Είναι εποχή παράξενη, άνυδρη και στείρα. Η αγρανάπαυση διαρκεί πολύ, οι γεωργοί παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να μοχθούν, μαθημένοι τη μέρα να κοιτούν τη γη τους και τα βράδια να αναπολούν τις πάλαι ποτέ πλούσιες σοδειές. Κι αν κοιτάξετε προσεκτικά, θα εντοπίσετε ό,τι το βλέμμα συνήθως προσπερνά: το Σκιάχτρο.
Μοιάζει λίγο παράταιρο, σημαδούρα μέσα στο χρυσό πέλαγος των αγρών, με τα ξύλινα χέρια του ανοικτά κι ένα καπέλο να κρύβει τις άκρες απ’ τα άχυρα του κεφαλιού. Είναι ευτελές, όμως προσφέρει υπηρεσία - τρομάζει κάθε φτερωτό επισκέπτη κι ας ανεμίζουν πάνω του μόνο θλιβερά κουρέλια. Τα πτηνά, βλέπετε, νομίζουν ότι έχει ζωή, ότι αν πλησιάσουν τα χωράφια, θα τρέξει να τα κυνηγήσει απλώνοντας σαν τέρας τα μακριά του άκρα κάτω απ’ τα φθαρμένα ρούχα. Μόνο κάποια ολόμαυρα πουλιά έρχονται την αυγή να καθίσουν μαζί του, απολαμβάνουν προφανώς την απουσία άλλων πουλιών και ακονίζουν τα ράμφη τους αμέριμνα
.
Το Σκιάχτρο, όμως, στον απόλυτα μοναχικό και σιωπηλό κόσμο του, βασανίζεται από κρυφό πόθο αλλά κι από ακαθόριστη απειλή. Ονειρεύεται αφ’ ενός να ήταν πράγματι άνθρωπος, όχι απλώς να τον παριστάνει· το χειρότερο - γνωρίζει ότι δε θα κυλήσει ποτέ αίμα στις φλέβες του. Φοβάται απ’ την άλλη πολύ, το ίδιο που εμπνέει τον φόβο, μήπως κάποιο παράτολμο πουλί πετάξει κάποτε προς τα εκεί, χωρίς να υπολογίσει τον παλιό δισταγμό των υπολοίπων του είδους του.
Ο άνεμος έχει φέρει σκόρπια κελαηδίσματα και, αν το Σκιάχτρο κατάλαβε σωστά, υπάρχουν πουλιά που, όπως κουρνιάζουν τη νύχτα στις φωλιές τους, ονειρεύονται ένα διαφορετικό ξημέρωμα και πιστεύουν στη δύναμη του πετάγματός τους. Τι θα γινόταν άραγε, αν διαπίστωναν όλα ότι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν απ’ το Σκιάχτρο, αν οι αγρότες καταλάβαιναν ότι αυτό σε τίποτα δε χρησιμεύει πια, κι έτσι το ξερίζωναν για να το ρίξουν στη φωτιά...
Το Σκιάχτρο τρέμει το πείσμα, την τόλμη και την πίστη ενός φτερουγίσματος που, ίσως κάπου στο σκοτάδι, καταστρώνεται με όραμα και σωφροσύνη.
tvxs
Μοιάζει λίγο παράταιρο, σημαδούρα μέσα στο χρυσό πέλαγος των αγρών, με τα ξύλινα χέρια του ανοικτά κι ένα καπέλο να κρύβει τις άκρες απ’ τα άχυρα του κεφαλιού. Είναι ευτελές, όμως προσφέρει υπηρεσία - τρομάζει κάθε φτερωτό επισκέπτη κι ας ανεμίζουν πάνω του μόνο θλιβερά κουρέλια. Τα πτηνά, βλέπετε, νομίζουν ότι έχει ζωή, ότι αν πλησιάσουν τα χωράφια, θα τρέξει να τα κυνηγήσει απλώνοντας σαν τέρας τα μακριά του άκρα κάτω απ’ τα φθαρμένα ρούχα. Μόνο κάποια ολόμαυρα πουλιά έρχονται την αυγή να καθίσουν μαζί του, απολαμβάνουν προφανώς την απουσία άλλων πουλιών και ακονίζουν τα ράμφη τους αμέριμνα
.
Το Σκιάχτρο, όμως, στον απόλυτα μοναχικό και σιωπηλό κόσμο του, βασανίζεται από κρυφό πόθο αλλά κι από ακαθόριστη απειλή. Ονειρεύεται αφ’ ενός να ήταν πράγματι άνθρωπος, όχι απλώς να τον παριστάνει· το χειρότερο - γνωρίζει ότι δε θα κυλήσει ποτέ αίμα στις φλέβες του. Φοβάται απ’ την άλλη πολύ, το ίδιο που εμπνέει τον φόβο, μήπως κάποιο παράτολμο πουλί πετάξει κάποτε προς τα εκεί, χωρίς να υπολογίσει τον παλιό δισταγμό των υπολοίπων του είδους του.
Ο άνεμος έχει φέρει σκόρπια κελαηδίσματα και, αν το Σκιάχτρο κατάλαβε σωστά, υπάρχουν πουλιά που, όπως κουρνιάζουν τη νύχτα στις φωλιές τους, ονειρεύονται ένα διαφορετικό ξημέρωμα και πιστεύουν στη δύναμη του πετάγματός τους. Τι θα γινόταν άραγε, αν διαπίστωναν όλα ότι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν απ’ το Σκιάχτρο, αν οι αγρότες καταλάβαιναν ότι αυτό σε τίποτα δε χρησιμεύει πια, κι έτσι το ξερίζωναν για να το ρίξουν στη φωτιά...
Το Σκιάχτρο τρέμει το πείσμα, την τόλμη και την πίστη ενός φτερουγίσματος που, ίσως κάπου στο σκοτάδι, καταστρώνεται με όραμα και σωφροσύνη.
tvxs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου