του Δημήτρη Θ. Ζάχου
Οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο κατά την διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών είχαν αντίκτυπο και στην κυριαρχία των κρατών. Η ανάδειξη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ανώτατες πλανητικές αξίες και αρχές δικαίου επέφεραν αλλαγές σε ορισμένα –μέχρι τότε απαράβατα– εθνικά δικαιώματα (π.χ. στα σύνορα). Παράλληλα, οι εθνικές πολιτικές σε σημαντικά ζητήματα, όπως της οικονομίας, της εκπαίδευσης και της υγείας ωθήθηκαν σε «ομογενοποίηση». Διεθνείς οργανισμοί (Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου) και υπερεθνικές ενώσεις (Ευρωπαϊκή Ένωση) φάνηκε να παίρνουν ένα μέρος
από τις αρμοδιότητες, αλλά και από τις δραστηριότητες των εθνών-κρατών.
Το συγκεκριμένο διεθνές περιβάλλον άσκησε πίεση στα κράτη υπέρ των ποικίλων εκφάνσεων ετερότητας, ιδιαίτερα της πολιτισμικής. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό των κρατών, ασκήθηκαν ανάλογες πιέσεις που επήλθαν κυρίως από τη δράση μιας σημαντικής μερίδας ανθρώπων που είχαν απογοητευτεί από την αδυναμία εκπλήρωσης των πολιτικών τους οραμάτων. Το αίτημα για ισότητα όλων των ανθρώπων μετατράπηκε σε αιτήματα αναγνώρισης των κοινωνικών διαφοροποιήσεων και τα κινήματα υποστήριξης των δικαιωμάτων μειονοτικών ομάδων, όπως των εθνικών/ εθνοτικών/πολιτισμικών ομάδων, των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, των τοπικών πολιτισμών και των τοπικών γλωσσών γνώρισαν μεγάλη άνθιση.
Οι πολιτικές «αναγνώρισης της διαφοράς» που –σε ένα βαθμό–αντικατέστησαν τις επανορθωτικές/αντισταθμιστικές πολιτικές άμβλυνσης των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων ήταν οικονομικότερες και ως τέτοιες ταίριαζαν καλύτερα με τα προτάγματα της νεοφιλελεύθερης θεωρίας περί περιορισμού (μέχρι εξάλειψης) των προνοιακών πολιτικών.
Σε θεωρητικό επίπεδο, μια μερίδα προσεγγίσεων που εντάσσονται στο ρεύμα του μεταμοντερνισμού επιχείρησε να «κατοχυρώσει» το πολιτισμικό περιεχόμενο της έννοιας της ισότητας. Σ’ αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερα αξιόλογη θεωρητική προβληματική σχετικά με το έθνος, την ιθαγένεια, τον πολιτισμό, τις ταυτότητες και τις μειονότητες, μεγάλο μέρος της οποίας όμως απέφευγε ή θεωρούσε ξεπερασμένα τα ζητήματα που αφορούν στην οικονομική ισότητα.
Η πορεία προς την «αναγνώριση της διαφοράς» δεν ήταν βέβαια γραμμική, ούτε έλαβε χώρα χωρίς αντιδράσεις, πισωγυρίσματα και ανατροπές, αφού ούτε σαφής πολιτική βούληση υπήρξε ούτε και καθαρή στόχευση. Οι διώξεις, τα εγκλήματα και οι πόλεμοι που προκλήθηκαν από την διόγκωση των ξενοφοβικών και των εθνικιστικών συναισθημάτων και από την καλλιέργεια των προκαταλήψεων και του ρατσισμού δεν φάνηκαν ικανά για να προκαλέσουν μια τέτοια γενικευμένη εκστρατεία, η οποία θα οδηγούσε στην εξάλειψη αυτών των φαινομένων. Η στοχοποίηση ομάδων και η λειτουργία τους ως αποδιοπομπαίων τράγων άλλωστε, εξασφάλιζε μια επιπρόσθετη ασφάλεια στην υπεράσπιση των κατεστημένων δομών.
Κατά συνέπεια, οι προσπάθειες για την καλλιέργεια του σεβασμού στη διαφορετικότητα συνυπήρχαν με τη διόγκωση και την υπερπροβολή μιας φοβικής ως προς την ετερότητα ρητορικής, σύμφωνα την οποία οι εθνικά/εθνοτικά διαφορετικοί συνιστούσαν απειλή για το έθνος, για τον εθνικό πολιτισμό και για την εθνική ταυτότητα. Οι «εθνοκεντρικοί» αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ικανοί στην εκμετάλλευση των όποιων ευκαιριών τους παρουσιάζονταν. Έτσι, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας, η ισλαμοφοβία κατέλυσε τις δυτικές κοινωνίες και αξιοποιήθηκε από τα ξενοφοβικά λαϊκίστικα κόμματα πολλών από αυτές για να εμπεδώσουν την παρουσία τους, αλλά και για να επιβάλουν την ατζέντα τους και μετατοπίσουν προς την πλευρά τους το πολιτικό σκηνικό.
Η κατάσταση αυτή ενισχύθηκε με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Η πολυπολιτισμικότητα αμφισβητήθηκε ευθέως από κορυφαίους ευρωπαίους πολιτικούς, οι οποίοι ολοένα και περισσότερο πλέον επικαλούνται το έθνος για να δικαιολογήσουν τις πολιτικές τους. Παράλληλα, τα μέτρα μετατροπής της Ευρώπης σε φρούριο εντάθηκαν (Σένγκεν, φράκτες), ενώ οι διώξεις έναντι πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ρομά), αλλά και μεταναστών αυξήθηκαν όχι μόνον στις χώρες της Ανατολικής, αλλά και της Δυτικής Ευρώπης.
Η διαπίστωση σύμφωνα με την οποία οι προκαταλήψεις και ο ρατσισμός αναπτύσσονται ιδιαίτερα κατά τις περιόδους οικονομικής κρίσης έχει ιστορικά επιβεβαιωθεί. Η επίκληση της ανθρώπινης φύσης για την ερμηνεία του φαινομένου, όμως, αποκρύπτει τα συμφέροντα όσων ωφελούνται από την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και από τη στοχοποίηση συγκεκριμένων πληθυσμιακών κατηγοριών. Η γενικευμένη καλλιέργεια του φόβου και της ανασφάλειας και η υπερπροβολή τους καθιστά περισσότερο εύκολη τη πρόσληψη των απλοϊκών –άλλωστε– μηνυμάτων (διώξτε τους μετανάστες για να βρείτε δουλειά, για να βρουν τα παιδιά σας θέση στα νηπιαγωγεία, για να βρείτε κρεβάτια στα νοσοκομεία κ.ο.κ.). Η απογοήτευση από τις συνθήκες της ζωής μπορεί εύκολα να οδηγήσουν στην απώλεια της κριτικής σκέψης και του ορθού λόγου. Ιδιαίτερα όταν η εκπαίδευση, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και μεγάλο μέρος της βιομηχανίας της διασκέδασης ανέχονται ή καλλιεργούν τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και τον εθνικισμό. Πόσες άραγε θα ήταν οι άνεργες που θα αναρωτιόντουσαν κατά πόσο η οικονομική πολιτική έναντι της Ελλάδας θα ήταν διαφορετική εάν στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών δεν προΐστατο ο «Βιετναμέζος» και εάν πρωθυπουργός της Γερμανίας δεν ήταν η «γκιόσα του Βερολίνου» και θα απέρριπταν ξεκάθαρα τις υπονοούμενες συνδηλώσεις των μηνυμάτων αυτών; Αλλά και πόσοι θα ήταν οι εργαζόμενοι, οι οποίοι αφού είδαν τα τελευταία δύο χρόνια τις αποδοχές τους να μειώνονται στο μισό θα απέφευγαν τουλάχιστο ένα πονηρό μειδίαμα στο άκουσμα των πιπεράτων σχολίων για την «ευαισθησία» του ολλανδού υπουργού των Οικονομικών έναντι όλων των «φυλών» του κόσμου εκτός της ελληνικής;
Τα ανωτέρω παραδείγματα είναι ενδεικτικά του τρόπου με τον οποίο επιχειρείται η εκτόνωση των συναισθημάτων του αιτιολογημένου θυμού και της πληγωμένης περηφάνιας σε γνωστά σχήματα κατηγοριοποιήσεων και γενικεύσεων (οι Γερμανοί [όλοι;] θέλουν να κυριέψουν τη χώρα μας). Η επίκληση της καταγωγής του γερμανού υπουργού παραπέμπει ευθέως σε μια αξιολόγηση των πολιτισμών (και όχι συγκεκριμένων στοιχείων τους), η οποία εξάρει το πεσμένο ηθικό του δέκτη, αφού επιβεβαιώνει την ανωτερότητά του, ενώ η επίθεση στην καγκελάριο και στον ολλανδό υπουργό δίνει τροφή στα πιο συντηρητικά σεξιστικά και ομοφοβικά αντανακλαστικά του.
Τα συνθήματα, τα μηνύματα και οι αναφορές που βάλλουν ευθέως κατά της διαφορετικότητας θα αυξάνουν όσο εντείνεται η κρίση και όσο ολοένα και μεγαλύτερες μερίδες του πληθυσμού θα βάλλονται από αυτήν. Ήδη οι προτάσεις για αλλαγή του νόμου για την ιθαγένεια, για περιορισμό του αριθμού των μεταναστών ή για τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα δεν φαίνεται να συναντούν σημαντικές αντιστάσεις εντός των πολιτικών σχηματισμών που αποτελούν το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας ούτε και ηχηρές αντιδράσεις από την πλευρά των θεωρητικών που τους υποστηρίζουν. Εάν λοιπόν, όπως φαίνεται, οι προτάσεις αυτές εντάσσονται σε μια στρατηγική, η οποία αποσκοπεί στον κατακερματισμό των κοινωνικών δυνάμεων, στην υπέρβαση της τρέχουσας κρίσης και τελικά στη διαιώνιση του ισχύοντος οικονομικού και κοινωνικού συστήματος, τότε ίσως οι προτάσεις αυτές ακολουθηθούν και από άλλες σκληρότερες.
Όσοι και όσες όμως πιστεύουν στην ισότητα των ανθρώπων, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, «φυλή», φύλο, σεξουαλική προτίμηση και ειδικές ανάγκες, όπως και στη δυνατότητα όλων των ανθρώπων να συμβάλλουν στην πρόοδο του ανθρώπινου είδους, οφείλουν να αντιπαλέψουν αυτές τις πολιτικές, να αναδείξουν τις πραγματικές τους στοχεύσεις, τις συνέπειές τους και τους υπαρκτούς κινδύνους που ελλοχεύουν από την υλοποίησή τους και να υπερασπιστούν το δικαίωμα στη διαφορά.
enthemata
Οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο κατά την διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών είχαν αντίκτυπο και στην κυριαρχία των κρατών. Η ανάδειξη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ανώτατες πλανητικές αξίες και αρχές δικαίου επέφεραν αλλαγές σε ορισμένα –μέχρι τότε απαράβατα– εθνικά δικαιώματα (π.χ. στα σύνορα). Παράλληλα, οι εθνικές πολιτικές σε σημαντικά ζητήματα, όπως της οικονομίας, της εκπαίδευσης και της υγείας ωθήθηκαν σε «ομογενοποίηση». Διεθνείς οργανισμοί (Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου) και υπερεθνικές ενώσεις (Ευρωπαϊκή Ένωση) φάνηκε να παίρνουν ένα μέρος
από τις αρμοδιότητες, αλλά και από τις δραστηριότητες των εθνών-κρατών.
Το συγκεκριμένο διεθνές περιβάλλον άσκησε πίεση στα κράτη υπέρ των ποικίλων εκφάνσεων ετερότητας, ιδιαίτερα της πολιτισμικής. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό των κρατών, ασκήθηκαν ανάλογες πιέσεις που επήλθαν κυρίως από τη δράση μιας σημαντικής μερίδας ανθρώπων που είχαν απογοητευτεί από την αδυναμία εκπλήρωσης των πολιτικών τους οραμάτων. Το αίτημα για ισότητα όλων των ανθρώπων μετατράπηκε σε αιτήματα αναγνώρισης των κοινωνικών διαφοροποιήσεων και τα κινήματα υποστήριξης των δικαιωμάτων μειονοτικών ομάδων, όπως των εθνικών/ εθνοτικών/πολιτισμικών ομάδων, των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, των τοπικών πολιτισμών και των τοπικών γλωσσών γνώρισαν μεγάλη άνθιση.
Οι πολιτικές «αναγνώρισης της διαφοράς» που –σε ένα βαθμό–αντικατέστησαν τις επανορθωτικές/αντισταθμιστικές πολιτικές άμβλυνσης των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων ήταν οικονομικότερες και ως τέτοιες ταίριαζαν καλύτερα με τα προτάγματα της νεοφιλελεύθερης θεωρίας περί περιορισμού (μέχρι εξάλειψης) των προνοιακών πολιτικών.
Σε θεωρητικό επίπεδο, μια μερίδα προσεγγίσεων που εντάσσονται στο ρεύμα του μεταμοντερνισμού επιχείρησε να «κατοχυρώσει» το πολιτισμικό περιεχόμενο της έννοιας της ισότητας. Σ’ αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερα αξιόλογη θεωρητική προβληματική σχετικά με το έθνος, την ιθαγένεια, τον πολιτισμό, τις ταυτότητες και τις μειονότητες, μεγάλο μέρος της οποίας όμως απέφευγε ή θεωρούσε ξεπερασμένα τα ζητήματα που αφορούν στην οικονομική ισότητα.
Η πορεία προς την «αναγνώριση της διαφοράς» δεν ήταν βέβαια γραμμική, ούτε έλαβε χώρα χωρίς αντιδράσεις, πισωγυρίσματα και ανατροπές, αφού ούτε σαφής πολιτική βούληση υπήρξε ούτε και καθαρή στόχευση. Οι διώξεις, τα εγκλήματα και οι πόλεμοι που προκλήθηκαν από την διόγκωση των ξενοφοβικών και των εθνικιστικών συναισθημάτων και από την καλλιέργεια των προκαταλήψεων και του ρατσισμού δεν φάνηκαν ικανά για να προκαλέσουν μια τέτοια γενικευμένη εκστρατεία, η οποία θα οδηγούσε στην εξάλειψη αυτών των φαινομένων. Η στοχοποίηση ομάδων και η λειτουργία τους ως αποδιοπομπαίων τράγων άλλωστε, εξασφάλιζε μια επιπρόσθετη ασφάλεια στην υπεράσπιση των κατεστημένων δομών.
Κατά συνέπεια, οι προσπάθειες για την καλλιέργεια του σεβασμού στη διαφορετικότητα συνυπήρχαν με τη διόγκωση και την υπερπροβολή μιας φοβικής ως προς την ετερότητα ρητορικής, σύμφωνα την οποία οι εθνικά/εθνοτικά διαφορετικοί συνιστούσαν απειλή για το έθνος, για τον εθνικό πολιτισμό και για την εθνική ταυτότητα. Οι «εθνοκεντρικοί» αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ικανοί στην εκμετάλλευση των όποιων ευκαιριών τους παρουσιάζονταν. Έτσι, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας, η ισλαμοφοβία κατέλυσε τις δυτικές κοινωνίες και αξιοποιήθηκε από τα ξενοφοβικά λαϊκίστικα κόμματα πολλών από αυτές για να εμπεδώσουν την παρουσία τους, αλλά και για να επιβάλουν την ατζέντα τους και μετατοπίσουν προς την πλευρά τους το πολιτικό σκηνικό.
Η κατάσταση αυτή ενισχύθηκε με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Η πολυπολιτισμικότητα αμφισβητήθηκε ευθέως από κορυφαίους ευρωπαίους πολιτικούς, οι οποίοι ολοένα και περισσότερο πλέον επικαλούνται το έθνος για να δικαιολογήσουν τις πολιτικές τους. Παράλληλα, τα μέτρα μετατροπής της Ευρώπης σε φρούριο εντάθηκαν (Σένγκεν, φράκτες), ενώ οι διώξεις έναντι πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ρομά), αλλά και μεταναστών αυξήθηκαν όχι μόνον στις χώρες της Ανατολικής, αλλά και της Δυτικής Ευρώπης.
Η διαπίστωση σύμφωνα με την οποία οι προκαταλήψεις και ο ρατσισμός αναπτύσσονται ιδιαίτερα κατά τις περιόδους οικονομικής κρίσης έχει ιστορικά επιβεβαιωθεί. Η επίκληση της ανθρώπινης φύσης για την ερμηνεία του φαινομένου, όμως, αποκρύπτει τα συμφέροντα όσων ωφελούνται από την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και από τη στοχοποίηση συγκεκριμένων πληθυσμιακών κατηγοριών. Η γενικευμένη καλλιέργεια του φόβου και της ανασφάλειας και η υπερπροβολή τους καθιστά περισσότερο εύκολη τη πρόσληψη των απλοϊκών –άλλωστε– μηνυμάτων (διώξτε τους μετανάστες για να βρείτε δουλειά, για να βρουν τα παιδιά σας θέση στα νηπιαγωγεία, για να βρείτε κρεβάτια στα νοσοκομεία κ.ο.κ.). Η απογοήτευση από τις συνθήκες της ζωής μπορεί εύκολα να οδηγήσουν στην απώλεια της κριτικής σκέψης και του ορθού λόγου. Ιδιαίτερα όταν η εκπαίδευση, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και μεγάλο μέρος της βιομηχανίας της διασκέδασης ανέχονται ή καλλιεργούν τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και τον εθνικισμό. Πόσες άραγε θα ήταν οι άνεργες που θα αναρωτιόντουσαν κατά πόσο η οικονομική πολιτική έναντι της Ελλάδας θα ήταν διαφορετική εάν στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών δεν προΐστατο ο «Βιετναμέζος» και εάν πρωθυπουργός της Γερμανίας δεν ήταν η «γκιόσα του Βερολίνου» και θα απέρριπταν ξεκάθαρα τις υπονοούμενες συνδηλώσεις των μηνυμάτων αυτών; Αλλά και πόσοι θα ήταν οι εργαζόμενοι, οι οποίοι αφού είδαν τα τελευταία δύο χρόνια τις αποδοχές τους να μειώνονται στο μισό θα απέφευγαν τουλάχιστο ένα πονηρό μειδίαμα στο άκουσμα των πιπεράτων σχολίων για την «ευαισθησία» του ολλανδού υπουργού των Οικονομικών έναντι όλων των «φυλών» του κόσμου εκτός της ελληνικής;
Τα ανωτέρω παραδείγματα είναι ενδεικτικά του τρόπου με τον οποίο επιχειρείται η εκτόνωση των συναισθημάτων του αιτιολογημένου θυμού και της πληγωμένης περηφάνιας σε γνωστά σχήματα κατηγοριοποιήσεων και γενικεύσεων (οι Γερμανοί [όλοι;] θέλουν να κυριέψουν τη χώρα μας). Η επίκληση της καταγωγής του γερμανού υπουργού παραπέμπει ευθέως σε μια αξιολόγηση των πολιτισμών (και όχι συγκεκριμένων στοιχείων τους), η οποία εξάρει το πεσμένο ηθικό του δέκτη, αφού επιβεβαιώνει την ανωτερότητά του, ενώ η επίθεση στην καγκελάριο και στον ολλανδό υπουργό δίνει τροφή στα πιο συντηρητικά σεξιστικά και ομοφοβικά αντανακλαστικά του.
Τα συνθήματα, τα μηνύματα και οι αναφορές που βάλλουν ευθέως κατά της διαφορετικότητας θα αυξάνουν όσο εντείνεται η κρίση και όσο ολοένα και μεγαλύτερες μερίδες του πληθυσμού θα βάλλονται από αυτήν. Ήδη οι προτάσεις για αλλαγή του νόμου για την ιθαγένεια, για περιορισμό του αριθμού των μεταναστών ή για τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα δεν φαίνεται να συναντούν σημαντικές αντιστάσεις εντός των πολιτικών σχηματισμών που αποτελούν το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας ούτε και ηχηρές αντιδράσεις από την πλευρά των θεωρητικών που τους υποστηρίζουν. Εάν λοιπόν, όπως φαίνεται, οι προτάσεις αυτές εντάσσονται σε μια στρατηγική, η οποία αποσκοπεί στον κατακερματισμό των κοινωνικών δυνάμεων, στην υπέρβαση της τρέχουσας κρίσης και τελικά στη διαιώνιση του ισχύοντος οικονομικού και κοινωνικού συστήματος, τότε ίσως οι προτάσεις αυτές ακολουθηθούν και από άλλες σκληρότερες.
Όσοι και όσες όμως πιστεύουν στην ισότητα των ανθρώπων, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, «φυλή», φύλο, σεξουαλική προτίμηση και ειδικές ανάγκες, όπως και στη δυνατότητα όλων των ανθρώπων να συμβάλλουν στην πρόοδο του ανθρώπινου είδους, οφείλουν να αντιπαλέψουν αυτές τις πολιτικές, να αναδείξουν τις πραγματικές τους στοχεύσεις, τις συνέπειές τους και τους υπαρκτούς κινδύνους που ελλοχεύουν από την υλοποίησή τους και να υπερασπιστούν το δικαίωμα στη διαφορά.
enthemata
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου