Με τον προϋπολογισμό του 2015 η κυβέρνηση προβλέπει ότι η φετινή σταθεροποίηση (αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,6%) θα μετατραπεί σε ισχυρή ανάπτυξη, καθώς το 2015 το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,9%. Ατμομηχανές της ανάπτυξης αναμένεται να είναι οι επενδύσεις και οι εξαγωγές.
Σε σχέση με τις επενδύσεις, η κυβέρνηση αναθεώρησε, όπως συνέβαινε και τα προηγούμενα χρόνια, τις προβλέψεις προς τα κάτω για το 2014 – αντί για αύξηση κατά 5,3% αναμένεται τελικά να αυξηθούν κατά 1%. Εύλογα, λοιπόν, μπορεί κανείς να έχει επιφυλάξεις για το 2015, όπου προβλέπεται αύξηση των επενδύσεων κατά 11,7%, τη στιγμή μάλιστα που οι δημόσιες επενδύσεις θα μειωθούν. Ακόμα και αν -για πρώτη φορά- επαληθευτούν οι προβλέψεις, το ύψος των επενδύσεων είναι χαμηλό τόσο σε σχέση με παλαιότερα όσο και σε σχέση με το μέγεθος που χρειάζεται για την αναδιάρθρωση της οικονομίας. Σε σχέση με τις εξαγωγές, όπως παραδέχεται η ίδια η κυβέρνηση, η βελτίωση οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση του τουρισμού, καθώς οι εξαγωγές αγαθών μειώνονται σε σχέση με πέρσι. Ως συνέπεια, η προβλεπόμενη αύξηση επενδύσεων και εξαγωγών -άρα και του ΑΕΠ- το 2015 είναι μάλλον επισφαλής.
Το πρωτογενές πλεόνασμα φέτος εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 1,8% του ΑΕΠ ή 3,3 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας τους στόχους που έχουν τεθεί στο Μνημόνιο. Για το 2015, προβλέπεται να φτάσει το 3% του ΑΕΠ (5,6 δισ. ευρώ) – ακριβώς όσο ο στόχος του Μνημονίου. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι λίγους μήνες πριν, στο Μεσοπρόθεσμο 2015-2018, προβλεπόταν χαμηλότερο ύψος πλεονάσματος κατά 850 εκατ. ευρώ. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση δεν προσπαθεί καν να πιέσει για χαλάρωση των στόχων – όπως κάνουν άλλες κυβερνήσεις. Μένει πιστή κατά γράμμα στις επιταγές του Μνημονίου και τη βασική λογική του ότι μια πτωχευμένη χώρα θα πρέπει να μεταφέρει πόρους προς τις πλουσιότερες για να αποπληρωθεί ένα μη βιώσιμο χρέος.
Η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν εστιάζεται στο αν θα επαληθευτούν οι προβλέψεις για ένα επιμέρους μέγεθος. Δεν αμφισβητούμε ότι η κυβέρνηση μπορεί να πετύχει πλεόνασμα 5,6 δισ. ευρώ το 2015. Άλλωστε, έχει αποδείξει ότι είναι αδίστακτη σε σχέση με το κοινωνικό κόστος για να επιτύχει τους στόχους του Μνημονίου. Αμφισβητούμε, όμως, την υπόθεση ότι για τα επόμενα πολλά χρόνια η οικονομία θα αναπτύσσεται με ρυθμό πάνω από 3% τον χρόνο και ταυτόχρονα θα επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 4% του ΑΕΠ. Η υπόθεση αυτή δεν στέκει ούτε θεωρητικά, ούτε πρακτικά. Τα ελάχιστα παραδείγματα χωρών που έχουν καταφέρει να έχουν πλεονάσματα για πολλά χρόνια δεν είναι γενικεύσιμα.
Η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή στην οποία προχώρησαν οι κυβερνήσεις όλα αυτά τα χρόνια των Μνημονίων έδειξε και τον ταξικό τους προσανατολισμό και, κατ” επέκταση, το κοινωνικό μοντέλο που θέλουν να εφαρμόσουν.
Στο σκέλος των εσόδων, αν στη φορολογία φυσικών προσώπων προστεθεί και η φορολογία περιουσίας (που βασικός της κορμός είναι ο ΕΝΦΙΑ, ο οποίος αφορά κυρίως τα φυσικά πρόσωπα), τότε προκύπτουν τα εξής για τα έτη της κρίσης: Τα φυσικά πρόσωπα, σε συνθήκες πρωτοφανούς μείωσης των εισοδημάτων τους, επιβαρύνθηκαν φορολογικά πολύ περισσότερο από τα νομικά πρόσωπα. Οι φόροι που πλήρωναν τα φυσικά πρόσωπα το 2008, στην αρχή της κρίσης, αντιστοιχούσαν στο 4,7% του ΑΕΠ, ενώ το 2015 θα αντιστοιχούν στο 6,6% του ΑΕΠ. Αντίθετα, τα νομικά πρόσωπα πλήρωναν σε φόρους το 1,8% του ΑΕΠ το 2008, ενώ το 2015 θα πληρώσουν το 1,5% του ΑΕΠ.
Με βάση τους εθνικούς λογαριασμούς, η μείωση των μισθών μεταξύ 2008-2013 ανέρχεται σε 28%, αλλά η φορολογική τους επιβάρυνση έχει μείνει σχεδόν ίδια. Η μείωση των κερδών ανέρχεται σε 23%, η φορολογική τους επιβάρυνση όμως μειώθηκε ακόμα περισσότερο. Αν μάλιστα πάρουμε ως παράδειγμα τους φόρους νομικών προσώπων το 2013, η φορολογική τους επιβάρυνση μειώθηκε κατά 60%!
Το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για να εξηγήσει τα άνοιγμα της ψαλίδας είναι ότι σε συνθήκες ύφεσης μειώθηκαν τα κέρδη των επιχειρήσεων άρα και οι φόροι που πληρώνουν. Μένει, βέβαια, να εξηγηθεί το εξής παράδοξο: γιατί τα έσοδα από τη φορολογία των επιχειρήσεων θα μειωθούν το 2015 κατά 2,35%, τη στιγμή που φέτος το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 0,6% και το 2015 κατά 2,9%;
Η κατανομή των δαπανών από τον τακτικό προϋπολογισμό και το ΠΔΕ στα τρία «κοινωνικά» υπουργεία (Παιδείας, Υγείας, Εργασίας) τα τελευταία έτη είναι αποκαλυπτική του τι έχει συμβεί. Από το 2008 μέχρι και το 2015, η συνολική περικοπή δαπανών για τα υπουργεία που αποτελούν το κέντρο του κοινωνικού κράτους θα ανέλθει σε 8,8 δισ. ευρώ. Ειδικά οι δαπάνες των υπ. Παιδείας και Υγείας έχουν κοπεί σχεδόν στο μισό, αφού τα ποσοστά μείωσης φτάνουν το 39,3% και 44,3% αντίστοιχα. Επίσης, ο κοινωνικός προϋπολογισμός έχει συρρικνωθεί ανάλογα. Τα έξοδα των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής προστασίας και των νοσοκομείων έχουν περικοπεί κατά 25,4% τα τελευταία χρόνια.
Είναι προφανές ότι το κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται, αλλά μόνο το κοινωνικό! Η απάντηση της κυβέρνησης περί της αναγκαιότητας για ένα αρκετά μικρότερο κράτος σκοντάφτει στα πραγματικά στοιχεία (βλέπε πίνακα).
Οι δαπάνες π.χ. για το υπουργείο Δημόσιας Τάξης δεν έχουν κατακρημνιστεί όπως οι υπόλοιπες. Μάλιστα, για φέτος και το 2015 προβλέπεται να είναι αυξημένες σε σχέση με το 2013. Κάποτε, για κάθε ευρώ που δαπανούσε η κυβέρνηση για δημόσια τάξη, δαπανούσε άλλα 4 ευρώ για παιδεία ή υγεία. Τώρα δαπανά μόλις 2,5 ευρώ. Όταν φτάσουμε να έχουμε περισσότερους αστυνομικούς από εκπαιδευτικούς ή γιατρούς, μάλλον η κυβέρνηση θα αισθάνεται δικαιωμένη για το έργο της.
Ο προϋπολογισμός του 2015 δείχνει, λοιπόν, το κοινωνικό μοντέλο που θέλει να εφαρμόσει η κυβέρνηση. Η κοινωνική πλευρά του κράτους (οι συντάξεις, η περίθαλψη, η παιδεία, η εργασία) πληρώνει την «απαίτηση» για μικρότερο κράτος. Η αυταρχική πλευρά του τελευταίου θα εξακολουθεί να υπάρχει ως συμπλήρωμα και αναγκαιότητα για τη λειτουργία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας.
Επιβεβαιώνεται έτσι και η λογική που διαπνέει και το Μεσοπρόθεσμο: το 2018 οι συνολικές δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης θα φτάσουν στο 38% του ΑΕΠ και αν αφαιρέσουμε τους τόκους, οι πρωτογενείς δαπάνες θα βρίσκονται στο 33%, ένα επίπεδο τριτοκοσμικής χώρας.
Με τα μέτρα που παρουσίασε ο ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και την επανεκκίνηση της οικονομίας, που θα περιλαμβάνονται στον δικό του Προϋπολογισμό, δείχνει τουλάχιστον μια αίσθηση του επείγοντος, πράγμα απαραίτητο αν θέλουμε να βγούμε από αυτή την κρίση. Αυτή η αίσθηση είναι που λείπει από ολόκληρο τον προϋπολογισμό που παρουσίασε η κυβέρνηση.
Πηγή: Αυγή
Σε σχέση με τις επενδύσεις, η κυβέρνηση αναθεώρησε, όπως συνέβαινε και τα προηγούμενα χρόνια, τις προβλέψεις προς τα κάτω για το 2014 – αντί για αύξηση κατά 5,3% αναμένεται τελικά να αυξηθούν κατά 1%. Εύλογα, λοιπόν, μπορεί κανείς να έχει επιφυλάξεις για το 2015, όπου προβλέπεται αύξηση των επενδύσεων κατά 11,7%, τη στιγμή μάλιστα που οι δημόσιες επενδύσεις θα μειωθούν. Ακόμα και αν -για πρώτη φορά- επαληθευτούν οι προβλέψεις, το ύψος των επενδύσεων είναι χαμηλό τόσο σε σχέση με παλαιότερα όσο και σε σχέση με το μέγεθος που χρειάζεται για την αναδιάρθρωση της οικονομίας. Σε σχέση με τις εξαγωγές, όπως παραδέχεται η ίδια η κυβέρνηση, η βελτίωση οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση του τουρισμού, καθώς οι εξαγωγές αγαθών μειώνονται σε σχέση με πέρσι. Ως συνέπεια, η προβλεπόμενη αύξηση επενδύσεων και εξαγωγών -άρα και του ΑΕΠ- το 2015 είναι μάλλον επισφαλής.
Το πρωτογενές πλεόνασμα φέτος εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 1,8% του ΑΕΠ ή 3,3 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας τους στόχους που έχουν τεθεί στο Μνημόνιο. Για το 2015, προβλέπεται να φτάσει το 3% του ΑΕΠ (5,6 δισ. ευρώ) – ακριβώς όσο ο στόχος του Μνημονίου. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι λίγους μήνες πριν, στο Μεσοπρόθεσμο 2015-2018, προβλεπόταν χαμηλότερο ύψος πλεονάσματος κατά 850 εκατ. ευρώ. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση δεν προσπαθεί καν να πιέσει για χαλάρωση των στόχων – όπως κάνουν άλλες κυβερνήσεις. Μένει πιστή κατά γράμμα στις επιταγές του Μνημονίου και τη βασική λογική του ότι μια πτωχευμένη χώρα θα πρέπει να μεταφέρει πόρους προς τις πλουσιότερες για να αποπληρωθεί ένα μη βιώσιμο χρέος.
Η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν εστιάζεται στο αν θα επαληθευτούν οι προβλέψεις για ένα επιμέρους μέγεθος. Δεν αμφισβητούμε ότι η κυβέρνηση μπορεί να πετύχει πλεόνασμα 5,6 δισ. ευρώ το 2015. Άλλωστε, έχει αποδείξει ότι είναι αδίστακτη σε σχέση με το κοινωνικό κόστος για να επιτύχει τους στόχους του Μνημονίου. Αμφισβητούμε, όμως, την υπόθεση ότι για τα επόμενα πολλά χρόνια η οικονομία θα αναπτύσσεται με ρυθμό πάνω από 3% τον χρόνο και ταυτόχρονα θα επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 4% του ΑΕΠ. Η υπόθεση αυτή δεν στέκει ούτε θεωρητικά, ούτε πρακτικά. Τα ελάχιστα παραδείγματα χωρών που έχουν καταφέρει να έχουν πλεονάσματα για πολλά χρόνια δεν είναι γενικεύσιμα.
Η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή στην οποία προχώρησαν οι κυβερνήσεις όλα αυτά τα χρόνια των Μνημονίων έδειξε και τον ταξικό τους προσανατολισμό και, κατ” επέκταση, το κοινωνικό μοντέλο που θέλουν να εφαρμόσουν.
Στο σκέλος των εσόδων, αν στη φορολογία φυσικών προσώπων προστεθεί και η φορολογία περιουσίας (που βασικός της κορμός είναι ο ΕΝΦΙΑ, ο οποίος αφορά κυρίως τα φυσικά πρόσωπα), τότε προκύπτουν τα εξής για τα έτη της κρίσης: Τα φυσικά πρόσωπα, σε συνθήκες πρωτοφανούς μείωσης των εισοδημάτων τους, επιβαρύνθηκαν φορολογικά πολύ περισσότερο από τα νομικά πρόσωπα. Οι φόροι που πλήρωναν τα φυσικά πρόσωπα το 2008, στην αρχή της κρίσης, αντιστοιχούσαν στο 4,7% του ΑΕΠ, ενώ το 2015 θα αντιστοιχούν στο 6,6% του ΑΕΠ. Αντίθετα, τα νομικά πρόσωπα πλήρωναν σε φόρους το 1,8% του ΑΕΠ το 2008, ενώ το 2015 θα πληρώσουν το 1,5% του ΑΕΠ.
Με βάση τους εθνικούς λογαριασμούς, η μείωση των μισθών μεταξύ 2008-2013 ανέρχεται σε 28%, αλλά η φορολογική τους επιβάρυνση έχει μείνει σχεδόν ίδια. Η μείωση των κερδών ανέρχεται σε 23%, η φορολογική τους επιβάρυνση όμως μειώθηκε ακόμα περισσότερο. Αν μάλιστα πάρουμε ως παράδειγμα τους φόρους νομικών προσώπων το 2013, η φορολογική τους επιβάρυνση μειώθηκε κατά 60%!
Το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για να εξηγήσει τα άνοιγμα της ψαλίδας είναι ότι σε συνθήκες ύφεσης μειώθηκαν τα κέρδη των επιχειρήσεων άρα και οι φόροι που πληρώνουν. Μένει, βέβαια, να εξηγηθεί το εξής παράδοξο: γιατί τα έσοδα από τη φορολογία των επιχειρήσεων θα μειωθούν το 2015 κατά 2,35%, τη στιγμή που φέτος το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 0,6% και το 2015 κατά 2,9%;
Η κατανομή των δαπανών από τον τακτικό προϋπολογισμό και το ΠΔΕ στα τρία «κοινωνικά» υπουργεία (Παιδείας, Υγείας, Εργασίας) τα τελευταία έτη είναι αποκαλυπτική του τι έχει συμβεί. Από το 2008 μέχρι και το 2015, η συνολική περικοπή δαπανών για τα υπουργεία που αποτελούν το κέντρο του κοινωνικού κράτους θα ανέλθει σε 8,8 δισ. ευρώ. Ειδικά οι δαπάνες των υπ. Παιδείας και Υγείας έχουν κοπεί σχεδόν στο μισό, αφού τα ποσοστά μείωσης φτάνουν το 39,3% και 44,3% αντίστοιχα. Επίσης, ο κοινωνικός προϋπολογισμός έχει συρρικνωθεί ανάλογα. Τα έξοδα των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής προστασίας και των νοσοκομείων έχουν περικοπεί κατά 25,4% τα τελευταία χρόνια.
Είναι προφανές ότι το κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται, αλλά μόνο το κοινωνικό! Η απάντηση της κυβέρνησης περί της αναγκαιότητας για ένα αρκετά μικρότερο κράτος σκοντάφτει στα πραγματικά στοιχεία (βλέπε πίνακα).
Οι δαπάνες π.χ. για το υπουργείο Δημόσιας Τάξης δεν έχουν κατακρημνιστεί όπως οι υπόλοιπες. Μάλιστα, για φέτος και το 2015 προβλέπεται να είναι αυξημένες σε σχέση με το 2013. Κάποτε, για κάθε ευρώ που δαπανούσε η κυβέρνηση για δημόσια τάξη, δαπανούσε άλλα 4 ευρώ για παιδεία ή υγεία. Τώρα δαπανά μόλις 2,5 ευρώ. Όταν φτάσουμε να έχουμε περισσότερους αστυνομικούς από εκπαιδευτικούς ή γιατρούς, μάλλον η κυβέρνηση θα αισθάνεται δικαιωμένη για το έργο της.
Ο προϋπολογισμός του 2015 δείχνει, λοιπόν, το κοινωνικό μοντέλο που θέλει να εφαρμόσει η κυβέρνηση. Η κοινωνική πλευρά του κράτους (οι συντάξεις, η περίθαλψη, η παιδεία, η εργασία) πληρώνει την «απαίτηση» για μικρότερο κράτος. Η αυταρχική πλευρά του τελευταίου θα εξακολουθεί να υπάρχει ως συμπλήρωμα και αναγκαιότητα για τη λειτουργία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας.
Επιβεβαιώνεται έτσι και η λογική που διαπνέει και το Μεσοπρόθεσμο: το 2018 οι συνολικές δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης θα φτάσουν στο 38% του ΑΕΠ και αν αφαιρέσουμε τους τόκους, οι πρωτογενείς δαπάνες θα βρίσκονται στο 33%, ένα επίπεδο τριτοκοσμικής χώρας.
Με τα μέτρα που παρουσίασε ο ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και την επανεκκίνηση της οικονομίας, που θα περιλαμβάνονται στον δικό του Προϋπολογισμό, δείχνει τουλάχιστον μια αίσθηση του επείγοντος, πράγμα απαραίτητο αν θέλουμε να βγούμε από αυτή την κρίση. Αυτή η αίσθηση είναι που λείπει από ολόκληρο τον προϋπολογισμό που παρουσίασε η κυβέρνηση.
Πηγή: Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου