Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Λύκε, λύκε είσαι εδω;

Των Παναγιώτη Μάρκου και Ζωής Χαλιδιά

Οι τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα ανέδειξαν την κρίση αντιπροσώπευσης που υπάρχει εδώ και αρκετούς μήνες στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Έγινε πλέον φανερό ότι τόσο η ΝΔ όσο και τοΠΑΣΟΚ δεν κατάφεραν να πείσουν με την ρητορική τους ότι η πολιτική της πειθάρχησης στην πολιτική της φτώχειας θα απέβαινε, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, υπέρ της ευημερίας των πολιτών.
Η απώλεια της τάξης των 3.300.000 ψηφοφόρων στις πρόσφατες εκλογές σε σχέση με τις αντίστοιχες του 2009, είναι στοιχείο που αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Έτσι, η ρητορική που εμφάνιζε το «συμφέρον» της άρχουσας τάξης ως «συμφέρον» της χώρας έπεσε στο κενό. Το γεγονός αυτό κάνει έκδηλη και αδιαμφισβήτητη την κρίση ηγεμονίας που αντιμετωπίζει στην Ελλάδα το άρχον συγκρότημα.
Αλλά ας δούμε από πιο κοντά αυτή τη ρητορική που απέτυχε. Για να την κατανοήσουμε καλύτερα,
πρέπει να δούμε ποια ήταν τα σημαίνοντα που χρησιμοποίησε:
Σημαίνον πρώτο: «Τα μέτρα είναι επώδυνα αλλά αναγκαία».
Σημαίνον δεύτερο: «Τα μέτρα είναι δυσάρεστα και για μας τους Έλληνες πολιτικούς αλλά επιβάλλονται από τους εταίρους μας».
Σημαίνον τρίτο: «Η συμμετοχή στης χώρας μας στη ζώνη του ευρώ, καθιστά μονόδρομο της πολιτική της λιτότητας».
Σημαίνον τέταρτο: «Εμείς, ως Έλληνες πολίτες, φταίμε για τη χρεοκοπία της χώρας μας και ήρθε η ώρα να πληρώσουμε το τίμημα της κακής διαχείρισης που κάναμε».
Σημαίνον πέμπτο: «Μπροστά στη σωτηρία της χώρας, κάθε θυσία είναι μικρή».
Είναι προφανές ότι η ρητορική που συνοψίζεται στα πέντε παραπάνω σημαίνοντα από μεριάς των ισχυρότερων, μέχρι πρότινος, κομματικών σχηματισμών, κατέρρευσε. Κατέρρευσε η ρητορική που υπέκρυπτε ότι το ευρώ φτιάχτηκε:
1. για να υποτάξει τις επιθυμίες των υποτελών τάξεων στις επιθυμίες του μεγάλου κεφαλαίου αφενός και
2. για να αμβλύνει τις οξύτητες που προκαλεί ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα εθνικά κράτη, αφετέρου.
Πρέπει επομένως να είναι καθαρό ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιδεολογική κρίση του άρχοντος συγκροτήματος, που αποκτά χαρακτηριστικά κρίσης ηγεμονίας. Οι υποτελείς τάξεις δεν πείθονται να συναινέσουν ότι το «συμφέρον» του μεγάλου κεφαλαίου είναι και «συμφέρον» ολόκληρης της κοινωνίας.
Άρα, τα κόμματα εξουσίας και οι πολιτικοί τους ηγέτες, απέτυχαν στο να εκπροσωπήσουν και να μεταγγίσουν στις λαϊκές μάζες τις επιθυμίες του μεγάλου κεφαλαίου.
Οι φαντασιώσεις που διατηρούσαν για τον εαυτό τους οι εν λόγω ηγέτες -ξεκομμένοι από την πραγματικότητα των λαϊκών μαζών- είναι διαστροφικού χαρακτήρα. Όμως, ας εξηγηθούμε καλύτερα: ποιας μορφής είναι η φαντασίωσή τους ώστε να καθίσταται διαστροφική;
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον Βενιζέλο.
Το υποκείμενο Βενιζέλος αναγόρευσε τον εαυτό του στο επίπεδο του Σωτήρα της Πατρίδας. Το εν λόγω εγχείρημα που ανέλαβε το βίωσε ως Χρέος απέναντι στην Πατρίδα. Αυτή τη διεστραμμένη στάση έχει κανείς όταν υιοθετεί τη θέση του απλού εργαλείου της Βούλησης του μεγάλου Άλλου. Ισχυρίζεται εντός του ο Βενιζέλος ότι Δεν είναι δική μου η ευθύνη, δεν είμαι εγώ ουσιαστικά αυτός που το κάνει, εγώ είμαι απλώς ένα εργαλείο στην υπηρεσία της Ιστορικής Αναγκαιότητας. Η αισχρή απόλαυση αυτής της κατάστασης δημιουργείται από το γεγονός ότι θεωρεί τον εαυτό του αθώο γι αυτό που κάνει. Αυτό που πιστεύει και ισχυρίζεται εν ολίγοις είναι ότι είμαι ικανός να επιβάλλω πόνο στους άλλους έχοντας πλήρη επίγνωση ότι δεν ευθύνομαι γι αυτό, δεν δημιούργησα εγώ αυτήν την κατάσταση, εγώ απλώς την παρέλαβα, έτσι και γι αυτό απλώς, εκπληρώνω την Βούληση του Άλλου. Αυτή είναι η απάντηση που δίνει ο διεστραμμένος σαδιστής στο ερώτημα «πως μπορεί το υποκείμενο να είναι ένοχο, όταν απλώς υλοποιεί μια αντικειμενική, έξωθεν επιβεβλημένη αναγκαιότητα;». Εν ολίγοις ο Βενιζέλος με το να υποκειμενικοποιεί την αντικειμενική αναγκαιότητα, εισπράττει απόλαυση από αυτό που του έχει επιβληθεί. Το εν λόγω υποκείμενο νιώθει ως εξής: «Κάποιος πρέπει να κάνει τη βρώμικη δουλειά. Άλλωστε είναι εύκολο, μα πολύ εύκολο, να κάνει κάποιος μια ευγενική πράξη για την πατρίδα του. Είναι εύκολο ακόμα και αν αυτή η ευγενική πράξη είναι να θυσιάσει την ζωή του για εκείνη. Είναι όμως, πολύ πιο δύσκολο να κάνει έγκλημα για την πατρίδα του. Εγώ λοιπόν, είμαι απολύτως υπεύθυνος πατριώτης που μπορώ ακόμα και έγκλημα να κάνω στο Όνομά της».
Η Χάννα Αρέντ στο έργο της «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ» δίνει μια ακριβή περιγραφή της υπεκφυγής που κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν οι Ναζί εκτελεστές προκειμένου να αντέξουν τις φριχτές πράξεις που έκαναν. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν πλήρη επίγνωση ότι οι πράξεις τους προκαλούσαν εξευτελισμό, πόνο και θάνατο στα θύματα τους. Για να αποφύγουν αυτή την κατάσταση, αντί να λένε «τι φρικτά πράγματα κάνουμε σε αυτούς τους ανθρώπους!» έλεγαν «τι φρικτά πράγματα αναγκαζόμαστε να κάνουμε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων μας, πόσο βαριά πέφτει στους ώμους μας η αποστολή». Με αυτόν τον τρόπο κατάφεραν να στρεβλώσουν την αντίσταση απέναντι στον πειρασμό που ήταν να υποκύψουν σε έναν στοιχειώδη οίκτο και μια στοιχειώδη συμπόνια απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, που προκαλούσαν στα θύματά τους.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η διαστροφή δεν ορίζεται από το περιεχόμενο των πράξεων αλλά έγκειται, στην πιο θεμελιώδη της εκδοχή, στην τυπική δομή του τρόπου με τον οποίο ο διεστραμμένος σχετίζεται με την αλήθεια και τον λόγο. Ο διεστραμμένος ισχυρίζεται ότι έχει άμεση πρόσβαση σε έναν εκπρόσωπο του μεγάλου Άλλου (από τον θεό, την πατρίδα, τον κομμουνισμό και την ιστορία, μέχρι την επιθυμία του ερωτικού συντρόφου), ώστε να μπορεί να δρα κατευθείαν ως εργαλείο της βούλησης του μεγάλου Άλλου, αίροντας οποιαδήποτε γλωσσική αμφισημία. Με αυτήν την φαντασίωση λειτούργησε λίγο – πολύ, όλο το πολιτικό προσωπικό των κομμάτων της εξουσίας καθώς και οι ηγέτες τους.
Η εν λόγω φαντασίωση κατέρρευσε με τις εκλογές και το μόνο που τα εν λόγω υποκείμενα βιώνουν αυτή την κατάρρευση ως αχαριστία και αγνωμοσύνη των ευεργετηθέντων (νοούνται εδώ ως ευεργετηθέντες οι Έλληνες πολίτες που δεν κατενόησαν την ευεργεσία). Με δεδομένο λοιπόν, αυτό το ιδεολογικό σκηνικό, γίνεται αντιληπτό το μέγεθος κρίσης της ηγεμονίας που έχουν οι πολιτικοί εκπρόσωποι των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Από την άλλη, γίνεται σαφής η ρήξη του δεσμού μεταξύ εκπροσωπούντων και εκπροσωπούμενων, όπου εκπροσωπούμενοι είναι η άρχουσα τάξη και οι σύμμαχοι της και εκπροσωπούντες είναι τα πολιτικά τους κόμματα. Η ρήξη αυτή συντελείται ταυτόχρονα τόσο στο επίπεδο της εκπροσώπησης μέσα στο κρατικό σύστημα όσο και στο οργανωτικό πεδίο.
Το ιδεολογικό κενό που δημιουργεί η εν λόγω κρίση ηγεμονίας, έρχεται να πληρώσει ο φασισμός. Αλλά ποιος είναι φασίστας σήμερα; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του; Είναι μήπως εκείνος που φοράει μια φαιόχρωμη στολή, χαιρετάει σηκώνοντας το δεξί χέρι ψηλά φωνάζοντας δυνατά «Χάιλ» και έχει στο μπράτσο του ένα περιβραχιόνιο με την σβάστικα; Όχι. Σίγουρα όχι. Ο φασισμός είναι ντυμένος με πολιτικά. Θα ήταν τόσο παρήγορο για μας, αν κάποιος εμφανίζονταν στο παλκοσένικο του κόσμου και έλεγε: «Θέλω να ανοίξω το Άουσβιτς, θέλω πάλι να δω τους μελανοχιτώνες να παρελαύνουν στους δρόμους!» Αλοίμονο, η ζωή δεν είναι τόσο απλή. Ο φασισμός έχει επιστρέψει ντυμένος με τα πιο αθώα ρούχα. Κι εδώ και χρόνια κυκλοφορεί ανάμεσά μας ως ευυπόληπτος πολίτης.
rednotebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου