Θανάσης Σκαμνάκης, Παναγιώτης Φραντζής
Μια μεγάλων και επικίνδυνων διαστάσεων εκστρατεία βρίσκεται σε εξέλιξη το τελευταίο διάστημα με άμεσα θύματα τους μετανάστες. Επίσημη πολιτεία, αστυνομικό παρακράτος και παρακρατικές ομάδες, με επίσημο όνομα ή χωρίς, έχουν ξεκινήσει σαφάρι εναντίον των ξένων. Ο ειρωνικής ονομασίας «Ξένιος Ζευς» εγκαινιάζει το επίσημο πογκρόμ και στα απόνερα του ενεργοποιείται ολόκληρος ο ξενοφοβικός και φασιστικός εσμός.
Το όλο θέμα δεν είναι πρόβλημα των «άκρων» αλλά ζήτημα της καθημερινής ζωής των Ελλήνων. Και η ελληνική κοινωνία, προσθέτει στην ανασφάλεια της, εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας της, τον καθημερινό φόβο από τα μικρά, αλλά και τα μεγάλα εγκλήματα των ξένων (ή τουλάχιστον εκείνα που αποδίδονται στους ξένους), τη γενική έξαρση της εγκληματικότητας, η οποία έχει σχέση και με την οικονομική κρίση αλλά σε ένα βαθμό και με κάποιους ξένους. Και προσθέτοντας αυτή την ανασφάλεια είναι έτοιμη να δώσει δίκιο, συνεπικσυρούντων των μέσων ενημέρωσης, στις ρατσιστικές επιθέσεις. Το φαινόμενο παίρνει ανεξέλεγκτες κοινωνικές διαστάσεις και η επίκληση του ανθρωπισμού δεν μπορεί να πείσει τη νοικοκυρά του Αγίου Παντελεήμονα, τον συνταξιούχο ή τον αγρότη που μπήκαν σπίτι του στην ερημιά και τον ρήμαξαν, ούτε τη μάνα της κοπέλας από την Πάρο, ούτε την έγκυο γυναίκα εκείνου του άτυχου που τον σκότωσαν Αφγανοί στην Ηπείρου για μια βιντεοκάμερα. Κι έτσι ο φορτηγατζής ακροατής του ραδιοφωνικού σταθμού, είτε είναι φασίστας είτε όχι, αφελής ωστόσο, «δεν καταλαβαίνει Χριστό» όπως λέει, κι αν πιάσει τους ξένους που του έχουν κλέψει το τσαντάκι με τα λεφτά του δυό φορές, το κινητό του πέντε κ.ο.κ., «θα τους φάει ζωντανούς». Ο ανθρωπισμός είναι μια προσιτή στον καθένα ιδεολογική σύλληψη σε μια εποχή που έχεις την πολυτέλεια να είσαι άνθρωπος. 'Οταν έρχεται η εποχή της στέρησης, αρχίζει ο βαθύς διχασμός και η ανθρωποφαγία. Ο διπλανός είναι ένας ορατός και προσιτός εχθρός. Το να τα βάζεις με τις κυβερνήσεις είναι εξαιρετικά δύσκο^ Είναι μακρινοί στόχοι και τώρα που έχουν μεταφέρει το κέντρο τους στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο είναι απρόσωπες, μακρινές και ακατάβλητες. Το να θυσιάσεις τον διπλανό σου φτωχοπρόδρομο είναι μια προσιτή δυνατότητα. Κι έτσι, στην κρίση, αμυνόμαστε με ανθρωποθυσίες. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να μη νιώθεις πως δεν κάνεις τίποτα. Είναι όμως αποτελεσματικός; Φυσικά όχι. Ποιος βολεύεται απ' αυτό; Φυσικά οι δημιουργοί της κρίσης. Μπαίνουμε στη νέα εποχή με αναπεπταμένες τις σημαίες τον μίσους. Μάλλον πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερο ρόλο στη σκέψη και το μυαλό μας.
Σήμερα δεν υπάρχουν φυσικές καταστροφές», είχε πει ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, θέλοντας να υπογραμμίσει πως κάθε φαινόμενο στον καπιταλιστικό μας κόσμο έχει κοινωνικές αιτίες, ή έστω η κοινωνική κατάσταση το επηρεάζει κατά τρόπο καθοριστικό. Στην εποχή μας, όπου η ρήση αποδεικνύεται όσο ποτέ αληθινή, η κοινωνία αρχίζει να πιστεύει το ακριβώς αντίθετο. Πως ακόμα και οι κοινωνικές καταστροφές, όπως η οικονομική κρίση, έχουν φυσικά αίτια, ή έστω έχουν τη δύναμη φυσικού φαινομένου, και συνεπώς δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν. «Οι δυνάμεις της αγοράς» είναι απρόσωπες, απρόσιτες και πανίσχυρες. Πάνω από ανθρώπους αλλά και κράτη ολόκληρα.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν μερικά φαινόμενα σοβαρά που έχουν ασφαλώς κοινωνικό χαρακτήρα. Ο φορτηγατζής που θέλει να «φάει» τον κλέφτη και η κυρία του Αγίου Παντελεήμονα που θέλει τα ΜΑΤ και τη Χρυσή Αυγή να κυνηγάνε και να δέρνουν μετανάστες για να έχει το κεφάλι της, και το πορτοφόλι της, ήσυχο, ξέρουν.
Φυσικά, δεν είναι βέβαιο πως επιλέγουν τον καλύτερο δρόμο για εξασφαλίσουν και το κινητό και το κεφάλι και το πορτοφόλι τους, αλλά επιμένουν πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αντιδράσουν. Αυτό τους χρειάζεται, των ξένων. Να τους τρομοκρατήσουμε, να τους διώξουμε, να τους «φάμε».
Η «ικανοποιημένη πλειοψηφία», όπως την έλεγε ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ νιώθει να απειλούνται τα κεκτημένα της, τα οποία σαρώνονται από την οικονομική κρίση, και ζητά ένα προσιτό εξιλαστήριο θύμα για να εκτονώσει την αγανάκτηση της και να πολεμήσει το φόβο της.
Η νέα μας εποχή, που τόσο πολύ διαφημίσανε, και εξακολουθούν να διαφημίζουν, τηλεοπτικοί αστέρες και τηλεοπτικοί διανοούμενοι και πολιτικοί, μας εισάγει σε μια νέα κοινωνική βαρβαρότητα της οποίας οφείλουμε να δούμε τις αιτίες και τη διαδρομή. Πριν καταλήξουμε στο αφοριστικό και ασφαλές (για τις μεταξύ μας σχέσεις) συμπέρασμα πως φταίει ο καπιταλισμός, πρέπει να δούμε τι συμβαίνει και οι κοινωνικές καταστροφές θεωρούνται σήμερα φυσικά φαινόμενα και γιατί οι φτωχοί ενοχοποιούν άλλους φτωχούς και συμμετέχουν σε εκστρατείες εναντίον τους.
Οι απαντήσεις δεν είναι απλές και κυρίως μονοσήμαντες. Δεν μπορεί κανείς να διαφεύγει από τα αμείλικτα και επιτακτικά ερωτήματα της πραγματικότητας, που ζητούν απαντήσεις εδώ και τώρα, αλλά επίσης ούτε να εγκλωβίζεται στην αμείλικτη τωρινή και δυσμενή πραγματικότητα για να οδηγηθεί χωρίς σκέψη και χωρίς προοπτική σε απαντήσεις οι οποίες υπονομεύουν και το παρόν και το μέλλον, και στην ουσία δεν λύνουν κανένα πρόβλημα όσο κι αν δείχνουν το αντίθετο.
Επί του θέματος χρειάζεται να γίνουν μερικές επισημάνσεις.
Επισήμανση πρώτη και βασική: Η παγκοσμιοποίηση προήλθε (αλλά και σήμανε) από τη δυνατότητα των μεγάλων βιομηχανιών να πηγαίνουν όπου θέλουν. Κι αυτές μεταφέρθηκαν στην Κίνα, στις Ινδίες, στο Μεξικό και άλλου όπου κατασκεύασαν ολόκληρες παρα-γκουπόλεις και τις γέμισαν εργάτες με ημερομηνία λήξεως, οι οποίοι δουλεύουν για ισχνότατα μεροκάματα, ζουν σε παράγκες από πισόχαρτο και πεθαίνουν σύντομα, γεγονός που δεν ενοχλεί κανέναν εργοδότη καθώς τους αντικαθιστά γρήγορα και ανέξοδα. Κι έτσι η εργατική τάξη στις χώρες του λοιπού, του «ανεπτυγμένου», κόσμου βγαίνει οτην ανεργία, αλλάζει ειδικότητες, χάνει τη συνοχή της, τη δύναμη της συλλογικής δράσης και της πολιτικής της έκφρασης.
Επιπλέον, η πτώση του ποσοστού κέρδους στη βιομηχανία και την παραγωγή και η στροφή του κεφαλαίου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα κάνουν τους εργαζόμενους λιγότερο αναγκαίους για την αύξηση των κερδών. Στη βάση αυτή και προς ενίσχυση, πολιτική και ιδεολογική, αναπτύσσονται οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές και πολιτικές θεωρίες (μοντέρνες και κυρίως μεταμοντέρνες) ως έκφραση της σύγχρονης «ατομικής» αναζήτησης, που αποσυνδέει («αποδομεί») τα ενιαία κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά γεγονότα σε επιμέρους περιστατικά, σε ατομικές αναζητήσεις, στη λογική του κάθε άνθρωπος έχει τη δική του αλήθεια και το δικό του δίκιο. Και συνεπώς είναι ένοχος και για τη φτώχεια του. Στην ιεράρχηση των κοινωνικών αξιών αλλάζει η σειρά. Και στην πολιτική κάθε απόφαση αξιολογείται με βάση την οικονομική της αξία. Η προστασία του περιβάλλοντος (που καταστρέφεται στη Χαλκιδική, αλλά και οτην Αρκτική) δεν είναι το πρώτιστο μέλημα της πολιτικής. Το πρώτιστο είναι οι οικονομικές επενδύσεις και όσα αποφέρουν, δελεάζοντας τον ανυποψίαστο, αφελή ή ανέντιμο πολίτη με το καρότο της απασχόλησης και της ανόδου της οικονομικής του ζωής.
Επισήμανση δεύτερη, και εξίσου βασική: Εάν η παραγωγή δεν αγωνιά για εργατικά χέρια, οι φτωχοί και οι άνεργοι γίνονται περιττοί. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να διατηρείται το «κράτος πρόνοιας», το οποίο αποσκοπούσε να διατηρεί σε περιόδους οικονομικής ύφεσης το άνεργο εργατικό δυναμικό σε ετοιμότητα, ως «εφεδρικό στρατό εργασίας», προκειμένου να επιστρατευτεί στην επόμενη φάση, όταν η βιομηχανία θα το χρειαζόταν. Συνεπώς, οι φτωχοί και οι άνεργοι, οι οποίοι επιπλέον διαπράττουν και τα άλλο θανάσιμο αμάρτημα, να μην είναι καταναλωτές, γίνονται βάρος, περιθώριο, περισσεύουν, εξοβελίζονται στα όρια της ανυπαρξίας. Απειλούν με την ύπαρξη τους την «ικανοποιημένη πλειοψηφία». Οι οικονομικές αξίες δεν έχουν θέση γι' αυτούς στον κόσμο και θα ήταν ευχής έργο να μπορούσαν να εξαφανιστούν, και όχι μόνο μεταφορικά!.. Υπάρχουν τρόποι γι' αυτό; Υπάρχουν, και πολλοί μάλιστα.
Επισήμανση τρίτη, κι εδώ επιτέλους ερχόμαστε στο θέμα: Εφόσον το κράτος πρόνοιας, η οικονομική «τάξη» και οι εργασιακές σχέσεις έχουν τόσο ριζικά διασαλευθεί, η ελπίδα «αποκατάστασης» της κοινωνικής ισορροπίας δεν βρίσκεται στην οικονομική ανάπτυξη και την επιστροφή στον «παλιό καλό καιρό». Και επειδή πάντα υπάρχει ο κίνδυνος οι περιττοί να διεκδικήσουν, και διεκδικούν, είτε από απόγνωση είτε από συνείδηση, το μερίδιο τους και να καταστούν έτσι κοινωνικά επικίνδυνοι, διογκώνονται οι μηχανισμοί καταστολής. Οι καταναλωτές πολίτες είναι διατεθειμένοι να δεχτούν όλα τα μέτρα (τι σημαίνουν ελευθερία και ανθρώπινα δικαιώματα, όταν η ύπαρξη τους απειλεί το δικαίωμα μου να καταναλώνω;). Ο φαύλος κύκλος έχει ανοίξει και δεν κλείνει αν δεν συντριβεί. Οι απόκληροι γίνονται παραβάτες, και κάποιοι εγκληματίες. Κάποιοι, όπως οι κολασμένοι των παρισινών περιχώρων, καταφεύγουν σε τυφλές εξεγέρσεις, πολλαπλασιάζοντας το φόβο και καθιστώντας ακόμα πιο αναγκαία τα μέτρα καταστολής, στα μάτια και στα μυαλά της «σιωπηρής πλειοψηφίας». Οι αντιθέσεις ήταν πραγματικές και τώρα έγιναν αμείλικτες. Κηρύσσεται πόλεμος εναντίον των φτωχών, των μεταναστών, των απόκληρων. Και ασφαλώς οι μετανάστες, οι ξένοι, είναι πάντα ο πιο εύκολος στόχος... Ούτως ή άλλως ο ξένος αποτελεί πάντα έναν πρόσφορο αντίπαλο. Η μάχη των φτωχών εναντίον των φτωχών μόλις άρχισε και στην Ελλάδα της κρίσης.
Ανάμεσα στο «Ξένιο Δία», τη Χρυσή Αυγή, την «ενημερωτική» πολιτική καναλιών και εφημερίδων και τις δολοφονικές επιθέσεις εναντίον ξένων υπάρχει ένας ισχυρός συνεκτικός ιδεολογικός ιστός. Που συνδέεται με τη σκληρή πραγματικότητα της κρίσης.
Οι επισημάνσεις αυτές δεν κομίζουν γλαύκα στην Αθήνα. Αυτά έχουν γραφτεί και ειπωθεί κατ' επανάληψη τα τελευταία χρόνια. Μόνο που τώρα μας γίνονται βίωμα. Και μπορούν να θεωρηθούν μια μεθοδολογική εισαγωγή στη μελέτη του προβλήματος, ώστε οι πολιτικές αποφάσεις που θα ληφθούν να είναι σοβαρές και αποτελεσματικές. Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων πρέπει να κατανοηθεί πως η αναζήτηση της συλλογικής κοινωνικής δράσης, σε όλα τα επίπεδα και με όλες τις μορφές, η εκδήλωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, η ενότητα των ανθρώπων, γίνονται πρωταρχικά ζητούμενα. Όπου η πολιτική και ιδεολογική στρατηγική έχουν καταλυτικό ρόλο, αλλά και δεν γίνονται εμπόδιο στην κοινή δράση και ζωή, αντίθετα διευκολύνουν τους πιο πρωτοπόρους ανθρώπους να αποκτούν ουσιαστικότερη συνείδηση του κόσμου και της πράξης τους, κάνοντας πιο εφικτή την ενότητα. Απαντώντας σε «μια κατακερματισμένη πολιτική, στα μέτρα του κατακερματισμένου κόσμου και της κατακερματισμένης ανθρώπινης ύπαρξης», όπως γράφει ο Ζ. Μπάουμαν.
Το δρομολόγιο Πάρος-«Ξένιος Ζευς»
Η τεράστια δημοσιότητα που πήρε η υπόθεση της κακοποιημένης κοπέλας στην Πάρο ήρθε να κολλήσει σαν να ήταν αποτέλεσμα υποδειγματικού προπαγανδιστικού μοντάζ με την επιχείρηση «Ξένιος Ζευς». Και αυτή με τη σειρά της άνοιξε τα πλάνα άγριων μεταμεσονύκτιων δολοφονικών επιθέσεων κατά μεταναστών. Πριν κακολογήσουμε τους αδιάφορους πολίτες, πριν ψάξουμε για τον φασίστα της διπλανής πόρτας, ας σκεφτούμε πώς παρεμβαίνουν ακριβώς τα μέσα ενημέρωσης.
Η τοπική εφημερίδα των Κυκλάδων Κοινή Γνώμη είχε την προηγούμενη εβδομάδα δισέλιδο ρεπορτάζ για τη σύλληψη του νεαρού Πακιστανού, που φέρεται να ομολόγησε την πράξη του. Μετά τις πληροφορίες που έδωσε η αστυνομία για την προκλητική συμπεριφορά του κρατούμενου, όπου ως προκλητικό παρουσιάζεται το ότι γνώριζε τα δικαιώματα του, το κομμάτι ολοκληρώνεται με την ανακοίνωση της Χρυσής Αυγής καθοδηγώντας ωμά τον αναγνώστη σε συμπεράσματα.
Τις ίδιες μέρες, με τις ίδιες πληροφορίες από την αστυνομία συν τις δηλώσεις της διορισμένης δικηγόρου του κατηγορουμένου, η πλύση εγκεφάλου συνεχίστηκε από δελτία ειδήσεων και τηλεοπτικές εκπομπές, που μεταξύ κουτσομπολιού και επίδειξης ευαισθησίας έκαναν τον πόνο μιας οικογένειας πεδίο ανοιχτής προβολής της ακροδεξιάς. Η εφημερίδα του Θέμου Αναστασιάδη τερματίζει τον κιτρινισμό όταν, σε πρωτοσέλιδο της προηγούμενης βδομάδας, απευθύνει στον Αλέξη Τσίπρα το «ρητορικό» ερώτημα τι θα έκανε αν είχαν χτυπήσει το δικό του παιδί.
Το δεύτερο έγκλημα που έλαβε χώρα στο νησί των Κυκλάδων, η δολοφονία ενός ταξιτζή από δύο ληστές τράπεζας κατά τη διαφυγή τους, λειτούργησε κι αυτό ενισχυτικά για την ακροδεξιά με τον παρακάτω τρόπο. Με το που βγήκε η είδηση, όλα τα κανάλια παίζουν μαζί με το θέμα ανακοίνωση της Χ.Α. που βιάστηκε να μαντέψει την εθνικότητα των δραστών ενοχοποιώντας συλλογικά τους μετανάστες. Κάπου εκεί έρχεται και ο Ξένιος Ζευς. Απάντηση με πλήρη τηλεοπτική κάλυψη στα «εγκλήματα των μεταναστών».
Η είδηση για τον Ιρακινό που μαχαιρώθηκε άγρια στο κέντρο της Αθήνας δεν χρειάζεται να περάσει στα ψιλά. Μπορεί να λειτουργήσει σαν άλλοθι, ή και σαν διαφήμιση για το είδος εκείνων των αντιποίνων που πολλοί θα επιθυμούσαν έχοντας ήδη προετοιμαστεί κατάλληλα από τα κίτρινα στην πλειοψηφία τους πλέον ΜΜΕ. Όταν τον Δεκαπενταύγουστο μαθαίνουμε για δύο πτώματα μεταναστών σε κάδο κοντά στο σταθμό Αττικής, είναι η δική μας πλευρά που βιάζεται να μαντέψει την ταυτότητα των δραστών. Τελικά η αστυνομία ανακοινώνει την Πε'μπτη ότι ο δράστης του διπλού εγκλήματος είναι Πολωνός, και ένας νέος γΰρος είναι έτοιμος να αρχίσει.
Ο φασισμός ποτέ δεν απευθύνεται στη λογική. Προτιμά την επικράτεια του θυμικού. Αυτό κάνει την ακροδεξιά να ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο πολιτικό κόσμο στα μάτια των πολιτικά καθυστερημένων τμημάτων του λαού. Και γι' αυτά τα στρώματα το κατεξοχήν πεδίο διαμόρφωσης συνείδησης είναι το εμπειρικό και συναισθηματικό πεδίο. Σε αντίθεση με την Αριστερά, που στις ανακοινώσεις της θα βγει να υπερασπιστεί κατακτήσεις του κράτους δικαίου, όπως τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, η ακροδεξιά θα εκφράσει αυτό ακριβώς που λέει στο κουρείο ο πελάτης ακούγοντας την είδηση: «Να τον κρεμάσουν τον κερατά!». Για να γίνει ακόμα πιο πιστευτή, θα στείλει τους ανθρώπους της στο λιμάνι να υποδεχτούν τον κατηγορούμενο Πακιστανό, συνοδεία των τηλεοπτικών συνεργείων.
'Οταν πολλά καθεστωτικά ΜΜΕ υποδέχονταν με χαρά τις πλατείες της αγανάκτησης, δεν εξυπηρετούσαν αντιπολιτευτικές σκοπιμότητες. Έσπρωχναν συνειδητά τον κόσμο να εκδηλώσει συναισθήματα οργής για το πολιτικό σύστημα έξω από τα κόμματα και τις οργανωμένες δυνάμεις του κινήματος. Έξω εντέλει από ό,τι μπορεί να θύμιζε επιχειρήματα, δομημένο σκεπτικό, πολιτικές αρχές. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής και η θεαματική καταγραφή των Ανεξάρτητων Ελλήνων στις εκλογές του Μαΐου σχετίζονται απολύτως με αυτή την κατεύθυνση, που υπηρετούσαν κι όσοι επέμεναν να περιλαμβάνουν συλλήβδην την Αριστερά στο χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα.
Η υποχώρηση της γνώσης και της ορθολογικής σκέψης, που χαρακτηρίζει τις δεκαετίες μετά το '70, η εξάντληση του πολιτιστικού παραδείγματος που συνέδεε το ανυπότακτο πνεύμα και το σώμα του λαού, εξυψώνοντας τον, οδήγησαν στη συγκυριαρχία μιας αισθητικής απομίμησης του λαϊκού, αυτού που ονομάστηκε σκυλάδικο, και μιας αντίστοιχης διανοητικής κατασκευής αποσυνδεδεμένης από τις λαϊκές ανάγκες, αυτού που υποτιμητικά ονομάστηκε κουλτουριάκο.
Ο ιδεότυπος του αριστερού ήταν αυτός του ανέμυαλου μεσοαστού αμφισβητία, που συγγένευε περισσότερο με το δεύτερο είδος. Ενώ ο δεξιός, και ο πασόκος λαϊκός άντρας, με το πρώτο. Στην πορεία ο αριστερός είτε μαραζώνει στη μοναξιά της ήττας του, συνδεόμενος με τη μοίρα των παλαβών ή των μειονοτήτων, είτε μετατρέπεται• σε ατομιστή πραγματιστή που εγκαταλείπει σταδιακά τις ιδέες του για να σταδιοδρομήσει. Αυτά τα στερεότυπα εμφανίστηκαν στην τηλεοπτική κουλτούρα με τις ταινίες του Χάρυ Κλυν, αλλά και στο ντεμπούτο της ιδιωτικής τηλεόρασης, σε επιτυχημένες σειρές όπως Οι απαράδεκτοι. Σε μια πορεία επικρατούν αναπαραστάσεις των αριστερών στον Τύπο και στα ΜΜΕ, σαν πολιτικών όντων που στερούνται λογικής ή διακατέχονται από ένα παράλογο πάθος. «Δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους», «δεν έχουν προτάσεις», «θα μας βάλουν σε μπελάδες».
Ο ακροδεξιός εμφανίζεται τότε στο προσκήνιο σαν ένα είδος επιγόνου του λαϊκού τύπου του οποίου θαύμαζε τη μαγκιά και που επιχειρεί να συνδεθεί σωματικά με τον πόνο του λαού. Όχι όμως ενός λαού περήφανου που παλεύει για να νικήσει τον υπέρτερο αντίπαλο. Αλλά ενός λαού ποδοπατημένου, χωρίς καμία εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, που μες στη μιζέρια του συνηθίζει όλο και πιο πολύ να εχθρεύεται τους φτωχούς παρά τη φτώχεια.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ, 19.8.2012 via aristeroblog.gr
Μια μεγάλων και επικίνδυνων διαστάσεων εκστρατεία βρίσκεται σε εξέλιξη το τελευταίο διάστημα με άμεσα θύματα τους μετανάστες. Επίσημη πολιτεία, αστυνομικό παρακράτος και παρακρατικές ομάδες, με επίσημο όνομα ή χωρίς, έχουν ξεκινήσει σαφάρι εναντίον των ξένων. Ο ειρωνικής ονομασίας «Ξένιος Ζευς» εγκαινιάζει το επίσημο πογκρόμ και στα απόνερα του ενεργοποιείται ολόκληρος ο ξενοφοβικός και φασιστικός εσμός.
Το όλο θέμα δεν είναι πρόβλημα των «άκρων» αλλά ζήτημα της καθημερινής ζωής των Ελλήνων. Και η ελληνική κοινωνία, προσθέτει στην ανασφάλεια της, εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας της, τον καθημερινό φόβο από τα μικρά, αλλά και τα μεγάλα εγκλήματα των ξένων (ή τουλάχιστον εκείνα που αποδίδονται στους ξένους), τη γενική έξαρση της εγκληματικότητας, η οποία έχει σχέση και με την οικονομική κρίση αλλά σε ένα βαθμό και με κάποιους ξένους. Και προσθέτοντας αυτή την ανασφάλεια είναι έτοιμη να δώσει δίκιο, συνεπικσυρούντων των μέσων ενημέρωσης, στις ρατσιστικές επιθέσεις. Το φαινόμενο παίρνει ανεξέλεγκτες κοινωνικές διαστάσεις και η επίκληση του ανθρωπισμού δεν μπορεί να πείσει τη νοικοκυρά του Αγίου Παντελεήμονα, τον συνταξιούχο ή τον αγρότη που μπήκαν σπίτι του στην ερημιά και τον ρήμαξαν, ούτε τη μάνα της κοπέλας από την Πάρο, ούτε την έγκυο γυναίκα εκείνου του άτυχου που τον σκότωσαν Αφγανοί στην Ηπείρου για μια βιντεοκάμερα. Κι έτσι ο φορτηγατζής ακροατής του ραδιοφωνικού σταθμού, είτε είναι φασίστας είτε όχι, αφελής ωστόσο, «δεν καταλαβαίνει Χριστό» όπως λέει, κι αν πιάσει τους ξένους που του έχουν κλέψει το τσαντάκι με τα λεφτά του δυό φορές, το κινητό του πέντε κ.ο.κ., «θα τους φάει ζωντανούς». Ο ανθρωπισμός είναι μια προσιτή στον καθένα ιδεολογική σύλληψη σε μια εποχή που έχεις την πολυτέλεια να είσαι άνθρωπος. 'Οταν έρχεται η εποχή της στέρησης, αρχίζει ο βαθύς διχασμός και η ανθρωποφαγία. Ο διπλανός είναι ένας ορατός και προσιτός εχθρός. Το να τα βάζεις με τις κυβερνήσεις είναι εξαιρετικά δύσκο^ Είναι μακρινοί στόχοι και τώρα που έχουν μεταφέρει το κέντρο τους στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο είναι απρόσωπες, μακρινές και ακατάβλητες. Το να θυσιάσεις τον διπλανό σου φτωχοπρόδρομο είναι μια προσιτή δυνατότητα. Κι έτσι, στην κρίση, αμυνόμαστε με ανθρωποθυσίες. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να μη νιώθεις πως δεν κάνεις τίποτα. Είναι όμως αποτελεσματικός; Φυσικά όχι. Ποιος βολεύεται απ' αυτό; Φυσικά οι δημιουργοί της κρίσης. Μπαίνουμε στη νέα εποχή με αναπεπταμένες τις σημαίες τον μίσους. Μάλλον πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερο ρόλο στη σκέψη και το μυαλό μας.
Σήμερα δεν υπάρχουν φυσικές καταστροφές», είχε πει ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, θέλοντας να υπογραμμίσει πως κάθε φαινόμενο στον καπιταλιστικό μας κόσμο έχει κοινωνικές αιτίες, ή έστω η κοινωνική κατάσταση το επηρεάζει κατά τρόπο καθοριστικό. Στην εποχή μας, όπου η ρήση αποδεικνύεται όσο ποτέ αληθινή, η κοινωνία αρχίζει να πιστεύει το ακριβώς αντίθετο. Πως ακόμα και οι κοινωνικές καταστροφές, όπως η οικονομική κρίση, έχουν φυσικά αίτια, ή έστω έχουν τη δύναμη φυσικού φαινομένου, και συνεπώς δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν. «Οι δυνάμεις της αγοράς» είναι απρόσωπες, απρόσιτες και πανίσχυρες. Πάνω από ανθρώπους αλλά και κράτη ολόκληρα.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν μερικά φαινόμενα σοβαρά που έχουν ασφαλώς κοινωνικό χαρακτήρα. Ο φορτηγατζής που θέλει να «φάει» τον κλέφτη και η κυρία του Αγίου Παντελεήμονα που θέλει τα ΜΑΤ και τη Χρυσή Αυγή να κυνηγάνε και να δέρνουν μετανάστες για να έχει το κεφάλι της, και το πορτοφόλι της, ήσυχο, ξέρουν.
Φυσικά, δεν είναι βέβαιο πως επιλέγουν τον καλύτερο δρόμο για εξασφαλίσουν και το κινητό και το κεφάλι και το πορτοφόλι τους, αλλά επιμένουν πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αντιδράσουν. Αυτό τους χρειάζεται, των ξένων. Να τους τρομοκρατήσουμε, να τους διώξουμε, να τους «φάμε».
Η «ικανοποιημένη πλειοψηφία», όπως την έλεγε ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ νιώθει να απειλούνται τα κεκτημένα της, τα οποία σαρώνονται από την οικονομική κρίση, και ζητά ένα προσιτό εξιλαστήριο θύμα για να εκτονώσει την αγανάκτηση της και να πολεμήσει το φόβο της.
Η νέα μας εποχή, που τόσο πολύ διαφημίσανε, και εξακολουθούν να διαφημίζουν, τηλεοπτικοί αστέρες και τηλεοπτικοί διανοούμενοι και πολιτικοί, μας εισάγει σε μια νέα κοινωνική βαρβαρότητα της οποίας οφείλουμε να δούμε τις αιτίες και τη διαδρομή. Πριν καταλήξουμε στο αφοριστικό και ασφαλές (για τις μεταξύ μας σχέσεις) συμπέρασμα πως φταίει ο καπιταλισμός, πρέπει να δούμε τι συμβαίνει και οι κοινωνικές καταστροφές θεωρούνται σήμερα φυσικά φαινόμενα και γιατί οι φτωχοί ενοχοποιούν άλλους φτωχούς και συμμετέχουν σε εκστρατείες εναντίον τους.
Οι απαντήσεις δεν είναι απλές και κυρίως μονοσήμαντες. Δεν μπορεί κανείς να διαφεύγει από τα αμείλικτα και επιτακτικά ερωτήματα της πραγματικότητας, που ζητούν απαντήσεις εδώ και τώρα, αλλά επίσης ούτε να εγκλωβίζεται στην αμείλικτη τωρινή και δυσμενή πραγματικότητα για να οδηγηθεί χωρίς σκέψη και χωρίς προοπτική σε απαντήσεις οι οποίες υπονομεύουν και το παρόν και το μέλλον, και στην ουσία δεν λύνουν κανένα πρόβλημα όσο κι αν δείχνουν το αντίθετο.
Επί του θέματος χρειάζεται να γίνουν μερικές επισημάνσεις.
Επισήμανση πρώτη και βασική: Η παγκοσμιοποίηση προήλθε (αλλά και σήμανε) από τη δυνατότητα των μεγάλων βιομηχανιών να πηγαίνουν όπου θέλουν. Κι αυτές μεταφέρθηκαν στην Κίνα, στις Ινδίες, στο Μεξικό και άλλου όπου κατασκεύασαν ολόκληρες παρα-γκουπόλεις και τις γέμισαν εργάτες με ημερομηνία λήξεως, οι οποίοι δουλεύουν για ισχνότατα μεροκάματα, ζουν σε παράγκες από πισόχαρτο και πεθαίνουν σύντομα, γεγονός που δεν ενοχλεί κανέναν εργοδότη καθώς τους αντικαθιστά γρήγορα και ανέξοδα. Κι έτσι η εργατική τάξη στις χώρες του λοιπού, του «ανεπτυγμένου», κόσμου βγαίνει οτην ανεργία, αλλάζει ειδικότητες, χάνει τη συνοχή της, τη δύναμη της συλλογικής δράσης και της πολιτικής της έκφρασης.
Επιπλέον, η πτώση του ποσοστού κέρδους στη βιομηχανία και την παραγωγή και η στροφή του κεφαλαίου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα κάνουν τους εργαζόμενους λιγότερο αναγκαίους για την αύξηση των κερδών. Στη βάση αυτή και προς ενίσχυση, πολιτική και ιδεολογική, αναπτύσσονται οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές και πολιτικές θεωρίες (μοντέρνες και κυρίως μεταμοντέρνες) ως έκφραση της σύγχρονης «ατομικής» αναζήτησης, που αποσυνδέει («αποδομεί») τα ενιαία κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά γεγονότα σε επιμέρους περιστατικά, σε ατομικές αναζητήσεις, στη λογική του κάθε άνθρωπος έχει τη δική του αλήθεια και το δικό του δίκιο. Και συνεπώς είναι ένοχος και για τη φτώχεια του. Στην ιεράρχηση των κοινωνικών αξιών αλλάζει η σειρά. Και στην πολιτική κάθε απόφαση αξιολογείται με βάση την οικονομική της αξία. Η προστασία του περιβάλλοντος (που καταστρέφεται στη Χαλκιδική, αλλά και οτην Αρκτική) δεν είναι το πρώτιστο μέλημα της πολιτικής. Το πρώτιστο είναι οι οικονομικές επενδύσεις και όσα αποφέρουν, δελεάζοντας τον ανυποψίαστο, αφελή ή ανέντιμο πολίτη με το καρότο της απασχόλησης και της ανόδου της οικονομικής του ζωής.
Επισήμανση δεύτερη, και εξίσου βασική: Εάν η παραγωγή δεν αγωνιά για εργατικά χέρια, οι φτωχοί και οι άνεργοι γίνονται περιττοί. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να διατηρείται το «κράτος πρόνοιας», το οποίο αποσκοπούσε να διατηρεί σε περιόδους οικονομικής ύφεσης το άνεργο εργατικό δυναμικό σε ετοιμότητα, ως «εφεδρικό στρατό εργασίας», προκειμένου να επιστρατευτεί στην επόμενη φάση, όταν η βιομηχανία θα το χρειαζόταν. Συνεπώς, οι φτωχοί και οι άνεργοι, οι οποίοι επιπλέον διαπράττουν και τα άλλο θανάσιμο αμάρτημα, να μην είναι καταναλωτές, γίνονται βάρος, περιθώριο, περισσεύουν, εξοβελίζονται στα όρια της ανυπαρξίας. Απειλούν με την ύπαρξη τους την «ικανοποιημένη πλειοψηφία». Οι οικονομικές αξίες δεν έχουν θέση γι' αυτούς στον κόσμο και θα ήταν ευχής έργο να μπορούσαν να εξαφανιστούν, και όχι μόνο μεταφορικά!.. Υπάρχουν τρόποι γι' αυτό; Υπάρχουν, και πολλοί μάλιστα.
Επισήμανση τρίτη, κι εδώ επιτέλους ερχόμαστε στο θέμα: Εφόσον το κράτος πρόνοιας, η οικονομική «τάξη» και οι εργασιακές σχέσεις έχουν τόσο ριζικά διασαλευθεί, η ελπίδα «αποκατάστασης» της κοινωνικής ισορροπίας δεν βρίσκεται στην οικονομική ανάπτυξη και την επιστροφή στον «παλιό καλό καιρό». Και επειδή πάντα υπάρχει ο κίνδυνος οι περιττοί να διεκδικήσουν, και διεκδικούν, είτε από απόγνωση είτε από συνείδηση, το μερίδιο τους και να καταστούν έτσι κοινωνικά επικίνδυνοι, διογκώνονται οι μηχανισμοί καταστολής. Οι καταναλωτές πολίτες είναι διατεθειμένοι να δεχτούν όλα τα μέτρα (τι σημαίνουν ελευθερία και ανθρώπινα δικαιώματα, όταν η ύπαρξη τους απειλεί το δικαίωμα μου να καταναλώνω;). Ο φαύλος κύκλος έχει ανοίξει και δεν κλείνει αν δεν συντριβεί. Οι απόκληροι γίνονται παραβάτες, και κάποιοι εγκληματίες. Κάποιοι, όπως οι κολασμένοι των παρισινών περιχώρων, καταφεύγουν σε τυφλές εξεγέρσεις, πολλαπλασιάζοντας το φόβο και καθιστώντας ακόμα πιο αναγκαία τα μέτρα καταστολής, στα μάτια και στα μυαλά της «σιωπηρής πλειοψηφίας». Οι αντιθέσεις ήταν πραγματικές και τώρα έγιναν αμείλικτες. Κηρύσσεται πόλεμος εναντίον των φτωχών, των μεταναστών, των απόκληρων. Και ασφαλώς οι μετανάστες, οι ξένοι, είναι πάντα ο πιο εύκολος στόχος... Ούτως ή άλλως ο ξένος αποτελεί πάντα έναν πρόσφορο αντίπαλο. Η μάχη των φτωχών εναντίον των φτωχών μόλις άρχισε και στην Ελλάδα της κρίσης.
Ανάμεσα στο «Ξένιο Δία», τη Χρυσή Αυγή, την «ενημερωτική» πολιτική καναλιών και εφημερίδων και τις δολοφονικές επιθέσεις εναντίον ξένων υπάρχει ένας ισχυρός συνεκτικός ιδεολογικός ιστός. Που συνδέεται με τη σκληρή πραγματικότητα της κρίσης.
Οι επισημάνσεις αυτές δεν κομίζουν γλαύκα στην Αθήνα. Αυτά έχουν γραφτεί και ειπωθεί κατ' επανάληψη τα τελευταία χρόνια. Μόνο που τώρα μας γίνονται βίωμα. Και μπορούν να θεωρηθούν μια μεθοδολογική εισαγωγή στη μελέτη του προβλήματος, ώστε οι πολιτικές αποφάσεις που θα ληφθούν να είναι σοβαρές και αποτελεσματικές. Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων πρέπει να κατανοηθεί πως η αναζήτηση της συλλογικής κοινωνικής δράσης, σε όλα τα επίπεδα και με όλες τις μορφές, η εκδήλωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, η ενότητα των ανθρώπων, γίνονται πρωταρχικά ζητούμενα. Όπου η πολιτική και ιδεολογική στρατηγική έχουν καταλυτικό ρόλο, αλλά και δεν γίνονται εμπόδιο στην κοινή δράση και ζωή, αντίθετα διευκολύνουν τους πιο πρωτοπόρους ανθρώπους να αποκτούν ουσιαστικότερη συνείδηση του κόσμου και της πράξης τους, κάνοντας πιο εφικτή την ενότητα. Απαντώντας σε «μια κατακερματισμένη πολιτική, στα μέτρα του κατακερματισμένου κόσμου και της κατακερματισμένης ανθρώπινης ύπαρξης», όπως γράφει ο Ζ. Μπάουμαν.
Το δρομολόγιο Πάρος-«Ξένιος Ζευς»
Η τεράστια δημοσιότητα που πήρε η υπόθεση της κακοποιημένης κοπέλας στην Πάρο ήρθε να κολλήσει σαν να ήταν αποτέλεσμα υποδειγματικού προπαγανδιστικού μοντάζ με την επιχείρηση «Ξένιος Ζευς». Και αυτή με τη σειρά της άνοιξε τα πλάνα άγριων μεταμεσονύκτιων δολοφονικών επιθέσεων κατά μεταναστών. Πριν κακολογήσουμε τους αδιάφορους πολίτες, πριν ψάξουμε για τον φασίστα της διπλανής πόρτας, ας σκεφτούμε πώς παρεμβαίνουν ακριβώς τα μέσα ενημέρωσης.
Η τοπική εφημερίδα των Κυκλάδων Κοινή Γνώμη είχε την προηγούμενη εβδομάδα δισέλιδο ρεπορτάζ για τη σύλληψη του νεαρού Πακιστανού, που φέρεται να ομολόγησε την πράξη του. Μετά τις πληροφορίες που έδωσε η αστυνομία για την προκλητική συμπεριφορά του κρατούμενου, όπου ως προκλητικό παρουσιάζεται το ότι γνώριζε τα δικαιώματα του, το κομμάτι ολοκληρώνεται με την ανακοίνωση της Χρυσής Αυγής καθοδηγώντας ωμά τον αναγνώστη σε συμπεράσματα.
Τις ίδιες μέρες, με τις ίδιες πληροφορίες από την αστυνομία συν τις δηλώσεις της διορισμένης δικηγόρου του κατηγορουμένου, η πλύση εγκεφάλου συνεχίστηκε από δελτία ειδήσεων και τηλεοπτικές εκπομπές, που μεταξύ κουτσομπολιού και επίδειξης ευαισθησίας έκαναν τον πόνο μιας οικογένειας πεδίο ανοιχτής προβολής της ακροδεξιάς. Η εφημερίδα του Θέμου Αναστασιάδη τερματίζει τον κιτρινισμό όταν, σε πρωτοσέλιδο της προηγούμενης βδομάδας, απευθύνει στον Αλέξη Τσίπρα το «ρητορικό» ερώτημα τι θα έκανε αν είχαν χτυπήσει το δικό του παιδί.
Το δεύτερο έγκλημα που έλαβε χώρα στο νησί των Κυκλάδων, η δολοφονία ενός ταξιτζή από δύο ληστές τράπεζας κατά τη διαφυγή τους, λειτούργησε κι αυτό ενισχυτικά για την ακροδεξιά με τον παρακάτω τρόπο. Με το που βγήκε η είδηση, όλα τα κανάλια παίζουν μαζί με το θέμα ανακοίνωση της Χ.Α. που βιάστηκε να μαντέψει την εθνικότητα των δραστών ενοχοποιώντας συλλογικά τους μετανάστες. Κάπου εκεί έρχεται και ο Ξένιος Ζευς. Απάντηση με πλήρη τηλεοπτική κάλυψη στα «εγκλήματα των μεταναστών».
Η είδηση για τον Ιρακινό που μαχαιρώθηκε άγρια στο κέντρο της Αθήνας δεν χρειάζεται να περάσει στα ψιλά. Μπορεί να λειτουργήσει σαν άλλοθι, ή και σαν διαφήμιση για το είδος εκείνων των αντιποίνων που πολλοί θα επιθυμούσαν έχοντας ήδη προετοιμαστεί κατάλληλα από τα κίτρινα στην πλειοψηφία τους πλέον ΜΜΕ. Όταν τον Δεκαπενταύγουστο μαθαίνουμε για δύο πτώματα μεταναστών σε κάδο κοντά στο σταθμό Αττικής, είναι η δική μας πλευρά που βιάζεται να μαντέψει την ταυτότητα των δραστών. Τελικά η αστυνομία ανακοινώνει την Πε'μπτη ότι ο δράστης του διπλού εγκλήματος είναι Πολωνός, και ένας νέος γΰρος είναι έτοιμος να αρχίσει.
Ο φασισμός ποτέ δεν απευθύνεται στη λογική. Προτιμά την επικράτεια του θυμικού. Αυτό κάνει την ακροδεξιά να ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο πολιτικό κόσμο στα μάτια των πολιτικά καθυστερημένων τμημάτων του λαού. Και γι' αυτά τα στρώματα το κατεξοχήν πεδίο διαμόρφωσης συνείδησης είναι το εμπειρικό και συναισθηματικό πεδίο. Σε αντίθεση με την Αριστερά, που στις ανακοινώσεις της θα βγει να υπερασπιστεί κατακτήσεις του κράτους δικαίου, όπως τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, η ακροδεξιά θα εκφράσει αυτό ακριβώς που λέει στο κουρείο ο πελάτης ακούγοντας την είδηση: «Να τον κρεμάσουν τον κερατά!». Για να γίνει ακόμα πιο πιστευτή, θα στείλει τους ανθρώπους της στο λιμάνι να υποδεχτούν τον κατηγορούμενο Πακιστανό, συνοδεία των τηλεοπτικών συνεργείων.
'Οταν πολλά καθεστωτικά ΜΜΕ υποδέχονταν με χαρά τις πλατείες της αγανάκτησης, δεν εξυπηρετούσαν αντιπολιτευτικές σκοπιμότητες. Έσπρωχναν συνειδητά τον κόσμο να εκδηλώσει συναισθήματα οργής για το πολιτικό σύστημα έξω από τα κόμματα και τις οργανωμένες δυνάμεις του κινήματος. Έξω εντέλει από ό,τι μπορεί να θύμιζε επιχειρήματα, δομημένο σκεπτικό, πολιτικές αρχές. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής και η θεαματική καταγραφή των Ανεξάρτητων Ελλήνων στις εκλογές του Μαΐου σχετίζονται απολύτως με αυτή την κατεύθυνση, που υπηρετούσαν κι όσοι επέμεναν να περιλαμβάνουν συλλήβδην την Αριστερά στο χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα.
Η υποχώρηση της γνώσης και της ορθολογικής σκέψης, που χαρακτηρίζει τις δεκαετίες μετά το '70, η εξάντληση του πολιτιστικού παραδείγματος που συνέδεε το ανυπότακτο πνεύμα και το σώμα του λαού, εξυψώνοντας τον, οδήγησαν στη συγκυριαρχία μιας αισθητικής απομίμησης του λαϊκού, αυτού που ονομάστηκε σκυλάδικο, και μιας αντίστοιχης διανοητικής κατασκευής αποσυνδεδεμένης από τις λαϊκές ανάγκες, αυτού που υποτιμητικά ονομάστηκε κουλτουριάκο.
Ο ιδεότυπος του αριστερού ήταν αυτός του ανέμυαλου μεσοαστού αμφισβητία, που συγγένευε περισσότερο με το δεύτερο είδος. Ενώ ο δεξιός, και ο πασόκος λαϊκός άντρας, με το πρώτο. Στην πορεία ο αριστερός είτε μαραζώνει στη μοναξιά της ήττας του, συνδεόμενος με τη μοίρα των παλαβών ή των μειονοτήτων, είτε μετατρέπεται• σε ατομιστή πραγματιστή που εγκαταλείπει σταδιακά τις ιδέες του για να σταδιοδρομήσει. Αυτά τα στερεότυπα εμφανίστηκαν στην τηλεοπτική κουλτούρα με τις ταινίες του Χάρυ Κλυν, αλλά και στο ντεμπούτο της ιδιωτικής τηλεόρασης, σε επιτυχημένες σειρές όπως Οι απαράδεκτοι. Σε μια πορεία επικρατούν αναπαραστάσεις των αριστερών στον Τύπο και στα ΜΜΕ, σαν πολιτικών όντων που στερούνται λογικής ή διακατέχονται από ένα παράλογο πάθος. «Δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους», «δεν έχουν προτάσεις», «θα μας βάλουν σε μπελάδες».
Ο ακροδεξιός εμφανίζεται τότε στο προσκήνιο σαν ένα είδος επιγόνου του λαϊκού τύπου του οποίου θαύμαζε τη μαγκιά και που επιχειρεί να συνδεθεί σωματικά με τον πόνο του λαού. Όχι όμως ενός λαού περήφανου που παλεύει για να νικήσει τον υπέρτερο αντίπαλο. Αλλά ενός λαού ποδοπατημένου, χωρίς καμία εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, που μες στη μιζέρια του συνηθίζει όλο και πιο πολύ να εχθρεύεται τους φτωχούς παρά τη φτώχεια.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ, 19.8.2012 via aristeroblog.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου