Διάβασα με ικανοποίηση τη δήλωση του Προκόπη Παυλόπουλου για τον Νίκο Ρωμανό. Αναπόφευκτα, μέρες που είναι, τον θυμήθηκα στα γεγονότα του 2008: να θέτει στη διάθεση του Καραμανλή την παραίτησή του, με το που επιβεβαιώθηκε η δολοφονία του Γρηγορόπουλου· να μιλά για «αμυνόμενη αστυνομία», στη συνέντευξη Τύπου της επόμενης μέρας· να δίνει το στίγμα της διαχείρισης, βγαίνοντας από τη συνεδρίαση της Κυβερνητικής Επιτροπής, αργά το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου – κι ενώ τα σενάρια περί ενεργοποίησης του άρθρου 48 του Συντάγματος βρίσκονταν ήδη στα πρωτοσέλιδα.
Υπήρξαν βεβαίως εντελώς ακροδεξιοί, όπως ο Γεωργιάδης, και εντελώς ανόητοι (όταν τα δύο δεν συνέπιπταν), που ειρωνεύτηκαν τον Παυλόπουλο για τους χειρισμούς εκείνων των ημερών. Μόνο οι ίδιοι δεν αντιλαμβάνονται σήμερα πόσο τέτοιες ποιότητες λείπουν από τη Δεξιά: Το 2008, ο Παυλόπουλος ιεραρχούσε ως μείζον να μην υπάρξουν χειρότερα, και κυρίως, άλλες χαμένες ζωές· σήμερα, στην περίπτωση του Νίκου Ρωμανού, η κυβέρνηση σχεδόν τα προαναγγέλλει. Αλλά πώς εξηγούνται αυτά; Θέλω να πω, είναι γενικώς η διαφορά συγκυρίας; Είναι θέμα μόνο ηθικής συγκρότησης και ατομικής ιδιοσυγκρασίας;
Θα ήταν αφελές αν υποτιμούσε κανείς τις δύο αυτές παραμέτρους. Νομίζω όμως πως το μείζον τον Δεκέμβρη του 2008, αυτό δηλαδή που καθόρισε πολιτικές στάσεις –τόσο της κυβέρνησης, όσο και του άλλου πόλου, του ΣΥΡΙΖΑ–, ήταν ότι χιλιάδες άνθρωποι, σε κάθε γωνιά της χώρας, κυρίως αλλά όχι μόνο μαθητές και μαθήτριες, έπαψαν να φοβούνται. Δεν είναι στις προθέσεις μου μια μεταφυσική της εξέγερσης: λέω για κάτι που πράγματι συνέβη, χωρίς να είναι καθόλου αυτονοήτο ότι θα συμβεί. Το αντίθετο. Αν για κάτι θυμάμαι τον Δεκέμβρη, ήταν ακριβώς γι” αυτή την αίσθηση ότι όλα (όλα όμως: από το πιο ελπιδοφόρο ως το πιο τρομερό) ήταν πια δυνατό να συμβούν. Στις συνθήκες εκείνες, λοιπόν, το κρίσιμο ήταν ότι τόσοι και τόσες, περισσότεροι και διαφορετικοί από τους «συνήθεις υπόπτους», αριστερούς και αναρχικούς, αψήφησαν κινδύνους και βγήκαν στο δρόμο: στάθηκαν μπροστά στην Αστυνομία έξω από τη ΓΑΔΑ, κατέλαβαν σχολεία, επιτέθηκαν σε αστυνομικά τμήματα.
Το σενάριο μιας «δυναμικής» σύγκρουσης στο δρόμο, με όλους αυτούς, είχε το ρίσκο μιας ανεξέλεγκτης γενίκευσης. Και το ρίσκο αυτό η κυβέρνηση Καραμανλή δεν ήταν διατεθειμένη να το αναλάβει. Επειδή η απόσταση εξιδανικεύει καταστάσεις, θυμίζω ότι δεν επρόκειτο για μια οποιαδήποτε κυβέρνηση. Από το 2004 ως εκείνες τις μέρες, με μόνο διάλειμμα τις εκλογές του 2007, επρόκειτο για την ίδια που είχε αιματοκυλήσει φοιτητικές διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις με θύματα όπως στη Λευκίμμη, είχε αφήσει ανενόχλητα τα ΜΑΤ να συμπορεύονται με χρυσαυγίτες και είχε λανσάρει τη σύνδεση ΣΥΡΙΖΑ-«κουκουλοφόρων», προτού την επικαιροποιήσει το ΚΚΕ, διά των γνωστών δηλώσεων, επιβεβαιώνοντας δηλαδή τον καθεστωτισμό του.
Αν ισχύουν αυτά, η εφ” όλης της ύλης σύγκρουση του 2008 διέψευδε τη φιλελεύθερη πίστη (αυτήν που μοιράζονται πολλοί και στην Αριστερά), για την οποία ο ριζοσπαστισμός, αντί της «μετριοπάθειας», κινητοποιεί αντίρροπες δυνάμεις, δημιουργώντας εντέλει μεγαλύτερα προβλήματα απ” αυτά που επιδιώκουν οι φορείς του να λύσουν. Ισχύει και αντίστροφα: η αρχική «μετριοπάθεια» των Αγανακτισμένων του Συντάγματος, ενός κινήματος που θέλησε (και σωστά) να υπερβεί τις πιο μαύρες όψεις του Δεκέμβρη, καθόλου δεν εμπόδισε το χημικό πόλεμο, την ωμή βία και τη φρενίτιδα, ιδίως των μηχανοκίνητων μονάδων της ΕΛ.ΑΣ, που στα τέλη Ιούνη του 2011 έκαναν αίσχη.
Και σήμερα; Είτε στην περίπτωση του Νίκου Ρωμανού, με την ανθρωποφαγική σχετικοποίηση/απολυτοποίηση του νόμου· είτε στην περίπτωση εκλογής Προέδρου από την παρούσα Βουλή, με την προσφυγή σε μια «σοβαρή« Χρυσή Αυγή· είτε τελικά με τη συνέχιση της αιματηρής λιτότητας, ο εξτρεμισμός είναι ο τρόπος της απέναντι πλευράς, ακόμα κι αν η δική μας μείνει άπραγη και χαμηλοβλεπούσα – αν όχι ιδίως τότε. Ας θυμόμαστε, γι” αυτό, πως όταν ξεσπούσε ο Δεκέμβρης, η μόνη δυνατότητα επιλογής ήταν αν θα τον φοβηθούμε.
Το κείμενο δημοσιεύεται στην Αυγή (6.12.2014)
Υπήρξαν βεβαίως εντελώς ακροδεξιοί, όπως ο Γεωργιάδης, και εντελώς ανόητοι (όταν τα δύο δεν συνέπιπταν), που ειρωνεύτηκαν τον Παυλόπουλο για τους χειρισμούς εκείνων των ημερών. Μόνο οι ίδιοι δεν αντιλαμβάνονται σήμερα πόσο τέτοιες ποιότητες λείπουν από τη Δεξιά: Το 2008, ο Παυλόπουλος ιεραρχούσε ως μείζον να μην υπάρξουν χειρότερα, και κυρίως, άλλες χαμένες ζωές· σήμερα, στην περίπτωση του Νίκου Ρωμανού, η κυβέρνηση σχεδόν τα προαναγγέλλει. Αλλά πώς εξηγούνται αυτά; Θέλω να πω, είναι γενικώς η διαφορά συγκυρίας; Είναι θέμα μόνο ηθικής συγκρότησης και ατομικής ιδιοσυγκρασίας;
Θα ήταν αφελές αν υποτιμούσε κανείς τις δύο αυτές παραμέτρους. Νομίζω όμως πως το μείζον τον Δεκέμβρη του 2008, αυτό δηλαδή που καθόρισε πολιτικές στάσεις –τόσο της κυβέρνησης, όσο και του άλλου πόλου, του ΣΥΡΙΖΑ–, ήταν ότι χιλιάδες άνθρωποι, σε κάθε γωνιά της χώρας, κυρίως αλλά όχι μόνο μαθητές και μαθήτριες, έπαψαν να φοβούνται. Δεν είναι στις προθέσεις μου μια μεταφυσική της εξέγερσης: λέω για κάτι που πράγματι συνέβη, χωρίς να είναι καθόλου αυτονοήτο ότι θα συμβεί. Το αντίθετο. Αν για κάτι θυμάμαι τον Δεκέμβρη, ήταν ακριβώς γι” αυτή την αίσθηση ότι όλα (όλα όμως: από το πιο ελπιδοφόρο ως το πιο τρομερό) ήταν πια δυνατό να συμβούν. Στις συνθήκες εκείνες, λοιπόν, το κρίσιμο ήταν ότι τόσοι και τόσες, περισσότεροι και διαφορετικοί από τους «συνήθεις υπόπτους», αριστερούς και αναρχικούς, αψήφησαν κινδύνους και βγήκαν στο δρόμο: στάθηκαν μπροστά στην Αστυνομία έξω από τη ΓΑΔΑ, κατέλαβαν σχολεία, επιτέθηκαν σε αστυνομικά τμήματα.
Το σενάριο μιας «δυναμικής» σύγκρουσης στο δρόμο, με όλους αυτούς, είχε το ρίσκο μιας ανεξέλεγκτης γενίκευσης. Και το ρίσκο αυτό η κυβέρνηση Καραμανλή δεν ήταν διατεθειμένη να το αναλάβει. Επειδή η απόσταση εξιδανικεύει καταστάσεις, θυμίζω ότι δεν επρόκειτο για μια οποιαδήποτε κυβέρνηση. Από το 2004 ως εκείνες τις μέρες, με μόνο διάλειμμα τις εκλογές του 2007, επρόκειτο για την ίδια που είχε αιματοκυλήσει φοιτητικές διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις με θύματα όπως στη Λευκίμμη, είχε αφήσει ανενόχλητα τα ΜΑΤ να συμπορεύονται με χρυσαυγίτες και είχε λανσάρει τη σύνδεση ΣΥΡΙΖΑ-«κουκουλοφόρων», προτού την επικαιροποιήσει το ΚΚΕ, διά των γνωστών δηλώσεων, επιβεβαιώνοντας δηλαδή τον καθεστωτισμό του.
Αν ισχύουν αυτά, η εφ” όλης της ύλης σύγκρουση του 2008 διέψευδε τη φιλελεύθερη πίστη (αυτήν που μοιράζονται πολλοί και στην Αριστερά), για την οποία ο ριζοσπαστισμός, αντί της «μετριοπάθειας», κινητοποιεί αντίρροπες δυνάμεις, δημιουργώντας εντέλει μεγαλύτερα προβλήματα απ” αυτά που επιδιώκουν οι φορείς του να λύσουν. Ισχύει και αντίστροφα: η αρχική «μετριοπάθεια» των Αγανακτισμένων του Συντάγματος, ενός κινήματος που θέλησε (και σωστά) να υπερβεί τις πιο μαύρες όψεις του Δεκέμβρη, καθόλου δεν εμπόδισε το χημικό πόλεμο, την ωμή βία και τη φρενίτιδα, ιδίως των μηχανοκίνητων μονάδων της ΕΛ.ΑΣ, που στα τέλη Ιούνη του 2011 έκαναν αίσχη.
Και σήμερα; Είτε στην περίπτωση του Νίκου Ρωμανού, με την ανθρωποφαγική σχετικοποίηση/απολυτοποίηση του νόμου· είτε στην περίπτωση εκλογής Προέδρου από την παρούσα Βουλή, με την προσφυγή σε μια «σοβαρή« Χρυσή Αυγή· είτε τελικά με τη συνέχιση της αιματηρής λιτότητας, ο εξτρεμισμός είναι ο τρόπος της απέναντι πλευράς, ακόμα κι αν η δική μας μείνει άπραγη και χαμηλοβλεπούσα – αν όχι ιδίως τότε. Ας θυμόμαστε, γι” αυτό, πως όταν ξεσπούσε ο Δεκέμβρης, η μόνη δυνατότητα επιλογής ήταν αν θα τον φοβηθούμε.
Το κείμενο δημοσιεύεται στην Αυγή (6.12.2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου