Της Yβέτ Κούπερ
Σε όλη μου τη ζωή έπαιρνα ως δεδομένο ότι κάθε γενιά γυναικών θα είχε περισσότερες ευκαιρίες και θα απολάμβανε μεγαλύτερη ισότητα από την προηγούμενη. Τώρα φοβάμαι ότι η Βρετανία απειλείται. Η κλίμακα της κυβερνητικής επίθεσης στις ζωές των γυναικών είναι σοκαριστική. Αλλά δεν πρόκειται για μια τυχαία συνέπεια της αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος. Τόσο για τους Τόρις, όσο και για τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, αυτή η πολιτική αντανακλά μία βαθύτερη ιδεολογική αντίληψη για τον ρόλο του κράτους, τον ρόλο της οικογένειας – και, κατά συνέπεια, για τον ρόλο των γυναικών επίσης. Θα πρέπει να αναμετρηθούμε με την αντίληψη που κρύβεται πίσω από αυτήν την πολιτική αν θέλουμε πετύχουμε κάποια πρόοδο.
Πρόσφατα μίλησα με την Μπέτυ Μπάουερ, η οποία είναι 105 χρονών. Όταν εκείνη ήταν 21, δεν είχε ούτε καν δικαίωμα ψήφου. Όταν γέννησε την κόρη της, δεν υπήρχε ούτε επίδομα γέννας, ούτε άδεια μητρότητας. Ήταν ήδη εξήντα χρονών όταν μία γυναίκα βουλευτής των Εργατικών κατέθεσε σχέδιο νόμου για τη θέσπιση ίσης αμοιβής για ίση εργασία. Και είχε ήδη λάβει τηλεγράφημα από την βασίλισσα την ώρα που η κυβέρνηση των Εργατικών διπλασίαζε το επίδομα ανατροφής παιδιών, αύξανε την υποστήριξη στις εργαζόμενες μητέρες και έδινε ένα τέλος σε εκατό χρόνια αρνητικών διακρίσεων σε βάρος των γυναικών σε ό,τι αφορά τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα.
Αλλά αυτή η πρόοδος έγινε δυνατή μόνο επειδή γενιές γυναικών αγωνίστηκαν και ψήφισαν για την αλλαγή. Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα νέο αγώνα ενάντια στην πολιτική της ανάσχεσης της προόδου, ενάντια σε μια μεγαλύτερη επίθεση που μπορεί να ετοιμάζει η κυβέρνηση, την οποία δεν έχουμε ξαναδεί σε αλλη στιγμή στην ιστορία του κράτους πρόνοιας.
Οι φορολογικές αλλαγές που εισήγαγε ο Τζωρτζ Όσμπορν και οι αλλαγές στα επιδόματα πλήττουν πιο έντονα τις γυναίκες. Μια ανεξάρτητη έρευνα δείχνει ότι οι άνδρες χάνουν κατά μέσο όρο £4.20, ενώ οι γυναίκες χάνουν κατά μέσο όρο £8.80 την εβδομάδα, παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες ακόμη κερδίζουν και κατέχουν λιγότερα από τους άνδρες. Περικοπές στο επίδομα ανατροφής παιδιών, στις συντάξεις του δημόσιου τομέα και στο επίδομα στέγασης επίσης πλήττουν εντονότερα τις γυναίκες. Από την άλλη, οι γυναίκες επωφελούνται λιγότερο σε σχέση με τους άνδρες από την αύξηση στην φοροαπαλλαγή.
Και το θέμα δεν έχει να κάνει μόνο με τα χρήματα στις τσέπες των γυναικών. Οι δουλειές των γυναικών δέχονται πολλά περισσότερα πλήγματα από τις περικοπές. Οι δράσεις που συμβαίνουν με σκοπό την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών ολοένα και περιορίζονται. Οι υπηρεσίες από τις οποίες οι γυναίκες επωφελούνται καταργούνται και οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα επηρεάζουν ακόμη περισσότερο τις γυναίκες, ιδιαίτερα όσες είναι μεταξύ πενήντα και εξήντα χρόνων.
Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι πρόκειται απλά για παράπλευρες απώλειες της δημοσιονομικής κρίσης. Αλλά νομίζω ότι διαφαίνεται ένα βαθύτερο ιδεολογικό πρόβλημα στις αντιλήψεις των Τορις όσο και των Φιλελεύθερων. Ο Ντέιβιντ Κάμερον, ο Νικ Κλεγκ και ο Τζωρτζ Όσμπορν, όλοι συμμερίζονται την άποψη ότι η συμμετοχή του κράτους, συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής υποστήριξης για την οικογένεια, προωθεί την εξάρτηση και θα πρέπει να περιοριστεί. Μάλιστα, το βασικό επιχείρημα του Κλεγκ για την περικοπή των επιδομάτων ήταν ότι «Πρέπει να ξεπεράσουμε την συνήθεια να κάνουμε τις οικογένειες ακόμη πιο εξαρτημένες από το κράτος».
Το πρόβλημα αντίθετα, όπως εκατομμύρια γυναίκες γνωρίζουν, είναι ότι τα επιδόματα και οι δημόσιες υπηρεσίες αποτελούν εχέγγυα της ανεξαρτησίας των γυναικών. Για κάποιες μητέρες, οι περικοπές στα επιδόματα ανατροφής παιδιών σημαίνουν ότι εκείνες δε θα μπορούν πλέον να εργάζονται. Για άλλες που έχουν αποφασίσει να μείνουν στο σπίτι όσο τα παιδιά τους είναι μικρά, τα χαμηλότερα επιδόματα σημαίνουν ότι θα πρέπει να γυρίσουν στην εργασία τους. Η κατάργηση των οικογενειακών επιδομάτων κάνει τις γυναίκες πιο εξαρτημένες, καθώς περιορίζει τις επιλογές που αυτές μπορούν να έχουν.
Επομένως είναι η φιλοσοφία, όχι μόνο οι πολιτικές, με την οποία έχουμε να αναμετρηθούμε. Όχι μόνο για τις γυναίκες, αλλά για όλους. Γιατί όλοι πλήττονται από μία ιδεολογία που επιτίθεται στον δημόσιο τομέα με το επιχείρημα ότι οι δημόσιες παροχές υπονομεύουν την ανεξαρτησία. Κι αυτό γιατί, τελικά, ο δημόσιος τομέας είναι ζωτικής σημασίας για πολλούς ανθρώπους, ώστε να μπορέσουν αυτοί να κερδίσουν την ανεξαρτησία που επιδιώκουν και να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που κυνηγούν.
Ειδάλλως για πρώτη φορά κινδυνεύουμε να δούμε το ρολόι να γυρίζει πίσω. Ξέρω ότι είχα περισσότερες ευκαιρίες στη ζωή μου σε σχέση με την μητέρα μου και τη γιαγιά μου. Αλλά για πρώτη φορά ανησυχώ για τις κόρες μου. Η Χέτυ Μπάουερ επέστρεψε στο κόμμα των Εργατικών γιατί ανησυχεί για τα σχέδια της κυβέρνησης. Γενιές γυναικών πρέπει να αγωνιστούν, όχι μόνο για να προστατέψουν όλα όσα μέχρι σήμερα έχουν κερδηθεί, αλλά για να ξαναφέρουν την πρόοδο για τις κόρες και τις εγγονές τους.
rednotebook
Σε όλη μου τη ζωή έπαιρνα ως δεδομένο ότι κάθε γενιά γυναικών θα είχε περισσότερες ευκαιρίες και θα απολάμβανε μεγαλύτερη ισότητα από την προηγούμενη. Τώρα φοβάμαι ότι η Βρετανία απειλείται. Η κλίμακα της κυβερνητικής επίθεσης στις ζωές των γυναικών είναι σοκαριστική. Αλλά δεν πρόκειται για μια τυχαία συνέπεια της αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος. Τόσο για τους Τόρις, όσο και για τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, αυτή η πολιτική αντανακλά μία βαθύτερη ιδεολογική αντίληψη για τον ρόλο του κράτους, τον ρόλο της οικογένειας – και, κατά συνέπεια, για τον ρόλο των γυναικών επίσης. Θα πρέπει να αναμετρηθούμε με την αντίληψη που κρύβεται πίσω από αυτήν την πολιτική αν θέλουμε πετύχουμε κάποια πρόοδο.
Πρόσφατα μίλησα με την Μπέτυ Μπάουερ, η οποία είναι 105 χρονών. Όταν εκείνη ήταν 21, δεν είχε ούτε καν δικαίωμα ψήφου. Όταν γέννησε την κόρη της, δεν υπήρχε ούτε επίδομα γέννας, ούτε άδεια μητρότητας. Ήταν ήδη εξήντα χρονών όταν μία γυναίκα βουλευτής των Εργατικών κατέθεσε σχέδιο νόμου για τη θέσπιση ίσης αμοιβής για ίση εργασία. Και είχε ήδη λάβει τηλεγράφημα από την βασίλισσα την ώρα που η κυβέρνηση των Εργατικών διπλασίαζε το επίδομα ανατροφής παιδιών, αύξανε την υποστήριξη στις εργαζόμενες μητέρες και έδινε ένα τέλος σε εκατό χρόνια αρνητικών διακρίσεων σε βάρος των γυναικών σε ό,τι αφορά τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα.
Αλλά αυτή η πρόοδος έγινε δυνατή μόνο επειδή γενιές γυναικών αγωνίστηκαν και ψήφισαν για την αλλαγή. Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα νέο αγώνα ενάντια στην πολιτική της ανάσχεσης της προόδου, ενάντια σε μια μεγαλύτερη επίθεση που μπορεί να ετοιμάζει η κυβέρνηση, την οποία δεν έχουμε ξαναδεί σε αλλη στιγμή στην ιστορία του κράτους πρόνοιας.
Οι φορολογικές αλλαγές που εισήγαγε ο Τζωρτζ Όσμπορν και οι αλλαγές στα επιδόματα πλήττουν πιο έντονα τις γυναίκες. Μια ανεξάρτητη έρευνα δείχνει ότι οι άνδρες χάνουν κατά μέσο όρο £4.20, ενώ οι γυναίκες χάνουν κατά μέσο όρο £8.80 την εβδομάδα, παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες ακόμη κερδίζουν και κατέχουν λιγότερα από τους άνδρες. Περικοπές στο επίδομα ανατροφής παιδιών, στις συντάξεις του δημόσιου τομέα και στο επίδομα στέγασης επίσης πλήττουν εντονότερα τις γυναίκες. Από την άλλη, οι γυναίκες επωφελούνται λιγότερο σε σχέση με τους άνδρες από την αύξηση στην φοροαπαλλαγή.
Και το θέμα δεν έχει να κάνει μόνο με τα χρήματα στις τσέπες των γυναικών. Οι δουλειές των γυναικών δέχονται πολλά περισσότερα πλήγματα από τις περικοπές. Οι δράσεις που συμβαίνουν με σκοπό την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών ολοένα και περιορίζονται. Οι υπηρεσίες από τις οποίες οι γυναίκες επωφελούνται καταργούνται και οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα επηρεάζουν ακόμη περισσότερο τις γυναίκες, ιδιαίτερα όσες είναι μεταξύ πενήντα και εξήντα χρόνων.
Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι πρόκειται απλά για παράπλευρες απώλειες της δημοσιονομικής κρίσης. Αλλά νομίζω ότι διαφαίνεται ένα βαθύτερο ιδεολογικό πρόβλημα στις αντιλήψεις των Τορις όσο και των Φιλελεύθερων. Ο Ντέιβιντ Κάμερον, ο Νικ Κλεγκ και ο Τζωρτζ Όσμπορν, όλοι συμμερίζονται την άποψη ότι η συμμετοχή του κράτους, συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής υποστήριξης για την οικογένεια, προωθεί την εξάρτηση και θα πρέπει να περιοριστεί. Μάλιστα, το βασικό επιχείρημα του Κλεγκ για την περικοπή των επιδομάτων ήταν ότι «Πρέπει να ξεπεράσουμε την συνήθεια να κάνουμε τις οικογένειες ακόμη πιο εξαρτημένες από το κράτος».
Το πρόβλημα αντίθετα, όπως εκατομμύρια γυναίκες γνωρίζουν, είναι ότι τα επιδόματα και οι δημόσιες υπηρεσίες αποτελούν εχέγγυα της ανεξαρτησίας των γυναικών. Για κάποιες μητέρες, οι περικοπές στα επιδόματα ανατροφής παιδιών σημαίνουν ότι εκείνες δε θα μπορούν πλέον να εργάζονται. Για άλλες που έχουν αποφασίσει να μείνουν στο σπίτι όσο τα παιδιά τους είναι μικρά, τα χαμηλότερα επιδόματα σημαίνουν ότι θα πρέπει να γυρίσουν στην εργασία τους. Η κατάργηση των οικογενειακών επιδομάτων κάνει τις γυναίκες πιο εξαρτημένες, καθώς περιορίζει τις επιλογές που αυτές μπορούν να έχουν.
Επομένως είναι η φιλοσοφία, όχι μόνο οι πολιτικές, με την οποία έχουμε να αναμετρηθούμε. Όχι μόνο για τις γυναίκες, αλλά για όλους. Γιατί όλοι πλήττονται από μία ιδεολογία που επιτίθεται στον δημόσιο τομέα με το επιχείρημα ότι οι δημόσιες παροχές υπονομεύουν την ανεξαρτησία. Κι αυτό γιατί, τελικά, ο δημόσιος τομέας είναι ζωτικής σημασίας για πολλούς ανθρώπους, ώστε να μπορέσουν αυτοί να κερδίσουν την ανεξαρτησία που επιδιώκουν και να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που κυνηγούν.
Ειδάλλως για πρώτη φορά κινδυνεύουμε να δούμε το ρολόι να γυρίζει πίσω. Ξέρω ότι είχα περισσότερες ευκαιρίες στη ζωή μου σε σχέση με την μητέρα μου και τη γιαγιά μου. Αλλά για πρώτη φορά ανησυχώ για τις κόρες μου. Η Χέτυ Μπάουερ επέστρεψε στο κόμμα των Εργατικών γιατί ανησυχεί για τα σχέδια της κυβέρνησης. Γενιές γυναικών πρέπει να αγωνιστούν, όχι μόνο για να προστατέψουν όλα όσα μέχρι σήμερα έχουν κερδηθεί, αλλά για να ξαναφέρουν την πρόοδο για τις κόρες και τις εγγονές τους.
rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου