Του Χρήστου Λάσκου
Αφορμή για όσα ακολουθούν μου έδωσε το άρθρο του πρύτανη του ΑΠΘ Γ. Μυλόπουλου στην Εφ. Συν. της Παρασκευής (6 Σεπτεμβρίου), στο οποίο διαπίστωνε την αναμφισβήτητη ύπαρξη «θετικών» στο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας για το Λύκειο με ασύγγνωστη, κατά τη γνώμη μου, ελαφρότητα. Εξηγούμαι, αμέσως.
Αν θέλαμε να κάνουμε το τοπ τεν των διαφόρων εκδοχών ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που είχαμε στη χώρα μας μετά τη χούντα, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η χειρότερη με διαφορά υπήρξε αυτή της αντιμεταρρύθμισης Αρσένη το 1998. Και ο κύριος λόγος γι’ αυτήν της την κατάταξη
είναι το γεγονός πως επρόκειτο για ένα σύστημα ανηλεούς εξεταστικού βασανισμού των μαθητών και, επομένως, εκμηδενισμού κάθε δυνατότητας για μια αυτόνομη μορφωτική λειτουργία του Λυκείου. Σκεφτείτε: πανελλαδικές εξετάσεις σε 14 μαθήματα στη Β΄ και Γ΄ τάξη. Εξόντωση των παιδιών, διάλυση του Λυκείου, πάρτι για τα φροντιστήρια. Μόνο ένα στοιχείο φθάνει, για να φανεί το μέγεθος της καταστροφής: ο αριθμός των απορριπτόμενων επταπλασιάστηκε (!) άμα τη εφαρμογή του «εκσυγχρονισμένου» συστήματος.
Για μια σειρά από λόγους, η βαρβαρότητα του πράγματος λειάνθηκε κάπως προϊόντος του χρόνου, χωρίς ποτέ, ωστόσο, το Λύκειο να βρει κάποιον ουσιώδη αυτόνομο ρόλο ως εκπαιδευτική βαθμίδα. Κι έρχεται τώρα, το νέο σχέδιο, στο όνομα, μάλιστα, όπως σημειώνεται στο εισηγητικό του, της «καταπολέμησης της μαθητικής οκνηρίας», να επαναφέρει τα πράγματα εις την τάξιν. Να σκληρύνει, δηλαδή, επιπλέον, τις διαδικασίες ελέγχου και προαγωγής, ώστε να διευκολύνει τη μαθητική απόρριψη και, συνεπώς, και τη μαθητική διαρροή. Και, μάλιστα, ενώ τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται απόκλιση από τον ευρωπαϊκό στόχο του 85% απόφοιτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε κάθε γενιά μαθητών –ενώ είχαμε προσεγγίσει το 82%, μετά από το 2009 εμφανίζεται μια σαφής υποχώρηση στο επίπεδο του 79% και η πτώση συνεχίζεται. Προφανώς, τις ευρωπαϊκές οδηγίες τις ακολουθούμε όταν ευνοούν τους ισχυρούς και πλούσιους. Οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις, που αποτελούν τα κατεξοχήν υποκείμενα της μαθητικής διαρροής, σφαγιάζονται στο οικονομικό επίπεδο –γιατί δεν θα έπρεπε να τους συμβαίνει το ίδιο και στο εκπαιδευτικό. Άλλωστε, γι’ αυτούς τους οκνηρούς η εκπαίδευση πάντοτε πολυτέλεια ήταν.
Γιατί, όμως, όλα αυτά; Μα, για να αποκτήσουμε ένα αποτελεσματικό σχολείο, συνδεδεμένο με τις ανάγκες της αγοράς, όπου οι άριστοι διαπρέπουν μπλα, μπλα, μπλα…
Ας το δούμε λίγο κι από αυτήν την πλευρά τα πράγμα. Αξιοποιώντας τους δείκτες αποτελεσματικότητας τους οποίους οι ίδιες οι πολιτικές παρατάξεις που μας εξουσιάζουν θεωρούν ως σημαντικούς είναι γνωστό πως πρώτη σε επιδόσεις χώρα του κόσμου είναι η Φινλανδία. Η οποία κάνει τα ακριβώς, μα ακριβώς, αντίθετα από αυτά που οι νεοφιλελεύθεροι εκσυγχρονιστές μας θεωρούν εκ των ων ουκ άνευ της εκπαιδευτικής βελτίωσης. Τι κάνει, δηλαδή, μεταξύ άλλων; Δίνει στους εκπαιδευτικούς, τους οποίους αναγνωρίζει ως το «σημαντικότερο επάγγελμα», πλήρη παιδαγωγική ελευθερία χωρίς κανενός είδους «αξιολόγηση». Έχει εξοβελίσει στο πυρ το εξώτερον τις τυποποιημένες συνεχείς εξετάσεις για τους μαθητές και τις μαθήτριες και έχει το μικρότερο αριθμό εβδομαδιαίας διδασκαλίας από όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Επιπλέον, σε αντίθεση με τις βλακώδεις νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, παρωθεί τα σχολεία όχι να ανταγωνίζονται, αλλά να συνεργάζονται μεταξύ τους και, μ’ αυτόν τον τρόπο, ρίχνει τις ΗΠΑ δεκάδες θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη. Η ιδιωτική εκπαίδευση είναι σχεδόν εκμηδενισμένη. Οι υστερούντες μαθησιακά όχι μόνο δεν διώχνονται, αλλά, στην κυριολεξία «όλα τα λεφτά» πάνε για να τους κρατήσουν στις σχολικές αίθουσες.
Αυτά τα εξοβελιστέα και σχεδόν… κομμουνιστικά είναι που έκαναν το φινλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα το καλύτερο στον κόσμο, ακόμη και με τους δείκτες που οι εμμονικοί αντιδραστικοί «φίλοι της αγοράς», αποδέχονται.
Γι΄ αυτό η λύση είναι αριστερά. Και για έναν ακόμη λόγο. Γιατί ο σημαντικότερος δείκτης αποτελεσματικότητας του σχολείου θα έπρεπε να είναι οι ευκαιρίες και οι βελτιώσεις που μπορεί να παράσχει σε αυτούς που έχουν τις λιγότερες δυνατότητες. Πράγμα, που, έτσι κι αλλιώς, όπως αποδεικνύει το φινλανδικό παράδειγμα, θα ευνοούσε και την ίδια την συνολική παραγωγική ικανότητα του κοινωνικού σχηματισμού.
Το ενιαίο σχολείο θεωρίας και πράξης, μαζί και η ελεύθερη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, μπορούν να είναι τα θεμέλια ενός μεγάλου μετασχηματισμού. Είναι ο πυρήνας της εκπαιδευτικής πρότασης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Και γίνεται -όχι, βέβαια, με τη σημερινή χρηματοδότηση της εκπαίδευσης του ενός τρίτου του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που μόνο σε «αποτυχημένα κράτη» της παγκόσμιας περιφέρειας θα μπορούσε να βρεθεί.
Αρκεί να πληρώσουν αυτοί που πρέπει.
Δεν έχει, λοιπόν, «θετικά» το νέο σχέδιο. Ένα φθηνό και ταξικότατο σχολείο προδιαγράφει.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
via http://www.rednotebook.gr
Αφορμή για όσα ακολουθούν μου έδωσε το άρθρο του πρύτανη του ΑΠΘ Γ. Μυλόπουλου στην Εφ. Συν. της Παρασκευής (6 Σεπτεμβρίου), στο οποίο διαπίστωνε την αναμφισβήτητη ύπαρξη «θετικών» στο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας για το Λύκειο με ασύγγνωστη, κατά τη γνώμη μου, ελαφρότητα. Εξηγούμαι, αμέσως.
Αν θέλαμε να κάνουμε το τοπ τεν των διαφόρων εκδοχών ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που είχαμε στη χώρα μας μετά τη χούντα, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η χειρότερη με διαφορά υπήρξε αυτή της αντιμεταρρύθμισης Αρσένη το 1998. Και ο κύριος λόγος γι’ αυτήν της την κατάταξη
είναι το γεγονός πως επρόκειτο για ένα σύστημα ανηλεούς εξεταστικού βασανισμού των μαθητών και, επομένως, εκμηδενισμού κάθε δυνατότητας για μια αυτόνομη μορφωτική λειτουργία του Λυκείου. Σκεφτείτε: πανελλαδικές εξετάσεις σε 14 μαθήματα στη Β΄ και Γ΄ τάξη. Εξόντωση των παιδιών, διάλυση του Λυκείου, πάρτι για τα φροντιστήρια. Μόνο ένα στοιχείο φθάνει, για να φανεί το μέγεθος της καταστροφής: ο αριθμός των απορριπτόμενων επταπλασιάστηκε (!) άμα τη εφαρμογή του «εκσυγχρονισμένου» συστήματος.
Για μια σειρά από λόγους, η βαρβαρότητα του πράγματος λειάνθηκε κάπως προϊόντος του χρόνου, χωρίς ποτέ, ωστόσο, το Λύκειο να βρει κάποιον ουσιώδη αυτόνομο ρόλο ως εκπαιδευτική βαθμίδα. Κι έρχεται τώρα, το νέο σχέδιο, στο όνομα, μάλιστα, όπως σημειώνεται στο εισηγητικό του, της «καταπολέμησης της μαθητικής οκνηρίας», να επαναφέρει τα πράγματα εις την τάξιν. Να σκληρύνει, δηλαδή, επιπλέον, τις διαδικασίες ελέγχου και προαγωγής, ώστε να διευκολύνει τη μαθητική απόρριψη και, συνεπώς, και τη μαθητική διαρροή. Και, μάλιστα, ενώ τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται απόκλιση από τον ευρωπαϊκό στόχο του 85% απόφοιτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε κάθε γενιά μαθητών –ενώ είχαμε προσεγγίσει το 82%, μετά από το 2009 εμφανίζεται μια σαφής υποχώρηση στο επίπεδο του 79% και η πτώση συνεχίζεται. Προφανώς, τις ευρωπαϊκές οδηγίες τις ακολουθούμε όταν ευνοούν τους ισχυρούς και πλούσιους. Οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις, που αποτελούν τα κατεξοχήν υποκείμενα της μαθητικής διαρροής, σφαγιάζονται στο οικονομικό επίπεδο –γιατί δεν θα έπρεπε να τους συμβαίνει το ίδιο και στο εκπαιδευτικό. Άλλωστε, γι’ αυτούς τους οκνηρούς η εκπαίδευση πάντοτε πολυτέλεια ήταν.
Γιατί, όμως, όλα αυτά; Μα, για να αποκτήσουμε ένα αποτελεσματικό σχολείο, συνδεδεμένο με τις ανάγκες της αγοράς, όπου οι άριστοι διαπρέπουν μπλα, μπλα, μπλα…
Ας το δούμε λίγο κι από αυτήν την πλευρά τα πράγμα. Αξιοποιώντας τους δείκτες αποτελεσματικότητας τους οποίους οι ίδιες οι πολιτικές παρατάξεις που μας εξουσιάζουν θεωρούν ως σημαντικούς είναι γνωστό πως πρώτη σε επιδόσεις χώρα του κόσμου είναι η Φινλανδία. Η οποία κάνει τα ακριβώς, μα ακριβώς, αντίθετα από αυτά που οι νεοφιλελεύθεροι εκσυγχρονιστές μας θεωρούν εκ των ων ουκ άνευ της εκπαιδευτικής βελτίωσης. Τι κάνει, δηλαδή, μεταξύ άλλων; Δίνει στους εκπαιδευτικούς, τους οποίους αναγνωρίζει ως το «σημαντικότερο επάγγελμα», πλήρη παιδαγωγική ελευθερία χωρίς κανενός είδους «αξιολόγηση». Έχει εξοβελίσει στο πυρ το εξώτερον τις τυποποιημένες συνεχείς εξετάσεις για τους μαθητές και τις μαθήτριες και έχει το μικρότερο αριθμό εβδομαδιαίας διδασκαλίας από όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Επιπλέον, σε αντίθεση με τις βλακώδεις νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, παρωθεί τα σχολεία όχι να ανταγωνίζονται, αλλά να συνεργάζονται μεταξύ τους και, μ’ αυτόν τον τρόπο, ρίχνει τις ΗΠΑ δεκάδες θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη. Η ιδιωτική εκπαίδευση είναι σχεδόν εκμηδενισμένη. Οι υστερούντες μαθησιακά όχι μόνο δεν διώχνονται, αλλά, στην κυριολεξία «όλα τα λεφτά» πάνε για να τους κρατήσουν στις σχολικές αίθουσες.
Αυτά τα εξοβελιστέα και σχεδόν… κομμουνιστικά είναι που έκαναν το φινλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα το καλύτερο στον κόσμο, ακόμη και με τους δείκτες που οι εμμονικοί αντιδραστικοί «φίλοι της αγοράς», αποδέχονται.
Γι΄ αυτό η λύση είναι αριστερά. Και για έναν ακόμη λόγο. Γιατί ο σημαντικότερος δείκτης αποτελεσματικότητας του σχολείου θα έπρεπε να είναι οι ευκαιρίες και οι βελτιώσεις που μπορεί να παράσχει σε αυτούς που έχουν τις λιγότερες δυνατότητες. Πράγμα, που, έτσι κι αλλιώς, όπως αποδεικνύει το φινλανδικό παράδειγμα, θα ευνοούσε και την ίδια την συνολική παραγωγική ικανότητα του κοινωνικού σχηματισμού.
Το ενιαίο σχολείο θεωρίας και πράξης, μαζί και η ελεύθερη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, μπορούν να είναι τα θεμέλια ενός μεγάλου μετασχηματισμού. Είναι ο πυρήνας της εκπαιδευτικής πρότασης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Και γίνεται -όχι, βέβαια, με τη σημερινή χρηματοδότηση της εκπαίδευσης του ενός τρίτου του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που μόνο σε «αποτυχημένα κράτη» της παγκόσμιας περιφέρειας θα μπορούσε να βρεθεί.
Αρκεί να πληρώσουν αυτοί που πρέπει.
Δεν έχει, λοιπόν, «θετικά» το νέο σχέδιο. Ένα φθηνό και ταξικότατο σχολείο προδιαγράφει.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
via http://www.rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου