«Η αγορά είναι αποτελεσματική, αλλά δεν έχει ούτε εγκέφαλο, ούτε καρδιά». Paul Samuelson, Νομπελίστας οικονομολόγος Ένα μαγικό ραβδί που κινείται από το «αόρατο χέρι» των Αγορών μοιάζει να έχει μαγέψει, εδώ και τρεις δεκαετίες, την ευρωπαϊκή ήπειρο. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 αρχικά τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης, το ένα μετά το άλλο, άρχισαν να υπνωτίζονται από το «αόρατο χέρι» των Αγορών και να υποκύπτουν, συχνά αμαχητί, σε μια νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού, που αποθέωνε τις χρηματαγορές και την ελευθερία κινήσεως των κεφαλαίων, ενώ ήταν εχθρική προς τις δυνάμεις της εργασίας και προς το Κράτος-Πρόνοιας.
Θιασώτες αυτής της τεκτονικής στροφής προς τη «φλόγα μιας ανόθευτης εκδοχής του καπιταλισμού» (Μίλτον Φρίντμαν) υπήρξαν αρχικά οι πολιτικές δυνάμεις του συντηρητικού και νεοφιλελεύθερου χώρου, όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ, που ξεθεμελίωσε την οικονομία της παραγωγής, αποβιομηχανοποιώντας τη Μεγάλη Βρετανία και συντρίβοντας τα συνδικάτα και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης. Η Σιδηρά Κυρία οραματίζονταν μια νέα κοινωνία ατομικής ευθύνης λέγοντας πως «δεν υπάρχει κοινωνία. Μόνο άτομα και οι οικογένειες τους». Το παράδειγμά της ακολούθησαν και άλλες νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις, που επέλεξαν ως μονόδρομο την απελευθέρωση των αγορών και την καταστροφή της κοινωνίας της αλληλεγγύης. Το καθοριστικό σημείο για την τελική επικράτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού υπήρξε ο «μεγάλος συμβιβασμός», στα μέσα της δεκαετίας του 1980, της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με τις δυνάμεις του κεφαλαίου και τις Αγορές.
Από τότε όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, παρέδωσαν τα κράτη και τους λαούς τους στο έλεος των Αγορών. Ως αποτέλεσμα εργατικά δικαιώματα περιορίστηκαν, μισθοί και παροχές περικόπηκαν, δημόσια περιουσία ιδιωτικοποιήθηκε και το Κράτος-Πρόνοιας αποδομήθηκε. Ακόμη και η Δημοκρατία ως πολίτευμα υποβιβάστηκε σε «πολιτικό management» και οι πολιτικοί σε managers, με αποστολή να διαφυλάττουν την ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, την οικονομία της αγοράς, τα συμφέροντα των υπερεθνικών επιχειρήσεων και της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας εκμεταλλευόταν όλα αυτά. Από την άλλη οι κοινωνίες άρχισαν να σαρώνονται και να ισοπεδώνονται προς τα κάτω: να συμβιβάζονται με μικρότερους μισθούς, μικρότερες παροχές, λιγότερα δικαιώματα. Μόνον η σημαία της ανταγωνιστικότητας παρέμεινε όρθια, ως η υπέρτατη αξία της νέας εποχής!
Η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, αρχικά στη Δύση και κατόπιν σε όλο τον κόσμο μέσω της Παγκοσμιοποίησης, οδήγησε σε ανακατανομή του ρόλου του κράτους με τον περιορισμό της επιρροής του στη σφαίρα της οικονομίας. Με άλλα λόγια τελείωσε ο ρόλος του «Κράτους-Επιχειρηματία». Πλέον ό,τι κόστιζε π.χ. Υγεία, Παιδεία, Κοινωνική Ασφάλιση κ.α. φορτώθηκε στο κράτος –και κατ’ επέκταση στους φορολογούμενους πολίτες– αυξάνοντας έτσι τα ελλείμματα και τα χρέη του. Αντίθετα ότι απέφερε κέρδη π.χ. ενέργεια, υποδομές, τράπεζες, τυχερά παιχνίδια κ.α., ιδιωτικοποιήθηκε, πωλήθηκε σε ιδιώτες επιχειρηματίες και όλα τα κέρδη μπήκαν στις τσέπες τους. Έτσι, οι ζημίες φορτώθηκαν στους πολλούς και οικονομικά αδύναμους, ενώ τα κέρδη πήγαν στα θησαυροφυλάκια των ολίγων και οικονομικά ισχυρών. Και το χάσμα ανάμεσα τους διευρύνθηκε χρόνο με το χρόνο…
Παλαιότερα, μετά το «οικονομικό Κραχ» του 1929 και το New Deal, που προωθήθηκε από τον πρόεδρο Φ. Ρούσβελτ, επιβλήθηκαν στα μεγάλα εισοδήματα και μεγάλοι φόροι π.χ. 90% φόρος για όσους Αμερικανούς πολίτες κέρδιζαν πάνω από 100.000 δολάρια το χρόνο. Επιβλήθηκε έτσι από το κράτος μια αναδιανομή, με τη μεταφορά ενός τμήματος του πλούτου από τους λίγους στους πολλούς. Τα επιπλέον έσοδα από τους φόρους μεταφράστηκαν αυτομάτως σε δημόσιες δαπάνες, σε επενδύσεις σε υποδομές, σε δωρεάν υγεία και παιδεία, σε ενίσχυση του Κράτους-Πρόνοιας, ανακουφίζοντας έτσι τις μάζες των οικονομικά αδύναμων και, τελικά, βελτιώνοντας το βιοτικό τους επίπεδο.
Η επικράτηση ωστόσο του νεοφιλελευθερισμού μετά τη δεκαετία του 1970 και ο θρίαμβος της Οικονομίας της Αγοράς, οδήγησαν σε φοροαπαλλαγές και μείωση των υψηλών συντελεστών φορολόγησης προς τα υψηλά εισοδήματα, απελευθερώνοντας ταυτόχρονα τις κινήσεις των κεφαλαίων της πλουτοκρατικής ελίτ. Ως αποτέλεσμα η οικονομική ολιγαρχία αύξησε περαιτέρω τα πλούτη της, ενώ τα επιπλέον κέρδη που αποκόμισε από τη μείωση της φορολογίας της τα επένδυσε δανείζοντας το ελλειμματικό κράτος π.χ. με την αγορά ομολόγων ή αγοράζοντας δημόσια περιουσία που διατέθηκε προς πώληση. Η αναπόφευκτη υπερχρέωση του κράτους το κατέστησε πιο αδύναμο και ανίσχυρο, χωρίς επαρκείς δικούς του πόρους και. εν τέλει. έρμαιο των διαθέσεων των Αγορών.
Σήμερα, έπειτα από τρεις δεκαετίες κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, βρισκόμαστε πλέον, ειδικά στην Ευρώπη, σε μια κρίσιμη καμπή σχετικά με το ρόλο του κράτους. Το κράτος πρέπει επιτέλους να διαλέξει στρατόπεδο. Με ποιον θέλει να είναι τελικά; Με το Λαό ή με τις αγορές; Αν επιλέξει το Λαό και τα βάλει με τις Αγορές, τότε είναι σίγουρο πως αυτές θα το τιμωρήσουν με υψηλά επιτόκια, με αποκλεισμό από την «αγορά κεφαλαίου», ακόμη και με ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Ακόμη κι έτσι όμως το κράτος θα συνεχίσει να υπάρχει, έστω ως «οικονομικά αποτυχημένο» και «δυσλειτουργικό», και χωρίς πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου. Παρ’ όλα αυτά όμως ζωντανό.
Αν όμως το κράτος επιλέξει να τα βάλει με το λαό του, τους πολίτες που το συντηρούν με τις σάρκες, το αίμα και τους φόρους τους, τότε δεν έχει καμία πιθανότητα επιβίωσης, ούτε καν ως αποτυχημένο. Το κράτος μπορεί να επιβιώσει και χωρίς τις Αγορές, αλλά δεν μπορεί όμως να επιβιώσει χωρίς το Λαό του. Ως θεσμός που εφάπτεται σε μια εδαφικότητα εμπεριέχοντας ανθρώπινους πληθυσμούς, αλλά και ως γεωπολιτική οντότητα, το κράτος –και όχι όσοι το διαχειρίζονται προσωρινά– είναι ευάλωτο στο κόστος, γι’ αυτό και τείνει να συμπεριφέρεται ορθολογικά. Δεν έχει λόγο να λειτουργήσει αυτοκαταστροφικά, σκοράροντας εναντίον του εαυτού του. Αυτό δεν ισχύει μόνον για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι ένας υπερεθνικός θεσμός, μια ένωση κρατών που ευελπιστούν κάποτε να συστήσουν ομοσπονδία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση με ποιους πρέπει να είναι; Με τις Αγορές ή με τους Λαούς τις Ευρώπης; Αναγκαστικά πρέπει να διαλέξει πλευρά.
Ως τώρα τα περισσότερα πολιτικά κόμματα της Ευρώπης, τόσο τα συντηρητικά όσο και τα φιλελεύθερα (αλλά και τα σοσιαλδημοκρατικά), πήραν το μέρος των Αγορών. Έχασαν έτσι την αξιοπιστία τους στα μάτια των ευρωπαϊκών λαών, σε μια εποχή που η οικονομική κρίση πιέζει τις καταστάσεις προς τα άκρα, απαιτώντας λύσεις «εδώ και τώρα» επειδή απειλείται η ίδια η επιβίωση των ανθρώπων και των λαών. Ειδικά στην Ελλάδα, που βιώνει 5ετή ύφεση, εκρηκτική αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας.
Απ’ αυτή την οπτική γωνία η αξιοσημείωτη άνοδος των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς στην Ελλάδα δεν συνιστά απλώς «ψήφο διαμαρτυρίας» λόγω της οικονομικής κρίσης και εξαθλίωσης ή απλά μία «επένδυση στη λαϊκή απελπισία», αλλά συνιστά μια τελευταία προσπάθεια, εκ μέρους του λαού, να προσπαθήσει να «επανακαταλάβει εσωτερικά» το κράτος και να το θέσει στην υπηρεσία των πολλών, απορρίπτοντας το ρόλο του ως εργαλείο εξυπηρέτησης των συμφερόντων των Αγορών.
Ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο, που θα επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις του κράτους με τις Αγορές, είναι απαραίτητο. Διαφορετικά ο λαός θα αναγκαστεί να κάνει τις δικές του επιλογές με προτεραιότητα την επιβίωσή του.
tvxs
Θιασώτες αυτής της τεκτονικής στροφής προς τη «φλόγα μιας ανόθευτης εκδοχής του καπιταλισμού» (Μίλτον Φρίντμαν) υπήρξαν αρχικά οι πολιτικές δυνάμεις του συντηρητικού και νεοφιλελεύθερου χώρου, όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ, που ξεθεμελίωσε την οικονομία της παραγωγής, αποβιομηχανοποιώντας τη Μεγάλη Βρετανία και συντρίβοντας τα συνδικάτα και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης. Η Σιδηρά Κυρία οραματίζονταν μια νέα κοινωνία ατομικής ευθύνης λέγοντας πως «δεν υπάρχει κοινωνία. Μόνο άτομα και οι οικογένειες τους». Το παράδειγμά της ακολούθησαν και άλλες νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις, που επέλεξαν ως μονόδρομο την απελευθέρωση των αγορών και την καταστροφή της κοινωνίας της αλληλεγγύης. Το καθοριστικό σημείο για την τελική επικράτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού υπήρξε ο «μεγάλος συμβιβασμός», στα μέσα της δεκαετίας του 1980, της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με τις δυνάμεις του κεφαλαίου και τις Αγορές.
Από τότε όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, παρέδωσαν τα κράτη και τους λαούς τους στο έλεος των Αγορών. Ως αποτέλεσμα εργατικά δικαιώματα περιορίστηκαν, μισθοί και παροχές περικόπηκαν, δημόσια περιουσία ιδιωτικοποιήθηκε και το Κράτος-Πρόνοιας αποδομήθηκε. Ακόμη και η Δημοκρατία ως πολίτευμα υποβιβάστηκε σε «πολιτικό management» και οι πολιτικοί σε managers, με αποστολή να διαφυλάττουν την ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, την οικονομία της αγοράς, τα συμφέροντα των υπερεθνικών επιχειρήσεων και της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας εκμεταλλευόταν όλα αυτά. Από την άλλη οι κοινωνίες άρχισαν να σαρώνονται και να ισοπεδώνονται προς τα κάτω: να συμβιβάζονται με μικρότερους μισθούς, μικρότερες παροχές, λιγότερα δικαιώματα. Μόνον η σημαία της ανταγωνιστικότητας παρέμεινε όρθια, ως η υπέρτατη αξία της νέας εποχής!
Η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, αρχικά στη Δύση και κατόπιν σε όλο τον κόσμο μέσω της Παγκοσμιοποίησης, οδήγησε σε ανακατανομή του ρόλου του κράτους με τον περιορισμό της επιρροής του στη σφαίρα της οικονομίας. Με άλλα λόγια τελείωσε ο ρόλος του «Κράτους-Επιχειρηματία». Πλέον ό,τι κόστιζε π.χ. Υγεία, Παιδεία, Κοινωνική Ασφάλιση κ.α. φορτώθηκε στο κράτος –και κατ’ επέκταση στους φορολογούμενους πολίτες– αυξάνοντας έτσι τα ελλείμματα και τα χρέη του. Αντίθετα ότι απέφερε κέρδη π.χ. ενέργεια, υποδομές, τράπεζες, τυχερά παιχνίδια κ.α., ιδιωτικοποιήθηκε, πωλήθηκε σε ιδιώτες επιχειρηματίες και όλα τα κέρδη μπήκαν στις τσέπες τους. Έτσι, οι ζημίες φορτώθηκαν στους πολλούς και οικονομικά αδύναμους, ενώ τα κέρδη πήγαν στα θησαυροφυλάκια των ολίγων και οικονομικά ισχυρών. Και το χάσμα ανάμεσα τους διευρύνθηκε χρόνο με το χρόνο…
Παλαιότερα, μετά το «οικονομικό Κραχ» του 1929 και το New Deal, που προωθήθηκε από τον πρόεδρο Φ. Ρούσβελτ, επιβλήθηκαν στα μεγάλα εισοδήματα και μεγάλοι φόροι π.χ. 90% φόρος για όσους Αμερικανούς πολίτες κέρδιζαν πάνω από 100.000 δολάρια το χρόνο. Επιβλήθηκε έτσι από το κράτος μια αναδιανομή, με τη μεταφορά ενός τμήματος του πλούτου από τους λίγους στους πολλούς. Τα επιπλέον έσοδα από τους φόρους μεταφράστηκαν αυτομάτως σε δημόσιες δαπάνες, σε επενδύσεις σε υποδομές, σε δωρεάν υγεία και παιδεία, σε ενίσχυση του Κράτους-Πρόνοιας, ανακουφίζοντας έτσι τις μάζες των οικονομικά αδύναμων και, τελικά, βελτιώνοντας το βιοτικό τους επίπεδο.
Η επικράτηση ωστόσο του νεοφιλελευθερισμού μετά τη δεκαετία του 1970 και ο θρίαμβος της Οικονομίας της Αγοράς, οδήγησαν σε φοροαπαλλαγές και μείωση των υψηλών συντελεστών φορολόγησης προς τα υψηλά εισοδήματα, απελευθερώνοντας ταυτόχρονα τις κινήσεις των κεφαλαίων της πλουτοκρατικής ελίτ. Ως αποτέλεσμα η οικονομική ολιγαρχία αύξησε περαιτέρω τα πλούτη της, ενώ τα επιπλέον κέρδη που αποκόμισε από τη μείωση της φορολογίας της τα επένδυσε δανείζοντας το ελλειμματικό κράτος π.χ. με την αγορά ομολόγων ή αγοράζοντας δημόσια περιουσία που διατέθηκε προς πώληση. Η αναπόφευκτη υπερχρέωση του κράτους το κατέστησε πιο αδύναμο και ανίσχυρο, χωρίς επαρκείς δικούς του πόρους και. εν τέλει. έρμαιο των διαθέσεων των Αγορών.
Σήμερα, έπειτα από τρεις δεκαετίες κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, βρισκόμαστε πλέον, ειδικά στην Ευρώπη, σε μια κρίσιμη καμπή σχετικά με το ρόλο του κράτους. Το κράτος πρέπει επιτέλους να διαλέξει στρατόπεδο. Με ποιον θέλει να είναι τελικά; Με το Λαό ή με τις αγορές; Αν επιλέξει το Λαό και τα βάλει με τις Αγορές, τότε είναι σίγουρο πως αυτές θα το τιμωρήσουν με υψηλά επιτόκια, με αποκλεισμό από την «αγορά κεφαλαίου», ακόμη και με ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Ακόμη κι έτσι όμως το κράτος θα συνεχίσει να υπάρχει, έστω ως «οικονομικά αποτυχημένο» και «δυσλειτουργικό», και χωρίς πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου. Παρ’ όλα αυτά όμως ζωντανό.
Αν όμως το κράτος επιλέξει να τα βάλει με το λαό του, τους πολίτες που το συντηρούν με τις σάρκες, το αίμα και τους φόρους τους, τότε δεν έχει καμία πιθανότητα επιβίωσης, ούτε καν ως αποτυχημένο. Το κράτος μπορεί να επιβιώσει και χωρίς τις Αγορές, αλλά δεν μπορεί όμως να επιβιώσει χωρίς το Λαό του. Ως θεσμός που εφάπτεται σε μια εδαφικότητα εμπεριέχοντας ανθρώπινους πληθυσμούς, αλλά και ως γεωπολιτική οντότητα, το κράτος –και όχι όσοι το διαχειρίζονται προσωρινά– είναι ευάλωτο στο κόστος, γι’ αυτό και τείνει να συμπεριφέρεται ορθολογικά. Δεν έχει λόγο να λειτουργήσει αυτοκαταστροφικά, σκοράροντας εναντίον του εαυτού του. Αυτό δεν ισχύει μόνον για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι ένας υπερεθνικός θεσμός, μια ένωση κρατών που ευελπιστούν κάποτε να συστήσουν ομοσπονδία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση με ποιους πρέπει να είναι; Με τις Αγορές ή με τους Λαούς τις Ευρώπης; Αναγκαστικά πρέπει να διαλέξει πλευρά.
Ως τώρα τα περισσότερα πολιτικά κόμματα της Ευρώπης, τόσο τα συντηρητικά όσο και τα φιλελεύθερα (αλλά και τα σοσιαλδημοκρατικά), πήραν το μέρος των Αγορών. Έχασαν έτσι την αξιοπιστία τους στα μάτια των ευρωπαϊκών λαών, σε μια εποχή που η οικονομική κρίση πιέζει τις καταστάσεις προς τα άκρα, απαιτώντας λύσεις «εδώ και τώρα» επειδή απειλείται η ίδια η επιβίωση των ανθρώπων και των λαών. Ειδικά στην Ελλάδα, που βιώνει 5ετή ύφεση, εκρηκτική αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας.
Απ’ αυτή την οπτική γωνία η αξιοσημείωτη άνοδος των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς στην Ελλάδα δεν συνιστά απλώς «ψήφο διαμαρτυρίας» λόγω της οικονομικής κρίσης και εξαθλίωσης ή απλά μία «επένδυση στη λαϊκή απελπισία», αλλά συνιστά μια τελευταία προσπάθεια, εκ μέρους του λαού, να προσπαθήσει να «επανακαταλάβει εσωτερικά» το κράτος και να το θέσει στην υπηρεσία των πολλών, απορρίπτοντας το ρόλο του ως εργαλείο εξυπηρέτησης των συμφερόντων των Αγορών.
Ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο, που θα επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις του κράτους με τις Αγορές, είναι απαραίτητο. Διαφορετικά ο λαός θα αναγκαστεί να κάνει τις δικές του επιλογές με προτεραιότητα την επιβίωσή του.
tvxs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου