειρεί να συνδράμει σ’ αυτή την κατεύθυνση, μέσα από μια επισκόπηση των ιδεολογικών πλαισίων που έχουν εμποτίσει
τα εγχειρήματα αυτά στην πορεία του χρόνου και των βασικών εννοιών που έχουν χρησιμοποιηθεί διεθνώς για την περιγραφή τους. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε την προβληματικότητα μιας a priori αποδοχής ή κατακραυγής της κοινωνικής οικονομίας. Τέλος, θα επιχειρήσουμε να θέσουμε ορισμένες κατευθύνσεις για την προσέγγιση του πεδίου από μια ριζοσπαστική οπτική.
Ιδεολογικές παρακαταθήκες: Σε ποιον ανήκει η κοινωνική οικονομία;
Αρχικά, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι τα εγχειρήματα του τρίτου τομέα (συνεταιρισμοί, κοινωνίες αλληλοβοήθειας, πρωτοβουλίες άρνησης μεσαζόντων, κοινωνικά ιατρεία) ούτε υπάγονται σε ένα ενιαίο ιδεολογικό πλαίσιο ούτε ανήκουν δικαιωματικά σε έναν διακριτό πολιτικό χώρο. Απεναντίας, σχεδόν όλες οι πολιτικές παραδόσεις έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει τη δημιουργία τέτοιων εγχειρημάτων, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους. Για φιλελεύθερους όπως ο Τζων Στιούαρτ Μιλ, η κοινωνική οικονομία αποτυπώνει την ανάγκη να προστεθούν στα ενδιαφέροντα της πολιτικής οικονομίας τα μέσα που παράγουν κοινωνικό πλούτο και ευημερία πέρα από την άμεση υλική παραγωγή. Ορισμένοι φιλελεύθεροι δημιουργούν δομές για την καλυτέρευση της κατάστασης της εργατικής τάξης, τις οποίες διευθύνουν «εξέχοντα» μέλη της κοινωνίας και έχουν στόχο την εμπέδωση ηθικών αξιών συμβατών με τον ανερχόμενο καπιταλισμό. Η εχθρότητα προς τους μεσάζοντες και η ανάγκη ελέγχου και ηθικής καθοδήγησης των εργατών οδηγεί τον Τζων Στιούαρτ Μιλ να προκρίνει τις ενώσεις εργατών και εργοδοτών. Από την άλλη, η παράδοση του κοινωνικού χριστιανισμού των συνεχιστών του Σαιν-Σιμόν υποστηρικτές των ενώσεων και συνεταιρισμών (associationalists), όπως ο Philippe Buchez, ο Auguste Ott και πρώιμοι σοσιαλιστές σαν τον Λουί Μπλανκ, υποστηρίζουν τις ενώσεις εργατών και τα κοινωνικά εργαστήρια ως μια πρόταση για να διασφαλιστεί το δικαίωμα προς εργασία με αξιοπρεπείς όρους και να καμφθούν οι δηλητηριώδεις συνέπειες του ανταγωνισμού που οδηγεί στην εξαθλίωση των εργατών.
Χαρακτηριστική, και πιο συναφής με τα ενδιαφέροντα του συγκεκριμένου άρθρου, είναι η σύγκρουση ανάμεσα στον Προυντόν και στον Μαρξ αναφορικά με την υπεράσπιση των συνεταιρισμών έναντι των πολιτικών ενώσεων των εργατών αντίστοιχα. Βέβαια, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε μια σχετική αμφιθυμία του Μαρξ ως προς τους συνεταιρισμούς. Έτσι, ενώ στην εναρκτήρια ομιλία του στην Α΄ Διεθνή Ένωση Εργατών χαιρετίζει τους εργατικούς συνεταιρισμούς ως νίκη του κόσμου της εργασίας έναντι του κόσμου της ιδιοκτησίας, σπεύδει να ασκήσει κριτική σε δύο επίπεδα. Αφενός, οι συνεταιρισμοί, ως σποραδικά και μεμονωμένα παραδείγματα, δεν έχουν την απαιτούμενη δυναμική για να οδηγήσουν σε κοινωνικό μετασχηματισμό. Αφετέρου, οι συνεταιρισμοί στην καθημερινή λειτουργία τους έρχονται αντιμέτωποι με όλους τους δομικούς καταναγκασμούς του υπάρχοντος συστήματος. Στην καλύτερη περίπτωση, βρίσκονται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής και στην οργάνωση της παραγωγής που μόνο η μετακαπιταλιστική κοινωνία μπορεί να προσφέρει. Αντιθέτως, για τον Προυντόν, οι αμοιβαίες κοινωνίες, με βασικό όχημα τις ενώσεις παραγωγών-καταναλωτών, καταργούν τους μεσάζοντες και γεφυρώνουν τα διαφορετικά συμφέροντα, ενώ ταυτόχρονα μπορούν να θέσουν υπό έλεγχο και να συντονίσουν την οικονομία χωρίς την αναγκαιότητα του κράτους οργανώνοντας συνεταιριστικά τη στέγαση, την ασφάλιση, την ανταλλαγή και την πίστωση. Οι απόψεις του Μαρξ ευδοκιμούν, ενώ του Προυντόν υποχωρούν στο εργατικό κίνημα. Έκτοτε, η κοινωνική οικονομία αρθρώνεται ως ρεφορμιστικός λόγος από τα κάτω ή ως ανάχωμα απέναντι στο σοσιαλισμό και κομμουνισμό από τα πάνω. Εξαίρεση αποτελεί η μετά τα κινήματα του ’60 εποχή, όταν η κοινωνική οικονομία αναβιώνει και πάλι από τα αριστερά ως μια προσπάθεια εναλλακτικής οικονομίας. Η εναλλακτική οικονομία νοηματοδοτείται ως η ριζοσπαστική μορφή της κοινωνικής οικονομίας, η οποία αναστοχάζεται πάνω στην κοινωνική χρησιμότητα των παραγόμενων προϊόντων, την οργάνωση της εργασίας, την ιεραρχία, τις ανθρώπινες σχέσεις, τον τρόπο που παρέχεται η ιατρική φροντίδα και η εκπαίδευση.
Εννοιολογικές προσεγγίσειςΗ ιδεολογική απροσδιοριστία του τρίτου τομέα επιτείνεται από την πληθώρα των εννοιολογικών προσεγγίσεων που καλούνται να τον προσδιορίσουν. Ο όρος «τρίτος τομέας» ή «τρίτο σύστημα» συναντά ευρεία αποδοχή από υποστηρικτές των περισσότερων θεωρητικών προσεγγίσεων και εμφανίζεται εκτενώς σε κείμενα πολιτικής της ΕΕ. Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι αποτελεί επαρκές σημείο αναφοράς για να οριοθετήσουμε τη συζήτηση γύρω από τις άλλες χρησιμοποιούμενες έννοιες: μη κερδοσκοπικός τομέας, κοινωνική οικονομία και αλληλέγγυα οικονομία. Η καταγραφή που πραγματοποιείται στον ακόλουθο πίνακα έχει ως στόχο να καταδείξει ότι οι διαφορές ορισμών αποτυπώνουν εν πολλοίς διαφορές θεωρητικών προσεγγίσεων και ιστορικών διαδρομών σε κάθε περιοχή.
ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΤΟΜΕΑ Έννοια
Αλληλέγγυα
οικονομία
Κοινωνική οικονομία
Μη κερδοσκοπικός τομέας
ΟρισμόςΠεριλαμβάνει εκείνες τις οικονομικές δραστηριότητες που στοχεύουν στον εκδημοκρατισμό της οικονομίας στη βάση της συμμετοχής των πολιτών. Διακρίνονται από μια διττή στόχευση:
•οικονομική, διότι επιχειρούν να δημιουργήσουν οικονομικές σχέσεις με βάση την αμοιβαιότητα και σε συνδυασμό με πόρους από την αγορά και την αναδιανομή του κράτους
•πολιτική, διότι επιχειρούν να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν αυτόνομους δημόσιους χώρους όπου συζητούνται σκοποί και μέσα.
Αποτελείται από όλες τις οικονομικές δραστηριότητες που διεξάγονται από επιχειρήσεις, κυρίως συνεταιρισμούς, ενώσεις και κοινωνίες αλληλοβοήθειας, οι οποίες εμφορούνται από τις ακόλουθες αρχές:
•προτεραιότητα στις υπηρεσίες προς τα μέλη και την κοινότητα και όχι στο κέρδος
•αυτόνομη διοίκηση
•δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων
•προβάδισμα στα μέλη και στην εργασία έναντι του κεφαλαίου στη διανομή των κερδών.
Οι Μη Κερδοσκοπικές Οργανώσεις που διαθέτουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
•Έχουν θεσμική μορφή (νομικό πρόσωπο).
•Είναι ιδιωτικές (διακριτές από το κράτος και τους φορείς του)
•Είναι αυτοδιοικούμενες (ιδρύουν τους δικούς τους κανόνες και ορίζουν τη δική τους διαδικασία λήψης αποφάσεων).
•Δεν μπορούν να διανείμουν κέρδη στα μέλη, στους διευθύνοντες ή στους μετόχους τους.
•Οι δράσεις τους εμπλέκουν χορηγούς και εθελοντές, και η συμμετοχή είναι εθελοντική.
Οι σχετικές έννοιες παρουσιάζονται από αριστερά προς τα δεξιά σκοπίμως, σε συνάρτηση με την πολιτική νοηματοδότηση που φέρουν στη διεθνή βιβλιογραφία. Σχηματικά, ο όρος «αλληλέγγυα οικονομία» παραπέμπει σε περισσότερο ριζοσπαστικές πρακτικές οι οποίες αναδύθηκαν στο πλαίσιο κοινωνικών κινημάτων (π.χ. κατειλημμένα εργοστάσια στην Αργεντινή μετά την κρίση ή τα Τοπικά Συστήματα Ανταλλαγής που χρησιμοποιούν δικό τους νόμισμα στην Κεντρική Ευρώπη). Η αρχική στόχευση είναι η ανταγωνιστική σχέση με την υπάρχουσα κοινωνικοοικονομική οργάνωση. Ο όρος «κοινωνική οικονομία» παραπέμπει στη συνεταιριστική παράδοση της ηπειρωτικής Ευρώπης και του γαλλόφωνου Καναδά. Αυτή η προσέγγιση στοχεύει περισσότερο σε έναν εκδημοκρατισμό του καπιταλισμού αφού αποδέχεται τη συνύπαρξη με καπιταλιστικές επιχειρήσεις και το κράτος και προάγει την ιδέα του πλουραλισμού των πρακτικών στο σύγχρονο κόσμο. Ο όρος Μη Κερδοσκοπικός Τομέας συνδέεται με την αγγλοσαξονική παράδοση της φιλανθρωπίας.. Η προσέγγιση του Μη Κερδοσκοπικού Τομέα έχει μία δυσκολία να αντιληφθεί την αναγκαιότητα της συλλογικής παρέμβασης για την ευημερία της κοινωνίας, πόσο μάλλον για τον μετασχηματισμό του κοινωνικοοικονομικού παραδείγματος.
Η προηγούμενη επισκόπηση στοχεύει να αποτυπώσει την εγγενή αμφισημία των εν λόγω μορφωμάτων, η οποία οφείλεται στην ασταθή ισορροπία ανάμεσα στην ανάπτυξη συλλογικών στρατηγικών επιβίωσης (ιδίως σε περιόδους κρίσης) και στην ταυτόχρονη, άλλοτε ηθελημένη και άλλοτε αθέλητη, διασφάλιση της ίδιας της βιωσιμότητας ή/και ενίσχυση της επίθεσης του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης. Πόσο δίκιο έχει λοιπόν το ΚΚΕ που καταδικάζει όλες αυτές τις απόπειρες ως το «Δούρειο Ίππο για την ένταση της επίθεσης», δηλαδή ως μια χυδαία απόπειρα διαχείρισης της εξαθλίωσης μέσα από τον μετασχηματισμό των ανέργων σε επιχειρηματίες και την περαιτέρω εμπορευματοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών; Ευθύς εξαρχής οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι τουλάχιστον η συζήτηση στην Α΄ Διεθνή διεξαγόταν με τρόπο που τα εγχειρήματα της τότε κοινωνικής οικονομίας βρίσκονταν εντός του οπλοστασίου του κοινωνικού ανταγωνισμού και το ζήτημα στεφόταν γύρω από το κέντρο βάρους που θα έπρεπε να έχουν στη φαρέτρα του εργατικού κινήματος. Δυστυχώς, για το ΚΚΕ, η κοινωνική οικονομία γίνεται αντιληπτή ως έξωθεν προσπάθεια επιβολής «ήπιων» νεοφιλελεύθερων πρακτικών, στις οποίες το κίνημα οφείλει να είναι από θέση αρχής εχθρικό. Ακόμα και αν η ανάλυση του ΚΚΕ έχει κάποια δίκια με το μέρος της στον τρόπο με τον οποίο προωθείται η κοινωνική οικονομία από τα πάνω, αδυνατεί εμφανώς να επικοινωνήσει με την ευρηματικότητα των από τα κάτω αναδυόμενων πρακτικών, όπως φάνηκε και από τον τρόπο που προσέγγισε το πρόσφατο «κίνημα της πατάτας». Είναι χαρακτηριστικό ότι από «επιχείρηση εξαπάτησης του λαού», το κίνημα της πατάτας σε τρεις μέρες μετονομάστηκε σε «προσπάθεια του λαού να δώσει λύση σε συνθήκες κρίσης στο πρόβλημα της διατροφής του», η οποία «αποτελεί σημαντικό παράγοντα της πάλης του».
Οι πολλές αναγνώσεις της κοινωνικής οικονομίας και η στάση μας Πώς μπορούμε λοιπόν να κρατήσουμε κριτική στάση αναφορικά με την κοινωνική οικονομία χωρίς να εκπίπτουμε σε μια a priori τυφλή υποστήριξη ή σε μια a priori αντιδιαλεκτική κατακραυγή; Πρώτον, οφείλουμε να αποδεχτούμε εξαρχής ότι οποιοδήποτε εγχείρημα της κοινωνικής/αλληλέγγυας οικονομίας κινείται σε μια γκρίζα ζώνη, η οποία σπερματικά φέρει όλες τις αντιφάσεις του παρόντος αλλά και τις ελπίδες του μέλλοντος. Αυτές οι αντιφάσεις οδηγούν ορισμένους-ες να ισχυριστούν ότι αυτά τα εγχειρήματα αποτελούν απλώς μεμονωμένες λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα (π.χ. ανεργία, πρόσβαση σε καλή και φτηνή διατροφή), αλλά δεν μπορούν να μετατραπούν σε συλλογικό πρόταγμα για την κοινωνική απελευθέρωση. Αυτή η άποψη είναι εξίσου προβληματική με τον αντίποδά της, την άποψη δηλαδή ότι η πολιτική θεωρία είναι περιττή, η παραδοσιακά εκφρασμένη ταξική πάλη είναι ξεπερασμένη και μόνο η αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να δείξει τον δρόμο.
Η πρώτη άποψη είναι προβληματική, γιατί βασίζεται σε μια σειρά εσφαλμένες παραδοχές. Πρώτον, σε μια διάκριση ανάμεσα στην κοινωνική και την πολιτική δράση. Η προβληματικότητα αυτής της διάκρισης έχει καταδειχτεί από κοινωνικά κινήματα όπως το φεμινιστικό, το οποίο ορθώς υποστήριξε, ανάμεσα σε άλλα, ότι ο τρόπος που κατανέμονται οι απλήρωτες υπηρεσίες φροντίδας είναι εξόχως πολιτικό ζήτημα. Δεύτερον, σε μια συνολικότερη υποτίμηση της στρατηγικής αναγκαιότητας της κοινωνικής αυτοπροστασίας έναντι της ταξικής πάλης. Ενώ για πολλές δεκαετίες οι δομικοί καταναγκασμοί καταργούσαν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα πολιτικής συμμετοχής για σημαντική μερίδα του κόσμου (βλ. επισφαλείς εργαζόμενοι-ες στον ιδιωτικό τομέα), η κυρίαρχη ερμηνεία στρεφόταν γύρω από την έλλειψη στράτευσης. Με δεδομένο ότι η παρούσα κρίση δυσχεραίνει την καθημερινότητα πολύ περισσότερων ανθρώπων από πριν, το ζήτημα της δημιουργίας δομών κοινωνικής αυτοπροστασίας δεν αποτελεί πολυτέλεια, αλλά προαπαιτούμενο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Τρίτον, στην πεποίθηση ότι η πραγματική συμμετοχή του κόσμου θα έρθει αυτόματα με την καταστροφή του υπάρχοντος, χωρίς να απαιτείται να δημιουργηθούν δομές που προωθούν την άμεση δημοκρατία και τη συμμετοχή. Αυτές οι παραδοχές οδηγούσαν στην υποτίμηση των εγχειρημάτων τύπου κοινωνικής οικονομίας ως μερικά, απολιτικά, φιλανθρωπικά και τελικώς αναποτελεσματικά.
Εξίσου προβληματική όμως είναι και η δεύτερη άποψη. Υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια ανάμεσα στα εγχειρήματα ως προς τις ανάγκες που έρχονται να καλύψουν, τα ιδρυτικά τους σχήματα, τις σχέσεις που χτίζουν στο εσωτερικό τους, τις κοινωνικές ομάδες στις οποίες απευθύνονται και τον τρόπο με τον οποίο τοποθετούνται αναφορικά με το ζήτημα της αναδιανομής του πλούτου. Αυτές οι διακρίσεις αφορούν ακόμα και εγχειρήματα που εμπίπτουν στον ίδιο τύπο πρωτοβουλιών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν εύκολες διαχωριστικές γραμμές. Για παράδειγμα, ένας συνεταιρισμός καθαριστών/καθαριστριών είναι χειραφετητικός για τα μέλη του όταν αντικαθιστά μια ιδιωτική εργολαβική επιχείρηση, αλλά μπορεί να λειτουργήσει αντιδραστικά όταν υποκαθιστά τις δημοτικές υπηρεσίες καθαριότητας. Το Κοινωνικό Ιατρείο Θεσσαλονίκης δημιουργήθηκε αρχικά από την ιατρική ομάδα αλληλεγγύης στους απεργούς πείνας μετανάστες, ενώ το κοινωνικό ιατρείο Αλεξανδρούπολης από την Ιερά Μητρόπολη. Το Κοινωνικό Ιατρείο Θεσσαλονίκης απευθύνεται σε ανασφάλιστους-ες, ανεξαρτήτως χώρας προέλευσης, με στόχο να αναδείξει τα ολοένα αυξανόμενα τμήματα της κοινωνίας που αποκλείονται από το υπό διάλυση δημόσιο σύστημα υγείας. Το Κοινωνικό Ιατρείο Αλεξανδρούπολης απευθύνεται στους έχοντες βιβλιάριο πρόνοιας. Αυτή η στοχοθέτηση έμμεσα αποκλείει τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, ενώ ταυτόχρονα απευθύνεται σε εκείνους και εκείνες που θα έπρεπε να εξυπηρετεί το δημόσιο σύστημα υγείας.
Ολοένα και περισσότερο τα κυρίαρχα ΜΜΕ δείχνουν σαφή προτίμηση στη φιλανθρωπική διάσταση έναντι αυτής της κοινωνικής αλληλεγγύης, τόσο στον τρόπο που επιλέγουν τα εγχειρήματα που θα διαφημίσουν όσο και τις πλευρές που θα φωτίσουν. Αυτή η επιλογή δεν είναι τυχαία, γιατί προκρίνει μια ανάγνωση της κοινωνικής οικονομίας είτε ως ζήτημα διαχείρισης της φτώχειας μεταξύ των από τα κάτω είτε ως αγαθοεργία των πολύ καλών πλουσίων του τόπου. Και οι δύο αναγνώσεις έχουν συγκεκριμένη ιδεολογική λειτουργία. Η πρώτη μας λέει: «Ζήστε ταπεινά μεταξύ σας εσείς οι κατώτεροι και αφήστε τους πλούσιους στην ησυχία τους». Ακόμα και αν αυτή η επιλογή μπορούσε να φέρει κινηματικά την αίγλη της αυτονομίας από το κράτος, είναι προβληματική σε μια περίοδο κρίσης, η οποία τείνει να εξαφανίσει τα υλικά ερείσματα έκφρασης αλληλεγγύης ακόμα και από τη μεσαία τάξη. Αν συνυπολογίσουμε το ζήτημα των χωρικών ανισοτήτων, δηλαδή ότι ορισμένες περιοχές βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση αποστέρησης ώστε λείπουν τα κοινωνικά υποκείμενα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν δίκτυα αλληλεγγύης, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η κοινωνική οικονομία έχει πολύ συγκεκριμένα όρια χωρίς την παράλληλη διεκδίκηση της ριζικής αναδιανομής. Η δεύτερη ανάγνωση της φιλανθρωπίας των αγαθοεργών πλουσίων είναι εξαιρετικά επικίνδυνη ως συλλογική νομιμοποίηση του πλούτου και των φοροαπαλλαγών που αυτός χαίρει.
Συμπερασματικά, η κοινωνική οικονομία μπορεί να έχει πολλές αναγνώσεις, νεοφιλελεύθερες, σοσιαλδημοκρατικές, ριζοσπαστικές. Πώς βγάζουμε άκρη λοιπόν σε ένα τόσο συγκεχυμένο πεδίο; Έχουμε κάποιες κατευθύνσεις; Σε ένα γενικό επίπεδο μπορούμε να πούμε ότι οι κατευθύνσεις μας είναι τρεις: Ποιες ανάγκες έρχεται να καλύψει κάθε εγχείρημα (δεν είναι προταγματικός ένας συνεταιρισμός που παράγει όπλα), πώς επιλέγει την εσωτερική δομή και λειτουργία του (προωθεί τη συνδιαμόρφωση ή αναπαράγει ρόλους διευθυντή/υπαλλήλου), και πώς συνδέεται με το αίτημα της αναδιανομής. Φυσικά, οι κατευθύνσεις αυτές δεν αξιώνουν να δημιουργήσουν έναν χάρτη χειραφετητικών ή αντιδραστικών πρακτικών. Η πορεία κάθε εγχειρήματος, μεμονωμένου ή πιο συνολικού, είναι καρπός μιας επίπονης διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε σκοπούς και μέσα, διαμορφώνει και διαμορφώνεται από το ανταγωνιστικό κίνημα. Αν μας ενδιαφέρει αυτό το πεδίο, είναι γιατί μας επιτρέπει να σκεφτούμε και να υλοποιήσουμε πρακτικές που έρχονται πιο κοντά στη δυνατότητα μιας διαφορετικής οργάνωσης της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Μόνο που αυτές τις δυνατότητες δεν τις αντιλαμβανόμαστε ως μια ακόμη φωνή στην πλουραλιστική οικονομία, αλλά ως αντίθεση στην καπιταλιστική λογική, είτε αυτή είναι σε κρίση είτε όχι.
enthemata
Τον τελευταίο καιρό οι έννοιες τρίτος τομέας, κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία έχουν αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα στην Ελλάδα, μια χώρα που μέχρι πρόσφατα απουσίαζε από τις περισσότερες διεθνείς συγκριτικές μελέτες, επειδή ακριβώς δεν είχε να παρουσιάσει σημαντικές πρωτοβουλίες σ’ αυτή την κατεύθυνση. Προφανώς, ο δριμύς χαρακτήρας που πήρε η καπιταλιστική κρίση στην περίπτωση της Ελλάδας δημιούργησε το υπόστρωμα για την αναζήτηση νέων τρόπων παραγωγής, ανταλλαγής, κατανάλωσης και κοινωνικής φροντίδας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα παραδείγματα που αναδύονται χαίρουν υποστήριξης από ένα ευρύ φάσμα, συχνά αντιθετικών, αντιλήψεων για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και το ρόλο του κράτους. Πριν επιχειρήσουμε να συνδέσουμε τα εγχειρήματα κοινωνικής οικονομίας με ευρύτερα ζητήματα πολιτικής στόχευσης, είναι χρήσιμο να αποκτήσουμε μια κοινή γλώσσα για το συγκεκριμένο πεδίο. Το παρόν άρθρο επιχειρεί να συνδράμει σ’ αυτή την κατεύθυνση, μέσα από μια επισκόπηση των ιδεολογικών πλαισίων που έχουν εμποτίσει
τα εγχειρήματα αυτά στην πορεία του χρόνου και των βασικών εννοιών που έχουν χρησιμοποιηθεί διεθνώς για την περιγραφή τους. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε την προβληματικότητα μιας a priori αποδοχής ή κατακραυγής της κοινωνικής οικονομίας. Τέλος, θα επιχειρήσουμε να θέσουμε ορισμένες κατευθύνσεις για την προσέγγιση του πεδίου από μια ριζοσπαστική οπτική.
Ιδεολογικές παρακαταθήκες: Σε ποιον ανήκει η κοινωνική οικονομία;
Αρχικά, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι τα εγχειρήματα του τρίτου τομέα (συνεταιρισμοί, κοινωνίες αλληλοβοήθειας, πρωτοβουλίες άρνησης μεσαζόντων, κοινωνικά ιατρεία) ούτε υπάγονται σε ένα ενιαίο ιδεολογικό πλαίσιο ούτε ανήκουν δικαιωματικά σε έναν διακριτό πολιτικό χώρο. Απεναντίας, σχεδόν όλες οι πολιτικές παραδόσεις έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει τη δημιουργία τέτοιων εγχειρημάτων, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους. Για φιλελεύθερους όπως ο Τζων Στιούαρτ Μιλ, η κοινωνική οικονομία αποτυπώνει την ανάγκη να προστεθούν στα ενδιαφέροντα της πολιτικής οικονομίας τα μέσα που παράγουν κοινωνικό πλούτο και ευημερία πέρα από την άμεση υλική παραγωγή. Ορισμένοι φιλελεύθεροι δημιουργούν δομές για την καλυτέρευση της κατάστασης της εργατικής τάξης, τις οποίες διευθύνουν «εξέχοντα» μέλη της κοινωνίας και έχουν στόχο την εμπέδωση ηθικών αξιών συμβατών με τον ανερχόμενο καπιταλισμό. Η εχθρότητα προς τους μεσάζοντες και η ανάγκη ελέγχου και ηθικής καθοδήγησης των εργατών οδηγεί τον Τζων Στιούαρτ Μιλ να προκρίνει τις ενώσεις εργατών και εργοδοτών. Από την άλλη, η παράδοση του κοινωνικού χριστιανισμού των συνεχιστών του Σαιν-Σιμόν υποστηρικτές των ενώσεων και συνεταιρισμών (associationalists), όπως ο Philippe Buchez, ο Auguste Ott και πρώιμοι σοσιαλιστές σαν τον Λουί Μπλανκ, υποστηρίζουν τις ενώσεις εργατών και τα κοινωνικά εργαστήρια ως μια πρόταση για να διασφαλιστεί το δικαίωμα προς εργασία με αξιοπρεπείς όρους και να καμφθούν οι δηλητηριώδεις συνέπειες του ανταγωνισμού που οδηγεί στην εξαθλίωση των εργατών.
Χαρακτηριστική, και πιο συναφής με τα ενδιαφέροντα του συγκεκριμένου άρθρου, είναι η σύγκρουση ανάμεσα στον Προυντόν και στον Μαρξ αναφορικά με την υπεράσπιση των συνεταιρισμών έναντι των πολιτικών ενώσεων των εργατών αντίστοιχα. Βέβαια, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε μια σχετική αμφιθυμία του Μαρξ ως προς τους συνεταιρισμούς. Έτσι, ενώ στην εναρκτήρια ομιλία του στην Α΄ Διεθνή Ένωση Εργατών χαιρετίζει τους εργατικούς συνεταιρισμούς ως νίκη του κόσμου της εργασίας έναντι του κόσμου της ιδιοκτησίας, σπεύδει να ασκήσει κριτική σε δύο επίπεδα. Αφενός, οι συνεταιρισμοί, ως σποραδικά και μεμονωμένα παραδείγματα, δεν έχουν την απαιτούμενη δυναμική για να οδηγήσουν σε κοινωνικό μετασχηματισμό. Αφετέρου, οι συνεταιρισμοί στην καθημερινή λειτουργία τους έρχονται αντιμέτωποι με όλους τους δομικούς καταναγκασμούς του υπάρχοντος συστήματος. Στην καλύτερη περίπτωση, βρίσκονται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής και στην οργάνωση της παραγωγής που μόνο η μετακαπιταλιστική κοινωνία μπορεί να προσφέρει. Αντιθέτως, για τον Προυντόν, οι αμοιβαίες κοινωνίες, με βασικό όχημα τις ενώσεις παραγωγών-καταναλωτών, καταργούν τους μεσάζοντες και γεφυρώνουν τα διαφορετικά συμφέροντα, ενώ ταυτόχρονα μπορούν να θέσουν υπό έλεγχο και να συντονίσουν την οικονομία χωρίς την αναγκαιότητα του κράτους οργανώνοντας συνεταιριστικά τη στέγαση, την ασφάλιση, την ανταλλαγή και την πίστωση. Οι απόψεις του Μαρξ ευδοκιμούν, ενώ του Προυντόν υποχωρούν στο εργατικό κίνημα. Έκτοτε, η κοινωνική οικονομία αρθρώνεται ως ρεφορμιστικός λόγος από τα κάτω ή ως ανάχωμα απέναντι στο σοσιαλισμό και κομμουνισμό από τα πάνω. Εξαίρεση αποτελεί η μετά τα κινήματα του ’60 εποχή, όταν η κοινωνική οικονομία αναβιώνει και πάλι από τα αριστερά ως μια προσπάθεια εναλλακτικής οικονομίας. Η εναλλακτική οικονομία νοηματοδοτείται ως η ριζοσπαστική μορφή της κοινωνικής οικονομίας, η οποία αναστοχάζεται πάνω στην κοινωνική χρησιμότητα των παραγόμενων προϊόντων, την οργάνωση της εργασίας, την ιεραρχία, τις ανθρώπινες σχέσεις, τον τρόπο που παρέχεται η ιατρική φροντίδα και η εκπαίδευση.
Εννοιολογικές προσεγγίσειςΗ ιδεολογική απροσδιοριστία του τρίτου τομέα επιτείνεται από την πληθώρα των εννοιολογικών προσεγγίσεων που καλούνται να τον προσδιορίσουν. Ο όρος «τρίτος τομέας» ή «τρίτο σύστημα» συναντά ευρεία αποδοχή από υποστηρικτές των περισσότερων θεωρητικών προσεγγίσεων και εμφανίζεται εκτενώς σε κείμενα πολιτικής της ΕΕ. Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι αποτελεί επαρκές σημείο αναφοράς για να οριοθετήσουμε τη συζήτηση γύρω από τις άλλες χρησιμοποιούμενες έννοιες: μη κερδοσκοπικός τομέας, κοινωνική οικονομία και αλληλέγγυα οικονομία. Η καταγραφή που πραγματοποιείται στον ακόλουθο πίνακα έχει ως στόχο να καταδείξει ότι οι διαφορές ορισμών αποτυπώνουν εν πολλοίς διαφορές θεωρητικών προσεγγίσεων και ιστορικών διαδρομών σε κάθε περιοχή.
ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΤΟΜΕΑ Έννοια
Αλληλέγγυα
οικονομία
Κοινωνική οικονομία
Μη κερδοσκοπικός τομέας
ΟρισμόςΠεριλαμβάνει εκείνες τις οικονομικές δραστηριότητες που στοχεύουν στον εκδημοκρατισμό της οικονομίας στη βάση της συμμετοχής των πολιτών. Διακρίνονται από μια διττή στόχευση:
•οικονομική, διότι επιχειρούν να δημιουργήσουν οικονομικές σχέσεις με βάση την αμοιβαιότητα και σε συνδυασμό με πόρους από την αγορά και την αναδιανομή του κράτους
•πολιτική, διότι επιχειρούν να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν αυτόνομους δημόσιους χώρους όπου συζητούνται σκοποί και μέσα.
Αποτελείται από όλες τις οικονομικές δραστηριότητες που διεξάγονται από επιχειρήσεις, κυρίως συνεταιρισμούς, ενώσεις και κοινωνίες αλληλοβοήθειας, οι οποίες εμφορούνται από τις ακόλουθες αρχές:
•προτεραιότητα στις υπηρεσίες προς τα μέλη και την κοινότητα και όχι στο κέρδος
•αυτόνομη διοίκηση
•δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων
•προβάδισμα στα μέλη και στην εργασία έναντι του κεφαλαίου στη διανομή των κερδών.
Οι Μη Κερδοσκοπικές Οργανώσεις που διαθέτουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
•Έχουν θεσμική μορφή (νομικό πρόσωπο).
•Είναι ιδιωτικές (διακριτές από το κράτος και τους φορείς του)
•Είναι αυτοδιοικούμενες (ιδρύουν τους δικούς τους κανόνες και ορίζουν τη δική τους διαδικασία λήψης αποφάσεων).
•Δεν μπορούν να διανείμουν κέρδη στα μέλη, στους διευθύνοντες ή στους μετόχους τους.
•Οι δράσεις τους εμπλέκουν χορηγούς και εθελοντές, και η συμμετοχή είναι εθελοντική.
Οι σχετικές έννοιες παρουσιάζονται από αριστερά προς τα δεξιά σκοπίμως, σε συνάρτηση με την πολιτική νοηματοδότηση που φέρουν στη διεθνή βιβλιογραφία. Σχηματικά, ο όρος «αλληλέγγυα οικονομία» παραπέμπει σε περισσότερο ριζοσπαστικές πρακτικές οι οποίες αναδύθηκαν στο πλαίσιο κοινωνικών κινημάτων (π.χ. κατειλημμένα εργοστάσια στην Αργεντινή μετά την κρίση ή τα Τοπικά Συστήματα Ανταλλαγής που χρησιμοποιούν δικό τους νόμισμα στην Κεντρική Ευρώπη). Η αρχική στόχευση είναι η ανταγωνιστική σχέση με την υπάρχουσα κοινωνικοοικονομική οργάνωση. Ο όρος «κοινωνική οικονομία» παραπέμπει στη συνεταιριστική παράδοση της ηπειρωτικής Ευρώπης και του γαλλόφωνου Καναδά. Αυτή η προσέγγιση στοχεύει περισσότερο σε έναν εκδημοκρατισμό του καπιταλισμού αφού αποδέχεται τη συνύπαρξη με καπιταλιστικές επιχειρήσεις και το κράτος και προάγει την ιδέα του πλουραλισμού των πρακτικών στο σύγχρονο κόσμο. Ο όρος Μη Κερδοσκοπικός Τομέας συνδέεται με την αγγλοσαξονική παράδοση της φιλανθρωπίας.. Η προσέγγιση του Μη Κερδοσκοπικού Τομέα έχει μία δυσκολία να αντιληφθεί την αναγκαιότητα της συλλογικής παρέμβασης για την ευημερία της κοινωνίας, πόσο μάλλον για τον μετασχηματισμό του κοινωνικοοικονομικού παραδείγματος.
Η προηγούμενη επισκόπηση στοχεύει να αποτυπώσει την εγγενή αμφισημία των εν λόγω μορφωμάτων, η οποία οφείλεται στην ασταθή ισορροπία ανάμεσα στην ανάπτυξη συλλογικών στρατηγικών επιβίωσης (ιδίως σε περιόδους κρίσης) και στην ταυτόχρονη, άλλοτε ηθελημένη και άλλοτε αθέλητη, διασφάλιση της ίδιας της βιωσιμότητας ή/και ενίσχυση της επίθεσης του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης. Πόσο δίκιο έχει λοιπόν το ΚΚΕ που καταδικάζει όλες αυτές τις απόπειρες ως το «Δούρειο Ίππο για την ένταση της επίθεσης», δηλαδή ως μια χυδαία απόπειρα διαχείρισης της εξαθλίωσης μέσα από τον μετασχηματισμό των ανέργων σε επιχειρηματίες και την περαιτέρω εμπορευματοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών; Ευθύς εξαρχής οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι τουλάχιστον η συζήτηση στην Α΄ Διεθνή διεξαγόταν με τρόπο που τα εγχειρήματα της τότε κοινωνικής οικονομίας βρίσκονταν εντός του οπλοστασίου του κοινωνικού ανταγωνισμού και το ζήτημα στεφόταν γύρω από το κέντρο βάρους που θα έπρεπε να έχουν στη φαρέτρα του εργατικού κινήματος. Δυστυχώς, για το ΚΚΕ, η κοινωνική οικονομία γίνεται αντιληπτή ως έξωθεν προσπάθεια επιβολής «ήπιων» νεοφιλελεύθερων πρακτικών, στις οποίες το κίνημα οφείλει να είναι από θέση αρχής εχθρικό. Ακόμα και αν η ανάλυση του ΚΚΕ έχει κάποια δίκια με το μέρος της στον τρόπο με τον οποίο προωθείται η κοινωνική οικονομία από τα πάνω, αδυνατεί εμφανώς να επικοινωνήσει με την ευρηματικότητα των από τα κάτω αναδυόμενων πρακτικών, όπως φάνηκε και από τον τρόπο που προσέγγισε το πρόσφατο «κίνημα της πατάτας». Είναι χαρακτηριστικό ότι από «επιχείρηση εξαπάτησης του λαού», το κίνημα της πατάτας σε τρεις μέρες μετονομάστηκε σε «προσπάθεια του λαού να δώσει λύση σε συνθήκες κρίσης στο πρόβλημα της διατροφής του», η οποία «αποτελεί σημαντικό παράγοντα της πάλης του».
Οι πολλές αναγνώσεις της κοινωνικής οικονομίας και η στάση μας Πώς μπορούμε λοιπόν να κρατήσουμε κριτική στάση αναφορικά με την κοινωνική οικονομία χωρίς να εκπίπτουμε σε μια a priori τυφλή υποστήριξη ή σε μια a priori αντιδιαλεκτική κατακραυγή; Πρώτον, οφείλουμε να αποδεχτούμε εξαρχής ότι οποιοδήποτε εγχείρημα της κοινωνικής/αλληλέγγυας οικονομίας κινείται σε μια γκρίζα ζώνη, η οποία σπερματικά φέρει όλες τις αντιφάσεις του παρόντος αλλά και τις ελπίδες του μέλλοντος. Αυτές οι αντιφάσεις οδηγούν ορισμένους-ες να ισχυριστούν ότι αυτά τα εγχειρήματα αποτελούν απλώς μεμονωμένες λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα (π.χ. ανεργία, πρόσβαση σε καλή και φτηνή διατροφή), αλλά δεν μπορούν να μετατραπούν σε συλλογικό πρόταγμα για την κοινωνική απελευθέρωση. Αυτή η άποψη είναι εξίσου προβληματική με τον αντίποδά της, την άποψη δηλαδή ότι η πολιτική θεωρία είναι περιττή, η παραδοσιακά εκφρασμένη ταξική πάλη είναι ξεπερασμένη και μόνο η αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να δείξει τον δρόμο.
Η πρώτη άποψη είναι προβληματική, γιατί βασίζεται σε μια σειρά εσφαλμένες παραδοχές. Πρώτον, σε μια διάκριση ανάμεσα στην κοινωνική και την πολιτική δράση. Η προβληματικότητα αυτής της διάκρισης έχει καταδειχτεί από κοινωνικά κινήματα όπως το φεμινιστικό, το οποίο ορθώς υποστήριξε, ανάμεσα σε άλλα, ότι ο τρόπος που κατανέμονται οι απλήρωτες υπηρεσίες φροντίδας είναι εξόχως πολιτικό ζήτημα. Δεύτερον, σε μια συνολικότερη υποτίμηση της στρατηγικής αναγκαιότητας της κοινωνικής αυτοπροστασίας έναντι της ταξικής πάλης. Ενώ για πολλές δεκαετίες οι δομικοί καταναγκασμοί καταργούσαν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα πολιτικής συμμετοχής για σημαντική μερίδα του κόσμου (βλ. επισφαλείς εργαζόμενοι-ες στον ιδιωτικό τομέα), η κυρίαρχη ερμηνεία στρεφόταν γύρω από την έλλειψη στράτευσης. Με δεδομένο ότι η παρούσα κρίση δυσχεραίνει την καθημερινότητα πολύ περισσότερων ανθρώπων από πριν, το ζήτημα της δημιουργίας δομών κοινωνικής αυτοπροστασίας δεν αποτελεί πολυτέλεια, αλλά προαπαιτούμενο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Τρίτον, στην πεποίθηση ότι η πραγματική συμμετοχή του κόσμου θα έρθει αυτόματα με την καταστροφή του υπάρχοντος, χωρίς να απαιτείται να δημιουργηθούν δομές που προωθούν την άμεση δημοκρατία και τη συμμετοχή. Αυτές οι παραδοχές οδηγούσαν στην υποτίμηση των εγχειρημάτων τύπου κοινωνικής οικονομίας ως μερικά, απολιτικά, φιλανθρωπικά και τελικώς αναποτελεσματικά.
Εξίσου προβληματική όμως είναι και η δεύτερη άποψη. Υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια ανάμεσα στα εγχειρήματα ως προς τις ανάγκες που έρχονται να καλύψουν, τα ιδρυτικά τους σχήματα, τις σχέσεις που χτίζουν στο εσωτερικό τους, τις κοινωνικές ομάδες στις οποίες απευθύνονται και τον τρόπο με τον οποίο τοποθετούνται αναφορικά με το ζήτημα της αναδιανομής του πλούτου. Αυτές οι διακρίσεις αφορούν ακόμα και εγχειρήματα που εμπίπτουν στον ίδιο τύπο πρωτοβουλιών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν εύκολες διαχωριστικές γραμμές. Για παράδειγμα, ένας συνεταιρισμός καθαριστών/καθαριστριών είναι χειραφετητικός για τα μέλη του όταν αντικαθιστά μια ιδιωτική εργολαβική επιχείρηση, αλλά μπορεί να λειτουργήσει αντιδραστικά όταν υποκαθιστά τις δημοτικές υπηρεσίες καθαριότητας. Το Κοινωνικό Ιατρείο Θεσσαλονίκης δημιουργήθηκε αρχικά από την ιατρική ομάδα αλληλεγγύης στους απεργούς πείνας μετανάστες, ενώ το κοινωνικό ιατρείο Αλεξανδρούπολης από την Ιερά Μητρόπολη. Το Κοινωνικό Ιατρείο Θεσσαλονίκης απευθύνεται σε ανασφάλιστους-ες, ανεξαρτήτως χώρας προέλευσης, με στόχο να αναδείξει τα ολοένα αυξανόμενα τμήματα της κοινωνίας που αποκλείονται από το υπό διάλυση δημόσιο σύστημα υγείας. Το Κοινωνικό Ιατρείο Αλεξανδρούπολης απευθύνεται στους έχοντες βιβλιάριο πρόνοιας. Αυτή η στοχοθέτηση έμμεσα αποκλείει τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, ενώ ταυτόχρονα απευθύνεται σε εκείνους και εκείνες που θα έπρεπε να εξυπηρετεί το δημόσιο σύστημα υγείας.
Ολοένα και περισσότερο τα κυρίαρχα ΜΜΕ δείχνουν σαφή προτίμηση στη φιλανθρωπική διάσταση έναντι αυτής της κοινωνικής αλληλεγγύης, τόσο στον τρόπο που επιλέγουν τα εγχειρήματα που θα διαφημίσουν όσο και τις πλευρές που θα φωτίσουν. Αυτή η επιλογή δεν είναι τυχαία, γιατί προκρίνει μια ανάγνωση της κοινωνικής οικονομίας είτε ως ζήτημα διαχείρισης της φτώχειας μεταξύ των από τα κάτω είτε ως αγαθοεργία των πολύ καλών πλουσίων του τόπου. Και οι δύο αναγνώσεις έχουν συγκεκριμένη ιδεολογική λειτουργία. Η πρώτη μας λέει: «Ζήστε ταπεινά μεταξύ σας εσείς οι κατώτεροι και αφήστε τους πλούσιους στην ησυχία τους». Ακόμα και αν αυτή η επιλογή μπορούσε να φέρει κινηματικά την αίγλη της αυτονομίας από το κράτος, είναι προβληματική σε μια περίοδο κρίσης, η οποία τείνει να εξαφανίσει τα υλικά ερείσματα έκφρασης αλληλεγγύης ακόμα και από τη μεσαία τάξη. Αν συνυπολογίσουμε το ζήτημα των χωρικών ανισοτήτων, δηλαδή ότι ορισμένες περιοχές βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση αποστέρησης ώστε λείπουν τα κοινωνικά υποκείμενα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν δίκτυα αλληλεγγύης, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η κοινωνική οικονομία έχει πολύ συγκεκριμένα όρια χωρίς την παράλληλη διεκδίκηση της ριζικής αναδιανομής. Η δεύτερη ανάγνωση της φιλανθρωπίας των αγαθοεργών πλουσίων είναι εξαιρετικά επικίνδυνη ως συλλογική νομιμοποίηση του πλούτου και των φοροαπαλλαγών που αυτός χαίρει.
Συμπερασματικά, η κοινωνική οικονομία μπορεί να έχει πολλές αναγνώσεις, νεοφιλελεύθερες, σοσιαλδημοκρατικές, ριζοσπαστικές. Πώς βγάζουμε άκρη λοιπόν σε ένα τόσο συγκεχυμένο πεδίο; Έχουμε κάποιες κατευθύνσεις; Σε ένα γενικό επίπεδο μπορούμε να πούμε ότι οι κατευθύνσεις μας είναι τρεις: Ποιες ανάγκες έρχεται να καλύψει κάθε εγχείρημα (δεν είναι προταγματικός ένας συνεταιρισμός που παράγει όπλα), πώς επιλέγει την εσωτερική δομή και λειτουργία του (προωθεί τη συνδιαμόρφωση ή αναπαράγει ρόλους διευθυντή/υπαλλήλου), και πώς συνδέεται με το αίτημα της αναδιανομής. Φυσικά, οι κατευθύνσεις αυτές δεν αξιώνουν να δημιουργήσουν έναν χάρτη χειραφετητικών ή αντιδραστικών πρακτικών. Η πορεία κάθε εγχειρήματος, μεμονωμένου ή πιο συνολικού, είναι καρπός μιας επίπονης διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε σκοπούς και μέσα, διαμορφώνει και διαμορφώνεται από το ανταγωνιστικό κίνημα. Αν μας ενδιαφέρει αυτό το πεδίο, είναι γιατί μας επιτρέπει να σκεφτούμε και να υλοποιήσουμε πρακτικές που έρχονται πιο κοντά στη δυνατότητα μιας διαφορετικής οργάνωσης της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Μόνο που αυτές τις δυνατότητες δεν τις αντιλαμβανόμαστε ως μια ακόμη φωνή στην πλουραλιστική οικονομία, αλλά ως αντίθεση στην καπιταλιστική λογική, είτε αυτή είναι σε κρίση είτε όχι.
enthemata
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου