Ο τέταρτος πλανήτης ήταν ο πλανήτης του επιχειρηματία. Ο άνθρωπος αυτός ήταν τόσο απασχολημένος που ούτε καν σήκωσε το κεφάλι του όταν έφτασε ο μικρός πρίγκιπας.
«Καλημέρα» του είπε. «Το τσιγάρο σας έσβησε».
«Τρία και δύο πέντε. Εφτά και πέντε δώδεκα. Δώδεκα και τρία δεκαπέντε. Καλημέρα. Δεκαπέντε κι εφτά είκοσι δύο. Είκοσι δύο κι έξι είκοσι οχτώ. Δεν έχω καιρό να το ξανανάψω. Είκοσι έξι και πέντε τριάντα ένα. Ουφ! Μας κάνουν λοιπόν πεντακόσια ένα εκατομμύρια εξακόσιες είκοσι δύο χιλιάδες εφτακόσια τριάντα ένα».
«Πεντακόσια εκατομμύρια τι;»
«Ε, ακόμα εδώ είσαι; Πεντακόσια εκατομμύρια… δεν ξέρω πια… Έχω τόσο πολλή δουλειά! Εγώ είμαι σοβαρός άνθρωπος, δε χασομεράω με σαχλαμάρες! Δύο και πέντε εφτά…»
«Πεντακόσια ένα εκατομμύρια τι;» ξαναρώτησε ο μικρός πρίγκιπας που έτσι και ροφούσε κάτι δεν εννοούσε να το βάλει κάτω.
Ο επιχειρηματίας σήκωσε το κεφάλι.
«Καλημέρα» του είπε. «Το τσιγάρο σας έσβησε».
«Τρία και δύο πέντε. Εφτά και πέντε δώδεκα. Δώδεκα και τρία δεκαπέντε. Καλημέρα. Δεκαπέντε κι εφτά είκοσι δύο. Είκοσι δύο κι έξι είκοσι οχτώ. Δεν έχω καιρό να το ξανανάψω. Είκοσι έξι και πέντε τριάντα ένα. Ουφ! Μας κάνουν λοιπόν πεντακόσια ένα εκατομμύρια εξακόσιες είκοσι δύο χιλιάδες εφτακόσια τριάντα ένα».
«Πεντακόσια εκατομμύρια τι;»
«Ε, ακόμα εδώ είσαι; Πεντακόσια εκατομμύρια… δεν ξέρω πια… Έχω τόσο πολλή δουλειά! Εγώ είμαι σοβαρός άνθρωπος, δε χασομεράω με σαχλαμάρες! Δύο και πέντε εφτά…»
«Πεντακόσια ένα εκατομμύρια τι;» ξαναρώτησε ο μικρός πρίγκιπας που έτσι και ροφούσε κάτι δεν εννοούσε να το βάλει κάτω.
Ο επιχειρηματίας σήκωσε το κεφάλι.