Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

Άδωνις VS Μαριά και Χρυσοχοϊδης VS Βενιζέλου (Οι ενδεικτικές “συγκρούσεις” τηλεοπτικών προϊόντων)

Του Θέμη Τζήμα

Χθες ζήσαμε τις συγκρούσεις δύο διδύμων “κολοσσιαίου” πολιτικού μεγέθους, σύμφωνα με την ιδέα των ίδιων για τους εαυτούς τους. Οι συγκρούσεις αυτές είναι απολύτως ενδεικτικές για την τραγική ποιότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας των βουλευτών και εν γένει της πολιτικής ελίτ. Το σημαντικό είναι πως και στις δύο περιπτώσεις, όλοι είχαν δίκιο σε ό,τι αφορά αυτά που καταμαρτύρησαν ο ένας στον άλλον.
Ο γκροτέσκος διάλογος Αδώνιδος- για να σεβαστούμε τις αρχαιοπρεπείς του προτιμήσεις- και Νότη Μαριά είναι η πρώτη περίπτωση. Όντως ο Άδωνις είναι “κωλοτούμπας” και φυσικά ο Νότης Μαριάς δεν πάει πίσω στις κυβιστήσεις, ίσως μάλιστα και τον ξεπερνά. Αυτό που δεν είπε βεβαίως κανένας από τους δύο είναι ότι και οι δύο αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις τηλεοπτικών προϊόντων.
Ο μεν Άδωνις ξεκίνησε ως τηλεοπτικός πλασιέ βιβλίων που έβγαζε γέλιο με τα εμπορικό- ακροδεξιά παραληρήματά του. Εξελίχθηκε σε “σελέμπριτι” χάρη και στη σύζυγό του και σε εκπρόσωπο της δεξιάς τάσης εντός ενός ακροδεξιού- αρχικά- κόμματος, με λαϊκοδεξιά ρητορική. Όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου χρειάστηκε πολιτική στήριξη για το πρώτο μνημόνιο και το μεσοπρόθεσμο, όπου Παπανδρέου και Βενιζέλος μεταξύ άλλων εκθείαζαν την “υπευθυνότητα” Καρατζαφέρη, ο Άδωνις βρέθηκε στο στοιχείο του: από λαϊκοδεξιός ακροδεξιός, μετετράπη σε νεοφιλελεύθερο ακροδεξιό,
δηλαδή σε ένα γνήσιο νεοσυντηρητικό στην υπηρεσία του παρασιτισμού.
Και όταν ο αρχηγός του στον οποίο ορκιζόταν πίστη, παρατράβηξε τους τυχοδιωκτισμούς του με τα μέσα- έξω από την κυβέρνηση Παπαδήμου, ο ξύπνιος- διαφορετικό από το έξυπνος- Άδωνις πόνταρε στη ΝΔ του Σαμαρά που απελπισμένα έψαχνε για στελέχη με τηλεοπτική εμπειρία. Το ποντάρισμα του βγήκε και εξελέγη βουλευτής.
Ο Νότης Μαριάς πέρα από την προγενέστερη πολιτική του παρουσία, σε ό,τι αφορά τη σημερινή του δραστηριότητα και ιδιότητα είναι επίσης τηλεοπτικό πολιτικό “προϊόν”. Όντως είναι ένας από εκείνους που με συνέπεια τάχθηκαν εξαρχής κατά της μνημονιακής πολιτικής. Δεν ήταν ούτε από τους εμβριθεστέρους αναλυτές ωστόσο, ούτε από τους πλέον διεισδυτικούς. Τσαλαβουτούσε εξαρχής στα θολά νερά μιας “πατριωτικής” ανάλυσης της κρίσης που παρότι σε ορισμένες της πτυχές είναι ορθή, όταν τίθεται στο κέντρο της ανάλυσης συσκοτίζει την πραγματική φύση της κρίσης, διότι δεν εστιάζει στο χαρακτήρα της ως συστημικής καπιταλιστικής κρίσης. Παρό,τι πιο εύπεπτη ως ανάλυση, αυτή που προτάσσει το εθνικό στοιχείο στην πράξη είναι ή άλλη όψη όσων καταστροφικών υποστήριζε σύσσωμη η κυβέρνηση Παπανδρέου και Παπαδήμου αργότερα, περί ιδιαίτερης ελληνικής κρίσης που είναι σχεδόν άσχετη από τη διεθνή κρίση- αυτό υποστήριζαν για να δικαιολογήσουν τα μνημόνια και κατόπιν άρχισαν να τροποποιούν τη ρητορική τους.
Αφού λοιπόν ο κος Μαριάς απόλαυσε την τηλεοπτική υπέρ- προβολή του, διαπραγματεύτηκε με το ΣΥΡΙΖΑ και τελικά πόνταρε στον “ευρύχωρο” Καμμένο, που έδωσε στέγη και σε άλλες εκ του αποτελέσματος κρινόμενες ως τυχοδιωκτικές συμπεριφορές τύπου Δημαρά. Το ποντάρισμα του βγήκε και εξελέγη βουλευτής, αναπαράγοντας μια χυδαία, εργαλειακή αντίληψη του κομματικού φαινομένου: δεν επιλέγουμε κόμμα βάσει αξιακού και πολιτικού πλαισίου αλλά βάσει τίνος η επετηρίδα μας βολεύει.
Στην πραγματικότητα τόσο ο Άδωνις όσο και ο Μαριάς- όπως και οι πάρα πολλοί όμοιοί τους- σηματοδοτούν το πέρασμα σε μια φάση παρακμής, όπου τα κόμματα ξαναγίνονται θνησιγενή και προσωποπαγή. Σηματοδοτούν την επιστροφή στον παλαιοκομματισμό του 19ου αιώνα. Ο ιδεολογικός χαρακτήρας των κομμάτων προσδιορίζεται από τον εκάστοτε “αρχηγό” και τις ακροβασίες του. Το κόμμα αυτό καθ’ εαυτό δεν υπάρχει: υπάρχει μόνο η κοινοβουλευτική ομάδα και ορισμένες υποτυπώδεις δομές προς τακτοποίηση αποτυχόντων πολιτευτών. Το πραγματικό πεδίο μάχης δεν είναι οι μαζικοί χώροι αλλά τα ελεγχόμενα τηλεοπτικά πλατό. Από αυτήν την παρακμιακή αντίληψη δεν είναι απρόσβλητο ούτε ένα μεγάλο τμήμα της αριστεράς. Θα έλεγε κανείς ότι πλην ΚΚΕ και ίσως Χρυσής Αυγής, πουθενά πια δε συναντά κανείς έστω σχετικά ισχυρές κομματικές δομές. Οι κομματικές δομές αντιμετωπίζονται ως “μπανάλ” και δύσκολες ενώ οι τηλεοπτικές παρουσίες ως εύκολες και έχουσες μεγαλύτερο εκλογικό αντίκτυπο.
Μια σειρά κομμάτων- ακόμα και της αριστεράς- αντιμετωπίζουν το λαό ως εκλογικό σώμα και μόνο. Ενδιαφέρονται για ψηφοφόρους που εκφράζουν στις κάλπες τη βουβή οργή τους και όχι να συγκροτήσουν σε μπλοκ δυνάμεων μια ισχυρή κοινωνική βάση, με διαρκή παρουσία στο προσκήνιο. Είναι λογικό λοιπόν σε ένα τέτοιο σκηνικό να μπορεί κανείς να μεταπηδά από κόμμα σε κόμμα, να ποντάρει αναλόγως του που βλέπει καλύτερες προοπτικές εκλογιμότητας, καθώς τα ιδεολογικά πλαίσια είναι θολά, συγκεχυμένα και απλουστευτικά.
Η σύγκρουση Χρυσοχοϊδη- και Λοβέρδου- από τη μια και Βενιζέλου από την άλλη είναι επίσης σύγκρουση μεταξύ τηλεοπτικών προϊόντων του κατεστημένου. Είναι αλήθεια ότι ο Βενιζέλος κινείται εντελώς τυχοδιωκτικά, όπως όμως πάντα έκανε. Όταν υπέγραφε ως αντιπρόεδρος και υπουργός οικονομικών τη λήψη μέτρων ύψους 11,5 δις ήξερε ότι αυτά θα επιβάρυναν την ύφεση και θα διέλυαν τις δυνατότητες επιβίωσης τεραστίου τμήματος του ελληνικού λαού. Ήξερε από που θα προέλθουν αυτά τα λεφτά καθώς ο ίδιος διασφάλισε ότι το μεγάλο και παρασιτικό κεφάλαιο θα μείνει κατ΄ουσίαν στο απυρόβλητο. Γι’ αυτό ήταν και ο εκλεκτός του κατεστημένου στη διαδοχή Παπανδρέου. Από την άλλη είναι επίσης αλήθεια ότι οι Χρυσοχοϊδης και Λοβέρδος τον υπονομεύουν προσωπικά- το να μιλάμε για “παράταξη” και υπονόμευσή της μπορεί να εκληφθεί μάλλον ως μαύρο χιούμορ του Βενιζέλου- όπως άλλωστε έκαναν και με τον Παπανδρέου, πράγμα που ο Βενιζέλος απολάμβανε δεόντως καθώς τον βόλευε στις επιδιώξεις του. Οι πρώην σύμμαχοι Βενιζέλου πάντα είχαν προσωπικές, οπορτουνιστικές στρατηγικές που ακολουθούσαν τις επιταγές όσων πολιτικά τους πατρωνάρουν.
Αυτό που καταδεικνύει το εν λόγω πολιτικό δίδυμο ή καλύτερα πολιτικό τρίο είναι ο αμοραλιστικός, αξιακά κενός τυχοδιωκτισμός από τον οποίο εμφορείται η κυρίαρχη πολιτική κάστα της τηλεοπτικό- πολιτικής φούσκας. Και οι τρεις είναι πολιτικά “γεννήματα” του άναρχου, ιδιωτικού ραδιοτηλεοπτικού τοπίου που δόμησε η παρασιτική επιχειρηματική ελίτ. Αυτή η ελίτ προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντά της ανέδειξε τα πλέον εύκαμπτα στοιχεία ως κυρίαρχα, χάρη στην οπισθοχώρηση του κομματικού φαινομένου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Λοβέρδος που από τη μια μάχεται το κατεστημένο των πρυτάνεων- υποτίθεται- και από την άλλη προτείνει ιδιώτες χορηγούς για κάθε βουλευτή. Ακόμα χαρακτηριστικότερο ο Βενιζέλος που σημάδεψε κάθε υπουργική του θητεία με νομοθετήματα κομμένα και ραμμένα στην υπηρεσία της επιχειρηματικής ελίτ. Για το Χρυσοχοϊδη τα πράγματα είναι αυταπόδεικτα.
Η σύγκρουσή των τριών λοιπών είναι πολιτικά και αξιακά κενή: έχει απλά να κάνει με το διαχειριστή εντός της ίδιας πολιτικής. Γι’ αυτό και είναι τόσο προσωπική. Εκεί που λείπει η πολιτική ουσία μπαίνει στη μέση η προσωπική πολεμική ή αλλιώς το ξεκατίνιασμα. Και φυσικά τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο τους τρεις αλλά και μια “στρατιά” ακόμα στελεχών.
Οι παραπάνω προσωπικές συγκρούσεις αν αφορούσαν τηλεοπτικές διασημότητες απλά θα αποτελούσαν “καυτά” θέματα για μεσημεριανές εκπομπές. Λαμβάνοντας χώρα εντός της πολιτικής διαδικασίας αποδεικνύουν τον κύκλο πολιτικής παρακμής στον οποίο έχει εισέλθει εδώ και χρόνια η πολιτική ζωή της χώρας

www.harta.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου