Η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να ανακτήσει τη δημόσια γη και να προσπαθήσεινα τη μετεξελίξει σε κοινή κτήση
συνέντευξη του Κωστη Χατζημιχαλη στη Μαρία Καλαντζοπούλου
Με την ευκαιρία του βιβλίου του «Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης» στη σειρά Ριζοσπαστική σκέψη, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΨΜ
Θα ξεκινήσω την κουβέντα από κάτι που θεωρώ πολύ ενδιαφέρον: την εξήγηση που δίνεις στο βιβλίο για το πώς το εγχείρημα υφαρπαγής της γης εγγράφεται σε ένα παγκόσμιο εγχείρημα αναδιάρθρωσης της συσσώρευσης και άσκησης βιοπολιτικής εξουσίας – κάτι το οποίο, μολονότι εκφάνσεις του που αφορούν την επίθεση στην ιδιωτική και δημόσια γη είναι αισθητές σχεδόν σε όλους, ως συνολικό εγχείρημα δεν είναι προφανές, συχνά ούτε για την Αριστερά.
Νομίζω ότι, στη «θεσμική Αριστερά» –και εννοώ την Αριστερά που είναι οργανωμένη σε πολιτικά κόμματα–, δεν είναι κατανοητή η σημαντική αλλαγή που συνέβη στην Ελλάδα από τα μέσα-τέλη της δεκαετίας του ’80, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο πολύ νωρίτερα: η σταδιακή υπερίσχυση εκείνων των κλάδων της οικονομίας οι οποίοι δίνουν κέρδη χωρίς να βασίζονται σε παραγωγικές επενδύσεις. Δηλαδή, δίνουν κέρδη υπό τη μορφή ενοικίων. Ενοίκιο με την έννοια της προσόδου: από μετοχές, από άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, από ασφάλειες, από real estate και γαιοπρόσοδο από επενδύσεις σε γη, οι οποίες έχουν εκτιναχθεί παγκοσμίως από τη δεκαετία του ’80 και σ’ εμάς, στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του ’90.
Προχωρώντας, τώρα στον προβοκατόρικο, αν μου επιτρέπεις, τίτλο «Το κεφάλαιο επιστρέφει στη γη», θα σε ρώταγα: «Και πότε έφυγε;».
Δεν έφυγε ποτέ. Έβαλα τον τίτλο, όπως λες προκλητικά, γιατί επιστρέφει στη γη με ένα διαφορετικό τρόπο. Ένα παράδειγμα: Οι περιφράξεις που έκαναν οι γαιοκτήμονες, από τον 16ο αιώνα και μετά, προφανώς χρησιμοποιούσαν τη γη έχοντάς την αποκόψει από τα κοινά· την έκαναν με βία ιδιωτική. Ο Άνταμ Σμιθ και αργότερα βέβαια με κριτικό τρόπο ο Μαρξ υπογραμμίζουν τη διαφοροποίηση μεταξύ εισοδημάτων που προέρχονται από την παραγωγή, από ενοίκια και από τόκους. Σήμερα, ενώ έχουμε ακόμα τη μεγάλη γαιοκτησία –και παράλληλα τη μικρή ιδιοκτησία, η οποία έχει μεγάλη σημασία στην ελληνική περίπτωση– το κεφάλαιο επιστρέφει στη γη ακολουθώντας σειρά τάσεων, σε παγκόσμιο επίπεδο, που βλέπουμε να εφαρμόζονται και στην Ελλάδα. Μπορούμε να τις κατατάξουμε σε δυο μεγάλες ομάδες. Η πρώτη αφορά τις μορφές κεφαλαίου που επενδύουν σε γη, ενώ η δεύτερη τους κλάδους και τις διαδικασίες με τις οποίες γίνονται αυτές οι επενδύσεις, καθώς και τις πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες, τις οποίες προϋποθέτουν.
Ποιοι επενδύουν στη γη; Εκτός από τους κλασικούς μεγαλοκεφαλαιούχους, έχουμε την εμφάνιση των θεσμικών επενδυτών. Ολόκληρα κράτη υφαρπάζουν σήμερα τεράστιες εκτάσεις γης στην Αφρική, είτε για την άμεση παραγωγή τροφής για τους κατοίκους τους είτε για να έχουν απόθεμα στο μέλλον. Επίσης, τράπεζες, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία. Τα σουηδικά συνταξιοδοτικά ταμεία, π.χ., αγοράζουν τεράστιες ιδιωτικοποιημένες δημόσιες εκτάσεις στις πρώην ανατολικές χώρες. Το ίδιο κάνουν και το MIT, το Harvard, το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια: αγοράζουν μισοτιμής εκτάσεις στη Λατινική Αμερική, την Αφρική και την Αυστραλία. Και, τέλος, εργαστήρια ιατροφαρμακευτικών εταιρειών ή πανεπιστημίων που υφαρπάζουν γη για να έχουν το δικαίωμα του ελέγχου της βιοποικιλότητας σε περιοχές όπου υπάρχουν μεγάλα φυσικά αποθέματα. Αυτή λοιπόν η πολυμορφία των επενδυτών δεν υπήρχε παλιά. Είναι κάτι που συμβαίνει στα τέλη του 20ού-αρχές του 21ου αιώνα.
Η δεύτερη ομάδα χαρακτηριστικών είναι οι κλάδοι στους οποίους κατευθύνονται αυτές οι επενδύσεις. Έχουμε, π.χ.. διατροφική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο. Βλέπουμε να υφαρπάζονται εκατομμύρια εκτάσεις στον παγκόσμιο Νότο για παραγωγή τροφής ή για παραγωγή βιοκαυσίμων. Έχουμε επενδύσεις που κατευθύνονται σε εξορύξεις κάθε είδους –αυτό που έχει ονομαστεί εξορυκτισμός– όπως στην Ελλάδα οι Σκουριές στη Χαλκιδική στις οποίες αναφέρομαι αναλυτικά στο βιβλίο. Αυτές οι επενδύσεις γίνονται σε στεριά και θάλασσα, με πιο εκτατικό τρόπο από παλιότερα, δημιουργούν ζήτηση για πολύ μεγάλες εκτάσεις για εξορύξεις και προκαλούν πολλαπλάσια κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα. Επίσης, πρέπει να σημειώσουμε την έμφαση στις ΑΠΕ, στις οποίες αναφέρομαι ειδικά και για την Ελλάδα. Οι ΑΠΕ είναι φιλικές οικολογικά, πλην όμως καταναλώνουν γη η οποία είναι πολλές φορές παραγωγική (φωτοβολταϊκά τόξα), ή δημόσια γη (όπως είναι οι ανεμογεννήτριες στις βουνοκορφές, τα ηλιοθερμικά πάρκα κλπ.). Όλα αυτά συνθέτουν μια πολύ αντιφατική κατάσταση. Θέλω επίσης να σταθούμε στο σύγχρονο real estate. Η ανοικοδόμηση που είχαμε παλιότερα συνοδευόταν και με την κατασκευή κατοικιών για μαζική στέγαση, ενώ τώρα είναι μια επιθετική, καθαρά κερδοσκοπική επένδυση που απευθύνεται πάντοτε στο άνω όριο της αγοράς. Ειδικά στη Μεσόγειο έχουμε το τουριστικό real estate που έχει οικοδομήσει και καταστρέψει όλες τις ακτές της. Οι μόνες που έχουν απομείνει είναι οι ελληνικές, γι’ αυτό αποκτούν αυτή τη μεγάλη ζήτηση τώρα και ο νόμος που αποσύρθηκε αποσκοπούσε ακριβώς στην εντατική τους εκμετάλλευση.
«Το κεφάλαιο επιστρέφει στη γη», λοιπόν: ένας τίτλος που θέλει να τονίσει τα διαφορετικού χαρακτήρα, ποιοτικά και συγκυριακά, χαρακτηριστικά της επιστροφής που είναι μαζική, επιθετική, πραγματοποιείται σε πολύ μικρό χρόνο και προϋποθέτει ειδικές θεσμικές ρυθμίσεις. Κάτι που τα προηγούμενα χρόνια γινόταν με τη βία, τώρα γίνεται με τη βία της αποδιάρθρωσης και της αποδυνάμωσης της δημοκρατίας, αυτό ακριβώς που βιώνουμε σήμερα με τα Μνημόνια.
συνέντευξη του Κωστη Χατζημιχαλη στη Μαρία Καλαντζοπούλου
Με την ευκαιρία του βιβλίου του «Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης» στη σειρά Ριζοσπαστική σκέψη, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΨΜ
Θα ξεκινήσω την κουβέντα από κάτι που θεωρώ πολύ ενδιαφέρον: την εξήγηση που δίνεις στο βιβλίο για το πώς το εγχείρημα υφαρπαγής της γης εγγράφεται σε ένα παγκόσμιο εγχείρημα αναδιάρθρωσης της συσσώρευσης και άσκησης βιοπολιτικής εξουσίας – κάτι το οποίο, μολονότι εκφάνσεις του που αφορούν την επίθεση στην ιδιωτική και δημόσια γη είναι αισθητές σχεδόν σε όλους, ως συνολικό εγχείρημα δεν είναι προφανές, συχνά ούτε για την Αριστερά.
Νομίζω ότι, στη «θεσμική Αριστερά» –και εννοώ την Αριστερά που είναι οργανωμένη σε πολιτικά κόμματα–, δεν είναι κατανοητή η σημαντική αλλαγή που συνέβη στην Ελλάδα από τα μέσα-τέλη της δεκαετίας του ’80, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο πολύ νωρίτερα: η σταδιακή υπερίσχυση εκείνων των κλάδων της οικονομίας οι οποίοι δίνουν κέρδη χωρίς να βασίζονται σε παραγωγικές επενδύσεις. Δηλαδή, δίνουν κέρδη υπό τη μορφή ενοικίων. Ενοίκιο με την έννοια της προσόδου: από μετοχές, από άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, από ασφάλειες, από real estate και γαιοπρόσοδο από επενδύσεις σε γη, οι οποίες έχουν εκτιναχθεί παγκοσμίως από τη δεκαετία του ’80 και σ’ εμάς, στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του ’90.
Αυτό όμως, συνοδεύεται από έναν πολύ μεγάλο περιορισμό της φορολογικής βάσης στα εθνικά κράτη, γιατί όλα αυτά τα κέρδη έχουν τη δυνατότητα να αποκρύβονται ή να μεταφέρονται σε φορολογικούς «παραδείσους» κλπ. Παράλληλα, βλέπουμε μια σταδιακή απομείωση των παραγωγικών κλάδων –πάντοτε ως ποσοστιαία συμμετοχή στο ΑΕΠ–, όπως η βιομηχανία, η γεωργία, η ενέργεια, οι επενδύσεις σε δημόσια έργα κλπ. Το δημόσιο χρέος που προκύπτει συνιστά, με τη σειρά του, έναν μηχανισμό πολιτικού ελέγχου, έναν μηχανισμό αναδιανομής εισοδημάτων σε μια κατεύθυνση φτωχοποίησης του πληθυσμού και άσκησης της γεωπολιτικής εξουσίας. Αυτό, πιστεύω, φωτίζει με έναν διαφορετικό τρόπο τη σημασία της γης όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα, και ιδιαίτερα της γης που δημιουργεί γαιοπρόσοδο. Γιατί με αυτό τον τρόπο συμβάλλει στη δημιουργία κερδών από μη δεδουλευμένη εργασία, κερδών, δηλαδή, τα οποία δεν έχουν προέλθει από κάτι συσχετισμένο με την παραγωγή. Και εκεί νομίζω εγγράφεται σήμερα η άνοδος της σημασίας της γης ως υποδοχέα επενδύσεων πλέον καθαρά κερδοσκοπικού χαρακτήρα από πολύ μεγάλες επιχειρήσεις και, κυρίως –αυτό που αλλάζει πάρα πολύ το υπόδειγμα των επενδύσεων σε γη– από τους λεγόμενους «θεσμικούς επενδυτές». Είναι παγκόσμια τάση. Η Ελλάδα δεν εξαιρείται από αυτήν, απλώς είχε μια χρονική καθυστέρηση και σήμερα, η τάση αυτή συμπίπτει με την κρίση χρέους η οποία επιταχύνει τις διαδικασίες υφαρπαγής κυρίως δημόσιας γης.
Προχωρώντας, τώρα στον προβοκατόρικο, αν μου επιτρέπεις, τίτλο «Το κεφάλαιο επιστρέφει στη γη», θα σε ρώταγα: «Και πότε έφυγε;».
Δεν έφυγε ποτέ. Έβαλα τον τίτλο, όπως λες προκλητικά, γιατί επιστρέφει στη γη με ένα διαφορετικό τρόπο. Ένα παράδειγμα: Οι περιφράξεις που έκαναν οι γαιοκτήμονες, από τον 16ο αιώνα και μετά, προφανώς χρησιμοποιούσαν τη γη έχοντάς την αποκόψει από τα κοινά· την έκαναν με βία ιδιωτική. Ο Άνταμ Σμιθ και αργότερα βέβαια με κριτικό τρόπο ο Μαρξ υπογραμμίζουν τη διαφοροποίηση μεταξύ εισοδημάτων που προέρχονται από την παραγωγή, από ενοίκια και από τόκους. Σήμερα, ενώ έχουμε ακόμα τη μεγάλη γαιοκτησία –και παράλληλα τη μικρή ιδιοκτησία, η οποία έχει μεγάλη σημασία στην ελληνική περίπτωση– το κεφάλαιο επιστρέφει στη γη ακολουθώντας σειρά τάσεων, σε παγκόσμιο επίπεδο, που βλέπουμε να εφαρμόζονται και στην Ελλάδα. Μπορούμε να τις κατατάξουμε σε δυο μεγάλες ομάδες. Η πρώτη αφορά τις μορφές κεφαλαίου που επενδύουν σε γη, ενώ η δεύτερη τους κλάδους και τις διαδικασίες με τις οποίες γίνονται αυτές οι επενδύσεις, καθώς και τις πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες, τις οποίες προϋποθέτουν.
Ποιοι επενδύουν στη γη; Εκτός από τους κλασικούς μεγαλοκεφαλαιούχους, έχουμε την εμφάνιση των θεσμικών επενδυτών. Ολόκληρα κράτη υφαρπάζουν σήμερα τεράστιες εκτάσεις γης στην Αφρική, είτε για την άμεση παραγωγή τροφής για τους κατοίκους τους είτε για να έχουν απόθεμα στο μέλλον. Επίσης, τράπεζες, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία. Τα σουηδικά συνταξιοδοτικά ταμεία, π.χ., αγοράζουν τεράστιες ιδιωτικοποιημένες δημόσιες εκτάσεις στις πρώην ανατολικές χώρες. Το ίδιο κάνουν και το MIT, το Harvard, το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια: αγοράζουν μισοτιμής εκτάσεις στη Λατινική Αμερική, την Αφρική και την Αυστραλία. Και, τέλος, εργαστήρια ιατροφαρμακευτικών εταιρειών ή πανεπιστημίων που υφαρπάζουν γη για να έχουν το δικαίωμα του ελέγχου της βιοποικιλότητας σε περιοχές όπου υπάρχουν μεγάλα φυσικά αποθέματα. Αυτή λοιπόν η πολυμορφία των επενδυτών δεν υπήρχε παλιά. Είναι κάτι που συμβαίνει στα τέλη του 20ού-αρχές του 21ου αιώνα.
Η δεύτερη ομάδα χαρακτηριστικών είναι οι κλάδοι στους οποίους κατευθύνονται αυτές οι επενδύσεις. Έχουμε, π.χ.. διατροφική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο. Βλέπουμε να υφαρπάζονται εκατομμύρια εκτάσεις στον παγκόσμιο Νότο για παραγωγή τροφής ή για παραγωγή βιοκαυσίμων. Έχουμε επενδύσεις που κατευθύνονται σε εξορύξεις κάθε είδους –αυτό που έχει ονομαστεί εξορυκτισμός– όπως στην Ελλάδα οι Σκουριές στη Χαλκιδική στις οποίες αναφέρομαι αναλυτικά στο βιβλίο. Αυτές οι επενδύσεις γίνονται σε στεριά και θάλασσα, με πιο εκτατικό τρόπο από παλιότερα, δημιουργούν ζήτηση για πολύ μεγάλες εκτάσεις για εξορύξεις και προκαλούν πολλαπλάσια κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα. Επίσης, πρέπει να σημειώσουμε την έμφαση στις ΑΠΕ, στις οποίες αναφέρομαι ειδικά και για την Ελλάδα. Οι ΑΠΕ είναι φιλικές οικολογικά, πλην όμως καταναλώνουν γη η οποία είναι πολλές φορές παραγωγική (φωτοβολταϊκά τόξα), ή δημόσια γη (όπως είναι οι ανεμογεννήτριες στις βουνοκορφές, τα ηλιοθερμικά πάρκα κλπ.). Όλα αυτά συνθέτουν μια πολύ αντιφατική κατάσταση. Θέλω επίσης να σταθούμε στο σύγχρονο real estate. Η ανοικοδόμηση που είχαμε παλιότερα συνοδευόταν και με την κατασκευή κατοικιών για μαζική στέγαση, ενώ τώρα είναι μια επιθετική, καθαρά κερδοσκοπική επένδυση που απευθύνεται πάντοτε στο άνω όριο της αγοράς. Ειδικά στη Μεσόγειο έχουμε το τουριστικό real estate που έχει οικοδομήσει και καταστρέψει όλες τις ακτές της. Οι μόνες που έχουν απομείνει είναι οι ελληνικές, γι’ αυτό αποκτούν αυτή τη μεγάλη ζήτηση τώρα και ο νόμος που αποσύρθηκε αποσκοπούσε ακριβώς στην εντατική τους εκμετάλλευση.
«Το κεφάλαιο επιστρέφει στη γη», λοιπόν: ένας τίτλος που θέλει να τονίσει τα διαφορετικού χαρακτήρα, ποιοτικά και συγκυριακά, χαρακτηριστικά της επιστροφής που είναι μαζική, επιθετική, πραγματοποιείται σε πολύ μικρό χρόνο και προϋποθέτει ειδικές θεσμικές ρυθμίσεις. Κάτι που τα προηγούμενα χρόνια γινόταν με τη βία, τώρα γίνεται με τη βία της αποδιάρθρωσης και της αποδυνάμωσης της δημοκρατίας, αυτό ακριβώς που βιώνουμε σήμερα με τα Μνημόνια.
Με δεδομένους τους νέους όρους με τους οποίους το κεφάλαιο επιστρέφει στη γη, αλλά και το ότι η υφαρπαγή γης δεν είναι νέο φαινόμενο, ποιες είναι κατά τη γνώμη σου οι βασικές συνιστώσες του νέου υποδείγματος, ιδιαίτερα στην Ελλάδα; Εκτός από τις διαφορές ή τομές, διακρίνεις συνέχειες στην εξέλιξη της καθ’ ημάς υφαρπαγής;
Υφαρπαγή γης στην Ελλάδα δεν έχουμε μόνο την περίοδο της κρίσης χρέους, από το 2010 και μετά. Είναι ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και συγχρόνως ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αυτό που σήμερα εισάγεται στην Ελλάδα, και μου έδωσε την αφορμή για να γράψω το βιβλίο, είναι η οχύρωση της Πολιτείας και των μνημονιακών κυβερνήσεων πίσω από την αφήγηση ότι πρέπει να «ξεπληρώσουμε» το χρέος, δηλαδή μέσα από τη συλλογική κοινωνική ενοχοποίηση ότι «όλοι μαζί το δημιουργήσαμε» και, επομένως, πρέπει όλοι μαζί να το ξεπληρώσουμε. Είναι μια κλασική μετακίνηση της ευθύνης των ελίτ και της ολιγαρχίας στο κοινωνικό σύνολο. Το ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας ή, ακριβέστερα, ένα πολύ σημαντικό ποσοστό έχει υπάρξει στο παρελθόν άρπαγας γης. Αυτή όμως η αρπαγή είχε εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά απ’ ό,τι σήμερα.
Υπήρχαν, δηλαδή, οι μικρο-υφαρπαγές δημόσιας γης που ήταν κυρίως για μικροκαλλιέργειες, για επέκταση του χωραφιού ή καταπατήσεις με σκοπό την οικοδόμηση. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, υπήρχαν οι καταπατήσεις και οι υφαρπαγές από μοναστήρια και την Εκκλησία με βάση διάφορα σουλτανικά φιρμάνια και αυτοκρατορικά χρυσόβουλα ή οι οργανωμένες μακρο-υφαρπαγές της ολιγαρχίας, όπως τα κτήματα Βεΐκου στην Αθήνα, τα κτήματα Νάστου στην Ηλιούπολη κ.ά. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά συμβαίνουν γιατί στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ κτηματολόγιο, δηλαδή οργανωμένη καταγραφή των ιδιοκτησιών. Έτσι, κυριαρχούσε η μικρο-υφαρπαγή και η κοινωνική συνενοχή. Θεωρώ ότι αυτό το πρότυπο αλλάζει γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν εμφανίζεται μεγαλύτερο κεφάλαιο για επενδύσεις σε γη. Και αυτή η τάση βρίσκει μια ισχυρή νομιμοποίηση τη δεκαετία του ’90, με τις αλλαγές του θεσμικού πλαισίου για τον τουρισμό, την άνοδο του χρηματιστηρίου, τις κατοικίες και τα επιχειρηματικά ακίνητα και, κυρίως, με την προετοιμασία της Ολυμπιάδας. Έχω την εκτίμηση ότι αυτή η περίοδος είναι η γέφυρα με την περίοδο που βιώνουμε σήμερα. Το ΤΑΙΠΕΔ δεν έπεσε από τον ουρανό. Προφανώς έχουμε μια εφαρμογή στα καθ’ ημάς της εμπειρίας της Τρόιχαντ από την ιδιωτικοποίηση της Ανατολικής Γερμανίας, αλλά το ΤΑΙΠΕΔ βασίστηκε και στο εγχώριο εγχείρημα ιδιωτικοποίησης και ξεπουλήματος που υποστήριξαν ανώνυμες εταιρείες όπως τα Τουριστικά Ακίνητα, η ΚΕΔ, τα Ολυμπιακά Ακίνητα κ.ο.κ.
Έτσι, το νέο παράδειγμα στην Ελλάδα αποτελεί ταυτόχρονα συνέχεια και τομή με το προηγούμενο καθεστώς. Συνέχεια, με την έννοια ότι παίρνει έτοιμα τα θεσμικά εργαλεία «εξαίρεσης» της Ολυμπιάδας, τα τροποποιεί προς το χειρότερο και τα εφαρμόζει με τη λογική της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» των Μνημονίων: ότι μέσω αυτών θα μπορέσουμε να ξεχρεώσουμε τμήμα του δημόσιου χρέους. Από την άλλη, είναι τομή γιατί όλα αυτά συμβαίνουν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε πυκνό πολιτικό χρόνο, με φτωχοποίηση του πληθυσμού, με αντισυνταγματικές θεσμικές παρεμβάσεις. Και, επίσης, οι εκτάσεις οι οποίες ιδιωτικοποιούνται –η κατεξοχήν διαδικασία υφαρπαγής από το κεφάλαιο– είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές που είχαμε παλιά.
Εξηγείς επίσης, στο βιβλίο, το πώς οι διαστάσεις του νέου καθεστώτος υφαρπαγής αντανακλώνται όχι μόνο στις αξίες ανταλλαγής, αλλά και στις αξίες χρήσης.
Παλιά οι μικρο-υφαρπαγές αποτελούσαν δυνάμει αξίες χρήσεις για τις οικογένειες που τις είχαν πραγματοποιήσει. Μετά (με σταδιακές νομιμοποιήσεις, με γονικές παροχές, με κληρονομιές κλπ.) το χωράφι μετεξελίχθηκε, και μάλιστα ιδιαίτερα στα τουριστικά μέρη, σε καθαρά ανταλλακτική αξία. H σημερινή πτώση της αξίας της γης και των κατοικιών, απομείωσε ουσιαστικά την ανταλλακτική τους αξία. Τώρα, το κρίσιμο είναι ότι ως κοινωνία χάνουμε συλλογικά την ανταλλακτική αξία της δημόσιας γης και των δημόσιων ακινήτων, μέσα από το ξεπούλημα λόγω των ιδιωτικοποιήσεων. Αλλά και σε ατομικό επίπεδο έχουμε χάσει λόγω της κρίσης σημαντικό ποσοστό ανταλλακτικής αξίας της ιδιωτικής περιουσίας. Σήμερα λοιπόν, μέσα από την εφαρμογή του ΕΝΦΙΑ, αλλά και με το άνοιγμα των κόκκινων δανείων που θα ρίξει ξαφνικά στην αγορά χιλιάδες κατοικίες με ιδιαίτερα χαμηλές τιμές για πλειστηριασμούς, μπορεί να βρεθεί ο πολίτης-ιδιώτης να χάνει όχι μόνο την ανταλλακτική αξία της γης και του σπιτιού, αλλά και την ίδια την αξία χρήσης: δηλαδή να χάσει το ίδιο του το σπίτι ή να ξεπουλήσει το χωράφι. Και τότε η σύμπτωση της απαξίωσης της ανταλλακτικής αξίας και της αξίας χρήσης μπορεί να δημιουργήσει πραγματικά κοινωνική, πολιτική έκρηξη
Υφαρπαγή γης στην Ελλάδα δεν έχουμε μόνο την περίοδο της κρίσης χρέους, από το 2010 και μετά. Είναι ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και συγχρόνως ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αυτό που σήμερα εισάγεται στην Ελλάδα, και μου έδωσε την αφορμή για να γράψω το βιβλίο, είναι η οχύρωση της Πολιτείας και των μνημονιακών κυβερνήσεων πίσω από την αφήγηση ότι πρέπει να «ξεπληρώσουμε» το χρέος, δηλαδή μέσα από τη συλλογική κοινωνική ενοχοποίηση ότι «όλοι μαζί το δημιουργήσαμε» και, επομένως, πρέπει όλοι μαζί να το ξεπληρώσουμε. Είναι μια κλασική μετακίνηση της ευθύνης των ελίτ και της ολιγαρχίας στο κοινωνικό σύνολο. Το ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας ή, ακριβέστερα, ένα πολύ σημαντικό ποσοστό έχει υπάρξει στο παρελθόν άρπαγας γης. Αυτή όμως η αρπαγή είχε εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά απ’ ό,τι σήμερα.
Υπήρχαν, δηλαδή, οι μικρο-υφαρπαγές δημόσιας γης που ήταν κυρίως για μικροκαλλιέργειες, για επέκταση του χωραφιού ή καταπατήσεις με σκοπό την οικοδόμηση. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, υπήρχαν οι καταπατήσεις και οι υφαρπαγές από μοναστήρια και την Εκκλησία με βάση διάφορα σουλτανικά φιρμάνια και αυτοκρατορικά χρυσόβουλα ή οι οργανωμένες μακρο-υφαρπαγές της ολιγαρχίας, όπως τα κτήματα Βεΐκου στην Αθήνα, τα κτήματα Νάστου στην Ηλιούπολη κ.ά. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά συμβαίνουν γιατί στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ κτηματολόγιο, δηλαδή οργανωμένη καταγραφή των ιδιοκτησιών. Έτσι, κυριαρχούσε η μικρο-υφαρπαγή και η κοινωνική συνενοχή. Θεωρώ ότι αυτό το πρότυπο αλλάζει γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν εμφανίζεται μεγαλύτερο κεφάλαιο για επενδύσεις σε γη. Και αυτή η τάση βρίσκει μια ισχυρή νομιμοποίηση τη δεκαετία του ’90, με τις αλλαγές του θεσμικού πλαισίου για τον τουρισμό, την άνοδο του χρηματιστηρίου, τις κατοικίες και τα επιχειρηματικά ακίνητα και, κυρίως, με την προετοιμασία της Ολυμπιάδας. Έχω την εκτίμηση ότι αυτή η περίοδος είναι η γέφυρα με την περίοδο που βιώνουμε σήμερα. Το ΤΑΙΠΕΔ δεν έπεσε από τον ουρανό. Προφανώς έχουμε μια εφαρμογή στα καθ’ ημάς της εμπειρίας της Τρόιχαντ από την ιδιωτικοποίηση της Ανατολικής Γερμανίας, αλλά το ΤΑΙΠΕΔ βασίστηκε και στο εγχώριο εγχείρημα ιδιωτικοποίησης και ξεπουλήματος που υποστήριξαν ανώνυμες εταιρείες όπως τα Τουριστικά Ακίνητα, η ΚΕΔ, τα Ολυμπιακά Ακίνητα κ.ο.κ.
Έτσι, το νέο παράδειγμα στην Ελλάδα αποτελεί ταυτόχρονα συνέχεια και τομή με το προηγούμενο καθεστώς. Συνέχεια, με την έννοια ότι παίρνει έτοιμα τα θεσμικά εργαλεία «εξαίρεσης» της Ολυμπιάδας, τα τροποποιεί προς το χειρότερο και τα εφαρμόζει με τη λογική της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» των Μνημονίων: ότι μέσω αυτών θα μπορέσουμε να ξεχρεώσουμε τμήμα του δημόσιου χρέους. Από την άλλη, είναι τομή γιατί όλα αυτά συμβαίνουν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε πυκνό πολιτικό χρόνο, με φτωχοποίηση του πληθυσμού, με αντισυνταγματικές θεσμικές παρεμβάσεις. Και, επίσης, οι εκτάσεις οι οποίες ιδιωτικοποιούνται –η κατεξοχήν διαδικασία υφαρπαγής από το κεφάλαιο– είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές που είχαμε παλιά.
Εξηγείς επίσης, στο βιβλίο, το πώς οι διαστάσεις του νέου καθεστώτος υφαρπαγής αντανακλώνται όχι μόνο στις αξίες ανταλλαγής, αλλά και στις αξίες χρήσης.
Παλιά οι μικρο-υφαρπαγές αποτελούσαν δυνάμει αξίες χρήσεις για τις οικογένειες που τις είχαν πραγματοποιήσει. Μετά (με σταδιακές νομιμοποιήσεις, με γονικές παροχές, με κληρονομιές κλπ.) το χωράφι μετεξελίχθηκε, και μάλιστα ιδιαίτερα στα τουριστικά μέρη, σε καθαρά ανταλλακτική αξία. H σημερινή πτώση της αξίας της γης και των κατοικιών, απομείωσε ουσιαστικά την ανταλλακτική τους αξία. Τώρα, το κρίσιμο είναι ότι ως κοινωνία χάνουμε συλλογικά την ανταλλακτική αξία της δημόσιας γης και των δημόσιων ακινήτων, μέσα από το ξεπούλημα λόγω των ιδιωτικοποιήσεων. Αλλά και σε ατομικό επίπεδο έχουμε χάσει λόγω της κρίσης σημαντικό ποσοστό ανταλλακτικής αξίας της ιδιωτικής περιουσίας. Σήμερα λοιπόν, μέσα από την εφαρμογή του ΕΝΦΙΑ, αλλά και με το άνοιγμα των κόκκινων δανείων που θα ρίξει ξαφνικά στην αγορά χιλιάδες κατοικίες με ιδιαίτερα χαμηλές τιμές για πλειστηριασμούς, μπορεί να βρεθεί ο πολίτης-ιδιώτης να χάνει όχι μόνο την ανταλλακτική αξία της γης και του σπιτιού, αλλά και την ίδια την αξία χρήσης: δηλαδή να χάσει το ίδιο του το σπίτι ή να ξεπουλήσει το χωράφι. Και τότε η σύμπτωση της απαξίωσης της ανταλλακτικής αξίας και της αξίας χρήσης μπορεί να δημιουργήσει πραγματικά κοινωνική, πολιτική έκρηξη
.
Ένα τελευταίο ζήτημα, που σε έχει απασχολήσει στο βιβλίο και το θεωρώ σημαντικό: Ποια είναι, αυτή τη στιγμή, η κατανόηση ή η μη κατανόηση από την πλευρά της ριζοσπαστικής Αριστεράς, του ζητήματος της γης και πόσο πιστεύεις ότι πρέπει να αυτό να αποκτήσει πιο κεντρική θέση στον λόγο της για την κρίση;
Νομίζω ότι όλο αυτό το πακέτο «κρίση δημόσιου χρέους και μαζικές ιδιωτικοποιήσεις γης», καθώς και το θεσμικό οικοδόμημα που τις στηρίζει, μας έχει βρει απροετοίμαστους. Όχι μόνο την ελληνική Αριστερά, αλλά την ευρύτερη θεσμική Αριστερά. Μιλάω κυρίως για τον παγκόσμιο Βορρά, γιατί στη Λατινική Αμερική αυτό το θέμα είναι πολύ ψηλά στην ατζέντα. Και ένας από τους λόγους που έγραψα το βιβλίο είναι ακριβώς για να επαναφέρω το θέμα στην ατζέντα.
Προφανώς πρέπει να τελειώνουμε με τα Μνημόνια και κυρίως με το θεσμικό υπόβαθρο που μας αφήνουν πίσω. Ανάμεσα όμως στα άλλα επείγοντα που έχει να κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς, ένα από τα πρώτα που πρέπει να διασφαλίσει είναι να σταματήσει αυτό το τεράστιο ξεπούλημα και να αναμορφώσει εντελώς το θεσμικό οπλοστάσιο που υποστηρίζει τους άρπαγες της γης και αλλάζει τον σχεδιασμό για τον χώρο. Αλλά, οι ραντιέρηδες δεν είναι πλέον μόνο άτομα: θα έχουμε να κάνουμε με τα λεγόμενα hedge funds, με τα συνταξιοδοτικά ταμεία όπου Γης, με τις τράπεζες, με όλες αυτές τις οργανώσεις που χρησιμοποιούν τη γη ως απόθεμα και ως κερδοσκοπία. Εδώ η Αριστερά έχει μια σειρά από ενδογενή προβλήματα, τα οποία κωδικοποιώ σχηματικά σε τρία:
Το ένα η ελλιπής κατανόηση της σημασίας του ξεπουλήματος της δημόσιας γης ως στοιχείου που αμφισβητεί την εθνική κυριαρχία και τη δημοκρατία. Ο αγώνας καλείται να είναι διμέτωπος: ενάντια στις μικρο- και μακρο-υφαρπαγές.
Το δεύτερο είναι ότι μέχρι τώρα, τουλάχιστον οι παραδοσιακές αντιλήψεις της Αριστεράς, θεωρούσαν τη γη μόνο ως φυσικό πόρο που μπορούμε να εκμεταλλευόμαστε: να τη χτίσουμε, να τη σκάψουμε για να κάνουμε τις εξορύξεις, να χρησιμοποιούμε τα νερά, να την καλλιεργήσουμε, να κάνουμε υποδομές κλπ. Θα ήταν τεράστιο λάθος να υποπέσουμε στην παγίδα ενός οικονομικού παραγωγισμού, που βλέπει τη γη μόνο ως στοιχείο προς εκμετάλλευση. Η συγκυρία μάς επιβάλλει να αντιμετωπίζουμε τη γη στο πλαίσιο της πολιτικής οικολογίας — και δεν πηγαίνω τόσο μακριά όσοι εκείνοι που υποστηρίζουν την αποανάπτυξη όπως ο Λατούς, άρα το σταμάτημα της οποιασδήποτε παραγωγικής χρήσης της γης. Πρέπει όμως να μπουν πολιτικά και κοινωνικά όρια.
Το τρίτο είναι ότι η γη, και κυρίως η δημόσια γη, δεν μπορεί να βρεθεί αυτόματα σε μια καλύτερη κατάσταση με μία αλλαγή διακυβέρνησης. Χρειάζεται μεγάλη συζήτηση, διότι η δημόσια γη δεν ταυτίζεται με την κοινή κτήση. Έχουμε θεσμούς που ορίζουν αυτά τα στοιχεία, έχουμε άρθρα του Συντάγματος (και δεν είναι τυχαίο ότι είναι τα πρώτα που κάθε φορά η Δεξιά επιχειρεί να αναθεωρήσει, λ.χ. το άρθρο 24, το 9, το 117). Χρειάζεται να ξανασκεφτούμε τη συσχέτιση της δημόσιας γης ως δημόσιας κτήσης με την κοινή κτήση. Το να γίνει κοινή κτήση η δημόσια γη πρέπει να το παλέψουμε και κινηματικά, δεν αρκεί η θεσμική θωράκιση. Θα μπορούσε ωστόσο μια κυβερνητική αλλαγή με την Αριστερά στην εξουσία να ταυτιστεί μ’ αυτό το φαντασιακό πρόταγμα: να ανακτήσουμε τη δημόσια γη και να προσπαθήσουμε να μετεξελιχθεί σε κοινή κτήση.
Ο Κωστής Χατζημιχάλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πaνεπιστημίου.
Νομίζω ότι όλο αυτό το πακέτο «κρίση δημόσιου χρέους και μαζικές ιδιωτικοποιήσεις γης», καθώς και το θεσμικό οικοδόμημα που τις στηρίζει, μας έχει βρει απροετοίμαστους. Όχι μόνο την ελληνική Αριστερά, αλλά την ευρύτερη θεσμική Αριστερά. Μιλάω κυρίως για τον παγκόσμιο Βορρά, γιατί στη Λατινική Αμερική αυτό το θέμα είναι πολύ ψηλά στην ατζέντα. Και ένας από τους λόγους που έγραψα το βιβλίο είναι ακριβώς για να επαναφέρω το θέμα στην ατζέντα.
Προφανώς πρέπει να τελειώνουμε με τα Μνημόνια και κυρίως με το θεσμικό υπόβαθρο που μας αφήνουν πίσω. Ανάμεσα όμως στα άλλα επείγοντα που έχει να κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς, ένα από τα πρώτα που πρέπει να διασφαλίσει είναι να σταματήσει αυτό το τεράστιο ξεπούλημα και να αναμορφώσει εντελώς το θεσμικό οπλοστάσιο που υποστηρίζει τους άρπαγες της γης και αλλάζει τον σχεδιασμό για τον χώρο. Αλλά, οι ραντιέρηδες δεν είναι πλέον μόνο άτομα: θα έχουμε να κάνουμε με τα λεγόμενα hedge funds, με τα συνταξιοδοτικά ταμεία όπου Γης, με τις τράπεζες, με όλες αυτές τις οργανώσεις που χρησιμοποιούν τη γη ως απόθεμα και ως κερδοσκοπία. Εδώ η Αριστερά έχει μια σειρά από ενδογενή προβλήματα, τα οποία κωδικοποιώ σχηματικά σε τρία:
Το ένα η ελλιπής κατανόηση της σημασίας του ξεπουλήματος της δημόσιας γης ως στοιχείου που αμφισβητεί την εθνική κυριαρχία και τη δημοκρατία. Ο αγώνας καλείται να είναι διμέτωπος: ενάντια στις μικρο- και μακρο-υφαρπαγές.
Το δεύτερο είναι ότι μέχρι τώρα, τουλάχιστον οι παραδοσιακές αντιλήψεις της Αριστεράς, θεωρούσαν τη γη μόνο ως φυσικό πόρο που μπορούμε να εκμεταλλευόμαστε: να τη χτίσουμε, να τη σκάψουμε για να κάνουμε τις εξορύξεις, να χρησιμοποιούμε τα νερά, να την καλλιεργήσουμε, να κάνουμε υποδομές κλπ. Θα ήταν τεράστιο λάθος να υποπέσουμε στην παγίδα ενός οικονομικού παραγωγισμού, που βλέπει τη γη μόνο ως στοιχείο προς εκμετάλλευση. Η συγκυρία μάς επιβάλλει να αντιμετωπίζουμε τη γη στο πλαίσιο της πολιτικής οικολογίας — και δεν πηγαίνω τόσο μακριά όσοι εκείνοι που υποστηρίζουν την αποανάπτυξη όπως ο Λατούς, άρα το σταμάτημα της οποιασδήποτε παραγωγικής χρήσης της γης. Πρέπει όμως να μπουν πολιτικά και κοινωνικά όρια.
Το τρίτο είναι ότι η γη, και κυρίως η δημόσια γη, δεν μπορεί να βρεθεί αυτόματα σε μια καλύτερη κατάσταση με μία αλλαγή διακυβέρνησης. Χρειάζεται μεγάλη συζήτηση, διότι η δημόσια γη δεν ταυτίζεται με την κοινή κτήση. Έχουμε θεσμούς που ορίζουν αυτά τα στοιχεία, έχουμε άρθρα του Συντάγματος (και δεν είναι τυχαίο ότι είναι τα πρώτα που κάθε φορά η Δεξιά επιχειρεί να αναθεωρήσει, λ.χ. το άρθρο 24, το 9, το 117). Χρειάζεται να ξανασκεφτούμε τη συσχέτιση της δημόσιας γης ως δημόσιας κτήσης με την κοινή κτήση. Το να γίνει κοινή κτήση η δημόσια γη πρέπει να το παλέψουμε και κινηματικά, δεν αρκεί η θεσμική θωράκιση. Θα μπορούσε ωστόσο μια κυβερνητική αλλαγή με την Αριστερά στην εξουσία να ταυτιστεί μ’ αυτό το φαντασιακό πρόταγμα: να ανακτήσουμε τη δημόσια γη και να προσπαθήσουμε να μετεξελιχθεί σε κοινή κτήση.
Ο Κωστής Χατζημιχάλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πaνεπιστημίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου