Του Πέτρου Σταύρου
Καθώς πλησιάζουν οι τριπλές εκλογές, ας δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα τις πραγματικές δυνατότητες ανάπτυξης που παρουσιάζονται σε περιβάλλον μνημονιακής επιτήρησης και σε περιφερειακό επίπεδο. Στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδος, για παράδειγμα, γίνεται αμέσως εμφανές το νέο μοντέλο ανάπτυξης που έρχεται. Το περιφερειακό πρόγραμμα της συγκεκριμένης περιοχής καλείται να διαχειριστεί κάτι λιγότερο από 200 εκ. € (τα μισά από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα άλλα μισά από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων). Αυτό το ποσό θα είναι, λίγο πολύ, το νέο ΕΣΠΑ που θα πρέπει η νέα Περιφερειακή αρχή να «μετουσιώσει» σε αναπτυξιακές παρεμβάσεις.
Προσέξτε, 200 εκ. € για τα επόμενα 7 χρόνια, τουτέστιν, μόνο 29 εκ. € το χρόνο. Από τα 200 εκ. € μόνο τα 50 περίπου αφορούν σε παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Βέβαια, η Περιφέρεια θα πάρει και άλλα λεφτά από το Ταμείο Συνοχής για να φτιάξει δρόμους με διόδια, φαντάζομαι, και κάποια λεφτά από τομεακά προγράμματα που διαχειρίζονται κεντρικά τα Υπουργεία Ανάπτυξης, Υποδομών και Εργασίας και όχι η ίδια η Περιφέρεια. Ακόμα όμως και αν αθροίσουμε όλα τα ποσά, και πάλι δε φαίνεται να μπορούν να προκαλέσουν κάποια σοβαρή αναπτυξιακή δυναμική. Αντίστοιχα, για την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, με τις μεγάλες ανάγκες σε υποδομές και θαλάσσιες συγκοινωνίες, τα ποσά είναι περίπου 170 εκ €.
Κάπως έτσι είναι τα πράγματα και για την υπόλοιπη χώρα. Οι 13 Περιφέρειες θα διαχειριστούν περίπου το 30% του νέου ΕΣΠΑ, την στιγμή που αυτό περιέχει όλον τον αναπτυξιακό σχεδιασμό. Στην ουσία τα πάντα είναι ΕΣΠΑ. Ακόμα και το πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τις επενδύσεις που γίνονται μέσω ΕΣΠΑ.
Ας τα πάρουμε πάλι από την αρχή. Στη χώρα μας καμία δημόσια ή ιδιωτική επένδυση δεν εκτελείται με πόρους εκτός ΕΣΠΑ. Ας μην ξεχνάμε ότι η κυρίαρχη δημοσιονομική πολιτική είναι η πολιτική δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων. Οι διαρθρωτικοί πόροι που προέρχονται από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης για να χρηματοδοτήσουν τις παρεμβάσεις του ΕΣΠΑ αποτελούν έσοδο για τον προϋπολογισμό (ως μεταβιβαστική πληρωμή) ενώ, αντίθετα, ο δραστικός περιορισμός του προγράμματος των δημοσίων επενδύσεων (εγχώριοι πόροι από φορολογία) αποτελεί «αναγκαστική» επιλογή για να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες και να επιτευχθεί ο δημοσιονομικός εξορθολογισμός.
Έτσι, τίποτα δεν επενδύεται χωρίς πόρους από το ΕΣΠΑ, γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν άλλοι πόροι διαθέσιμοι. Ταυτόχρονα, οι μόνοι διαθέσιμοι πόροι είναι εξαιρετικά ανεπαρκείς μπροστά στο μέγεθος των κοινωνικών αναγκών και της ανθρωπιστικής κρίσης. Ενώ η χώρα έχει χάσει το 25% του εθνικού προϊόντος της, το παραγωγικό της δυναμικό απαξιώνεται συνεχώς, ο τραπεζικός τομέας αντί να παρέχει ρευστότητα απορροφά ρευστότητα (με την επιστροφή των δανείων και την αναζήτηση κεφαλαιακής επάρκειας) και η ανεργία μεγαλώνει, η οικονομία εμφανίζεται με ένα μόνο αναπτυξιακό εργαλείο.
Από την άλλη, οι συνθήκες χρησιμοποίησης των πόρων του ΕΣΠΑ δυσκολεύουν συνεχώς. Δεν είναι τόσο οι αυστηροί όροι επιτήρησης και το σύστημα ποινών που συνδέονται και με τις μακροοικονομικές λογικές του μνημονίου, όσο μια μετατροπή της «εσωτερικής» του λογικής. Για παράδειγμα, δεν έχει γίνει ευρέως γνωστό ότι η έννοια της δημόσιας επένδυσης τείνει να εκλείψει από το λεξιλόγιο του αναπτυξιακού σχεδιασμού καθώς και το γεγονός ότι, σχεδόν κάθε δημόσια επένδυση «θίγει» τον ανταγωνισμό και το ενδοκοινοτικό εμπόριο, όποτε θεωρείται αμέσως ως κρατική ενίσχυση (ως επιδότηση οικονομικής δραστηριότητας). Πχ οι υποδομές αποχέτευσης και ύδρευσης των δήμων, τις οποίες διαχειρίζονται οι ΔΕΥΑ (Δημοτικές Επιχειρήσεις Υδρευσης–Αποχέτευσης) θεωρούνται ιδιωτικές υποδομές, εφόσον χρεώνουν κάποιο τέλος, και ως εκ τούτου καλούνται να καταβάλλουν ιδιωτική συμμετοχή (όπως κάνει κάθε ιδιωτική επιχείρηση που επιδοτείται).
Το θέμα όμως είναι ότι οι δήμοι δεν θα έχουν να καταβάλουν αυτήν την ιδιωτική συμμετοχή η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να κυμανθεί από το 55% έως και το 90% του προϋπολογισμού του έργου (συν το ΦΠΑ 23%), οπότε η παρέμβαση θα καθυστερήσει ή δεν θα εκτελεστεί. Σε προηγούμενες περιόδους το κόστος της υποδομής χρηματοδοτούνταν κατά 100% από δημόσιους πόρους, μαζί και με το ΦΠΑ. Το ίδιο θεωρούνται και τα μουσεία ή τα λιμάνια ή ακόμα περισσότερο οι βιολογικοί καθαρισμο,ί αλλά και κάθε άλλη δημοτική ή περιφερειακή υποδομή που εισπράττει ανταποδοτικό τέλος ή κάποιο εισιτήριο. Έτσι, ενώ οι πόροι του ΕΣΠΑ είναι ελάχιστοι σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες, παραταύτα δεν μπορούν να απορροφηθούν γρήγορα, και για τον λόγο που μόλις περιγράψαμε αλλά και για πολλούς άλλους λόγους.
Πώς μπορεί λοιπόν να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη, όταν οι πόροι του ΕΣΠΑ δεν επαρκούν αλλά και δεν απορροφώνται, οι τράπεζες δεν δανείζουν και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων έχει μηδενιστεί; Μα από την ανάκαμψη των κερδών που μόνο με την εκκαθάριση της αγοράς από απαξιωμένα κεφάλαια και με τη διαρκή επιδείνωση των όρων εργασίας μπορεί να προκύψει. Αλλά και πάλι, ποιος είπε ότι η «ανάπτυξη» που έρχεται θα μοιάζει με αυτό που κάποτε αποκαλούνταν έτσι; Τα λιγοστά λεφτά που διατίθενται για πραγματικά δημόσιες επενδύσεις, καθώς και η σκλήρυνση των όρων απορρόφησης αυτών των λιγοστών πόρων είναι το ορατό αποτέλεσμα της μετατροπής του χρήματος (και όχι του νομίσματος) σε αποθεματικό μέσο αξίας και όχι σε μέσο πληρωμών για κοινωνικές ανάγκες, οικονομικές υποχρεώσεις και αναπτυξιακές δαπάνες. Η γενίκευση αυτής της χρήσης του χρήματος ως αποθεματικού μέσου αξίας αποδεικνύει ότι πίσω από την «κατοχή» του βρίσκεται συγκεκριμένος ταξικός συσχετισμός.
Καθώς πλησιάζουν οι τριπλές εκλογές, ας δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα τις πραγματικές δυνατότητες ανάπτυξης που παρουσιάζονται σε περιβάλλον μνημονιακής επιτήρησης και σε περιφερειακό επίπεδο. Στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδος, για παράδειγμα, γίνεται αμέσως εμφανές το νέο μοντέλο ανάπτυξης που έρχεται. Το περιφερειακό πρόγραμμα της συγκεκριμένης περιοχής καλείται να διαχειριστεί κάτι λιγότερο από 200 εκ. € (τα μισά από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα άλλα μισά από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων). Αυτό το ποσό θα είναι, λίγο πολύ, το νέο ΕΣΠΑ που θα πρέπει η νέα Περιφερειακή αρχή να «μετουσιώσει» σε αναπτυξιακές παρεμβάσεις.
Προσέξτε, 200 εκ. € για τα επόμενα 7 χρόνια, τουτέστιν, μόνο 29 εκ. € το χρόνο. Από τα 200 εκ. € μόνο τα 50 περίπου αφορούν σε παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Βέβαια, η Περιφέρεια θα πάρει και άλλα λεφτά από το Ταμείο Συνοχής για να φτιάξει δρόμους με διόδια, φαντάζομαι, και κάποια λεφτά από τομεακά προγράμματα που διαχειρίζονται κεντρικά τα Υπουργεία Ανάπτυξης, Υποδομών και Εργασίας και όχι η ίδια η Περιφέρεια. Ακόμα όμως και αν αθροίσουμε όλα τα ποσά, και πάλι δε φαίνεται να μπορούν να προκαλέσουν κάποια σοβαρή αναπτυξιακή δυναμική. Αντίστοιχα, για την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, με τις μεγάλες ανάγκες σε υποδομές και θαλάσσιες συγκοινωνίες, τα ποσά είναι περίπου 170 εκ €.
Κάπως έτσι είναι τα πράγματα και για την υπόλοιπη χώρα. Οι 13 Περιφέρειες θα διαχειριστούν περίπου το 30% του νέου ΕΣΠΑ, την στιγμή που αυτό περιέχει όλον τον αναπτυξιακό σχεδιασμό. Στην ουσία τα πάντα είναι ΕΣΠΑ. Ακόμα και το πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τις επενδύσεις που γίνονται μέσω ΕΣΠΑ.
Ας τα πάρουμε πάλι από την αρχή. Στη χώρα μας καμία δημόσια ή ιδιωτική επένδυση δεν εκτελείται με πόρους εκτός ΕΣΠΑ. Ας μην ξεχνάμε ότι η κυρίαρχη δημοσιονομική πολιτική είναι η πολιτική δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων. Οι διαρθρωτικοί πόροι που προέρχονται από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης για να χρηματοδοτήσουν τις παρεμβάσεις του ΕΣΠΑ αποτελούν έσοδο για τον προϋπολογισμό (ως μεταβιβαστική πληρωμή) ενώ, αντίθετα, ο δραστικός περιορισμός του προγράμματος των δημοσίων επενδύσεων (εγχώριοι πόροι από φορολογία) αποτελεί «αναγκαστική» επιλογή για να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες και να επιτευχθεί ο δημοσιονομικός εξορθολογισμός.
Έτσι, τίποτα δεν επενδύεται χωρίς πόρους από το ΕΣΠΑ, γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν άλλοι πόροι διαθέσιμοι. Ταυτόχρονα, οι μόνοι διαθέσιμοι πόροι είναι εξαιρετικά ανεπαρκείς μπροστά στο μέγεθος των κοινωνικών αναγκών και της ανθρωπιστικής κρίσης. Ενώ η χώρα έχει χάσει το 25% του εθνικού προϊόντος της, το παραγωγικό της δυναμικό απαξιώνεται συνεχώς, ο τραπεζικός τομέας αντί να παρέχει ρευστότητα απορροφά ρευστότητα (με την επιστροφή των δανείων και την αναζήτηση κεφαλαιακής επάρκειας) και η ανεργία μεγαλώνει, η οικονομία εμφανίζεται με ένα μόνο αναπτυξιακό εργαλείο.
Από την άλλη, οι συνθήκες χρησιμοποίησης των πόρων του ΕΣΠΑ δυσκολεύουν συνεχώς. Δεν είναι τόσο οι αυστηροί όροι επιτήρησης και το σύστημα ποινών που συνδέονται και με τις μακροοικονομικές λογικές του μνημονίου, όσο μια μετατροπή της «εσωτερικής» του λογικής. Για παράδειγμα, δεν έχει γίνει ευρέως γνωστό ότι η έννοια της δημόσιας επένδυσης τείνει να εκλείψει από το λεξιλόγιο του αναπτυξιακού σχεδιασμού καθώς και το γεγονός ότι, σχεδόν κάθε δημόσια επένδυση «θίγει» τον ανταγωνισμό και το ενδοκοινοτικό εμπόριο, όποτε θεωρείται αμέσως ως κρατική ενίσχυση (ως επιδότηση οικονομικής δραστηριότητας). Πχ οι υποδομές αποχέτευσης και ύδρευσης των δήμων, τις οποίες διαχειρίζονται οι ΔΕΥΑ (Δημοτικές Επιχειρήσεις Υδρευσης–Αποχέτευσης) θεωρούνται ιδιωτικές υποδομές, εφόσον χρεώνουν κάποιο τέλος, και ως εκ τούτου καλούνται να καταβάλλουν ιδιωτική συμμετοχή (όπως κάνει κάθε ιδιωτική επιχείρηση που επιδοτείται).
Το θέμα όμως είναι ότι οι δήμοι δεν θα έχουν να καταβάλουν αυτήν την ιδιωτική συμμετοχή η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να κυμανθεί από το 55% έως και το 90% του προϋπολογισμού του έργου (συν το ΦΠΑ 23%), οπότε η παρέμβαση θα καθυστερήσει ή δεν θα εκτελεστεί. Σε προηγούμενες περιόδους το κόστος της υποδομής χρηματοδοτούνταν κατά 100% από δημόσιους πόρους, μαζί και με το ΦΠΑ. Το ίδιο θεωρούνται και τα μουσεία ή τα λιμάνια ή ακόμα περισσότερο οι βιολογικοί καθαρισμο,ί αλλά και κάθε άλλη δημοτική ή περιφερειακή υποδομή που εισπράττει ανταποδοτικό τέλος ή κάποιο εισιτήριο. Έτσι, ενώ οι πόροι του ΕΣΠΑ είναι ελάχιστοι σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες, παραταύτα δεν μπορούν να απορροφηθούν γρήγορα, και για τον λόγο που μόλις περιγράψαμε αλλά και για πολλούς άλλους λόγους.
Πώς μπορεί λοιπόν να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη, όταν οι πόροι του ΕΣΠΑ δεν επαρκούν αλλά και δεν απορροφώνται, οι τράπεζες δεν δανείζουν και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων έχει μηδενιστεί; Μα από την ανάκαμψη των κερδών που μόνο με την εκκαθάριση της αγοράς από απαξιωμένα κεφάλαια και με τη διαρκή επιδείνωση των όρων εργασίας μπορεί να προκύψει. Αλλά και πάλι, ποιος είπε ότι η «ανάπτυξη» που έρχεται θα μοιάζει με αυτό που κάποτε αποκαλούνταν έτσι; Τα λιγοστά λεφτά που διατίθενται για πραγματικά δημόσιες επενδύσεις, καθώς και η σκλήρυνση των όρων απορρόφησης αυτών των λιγοστών πόρων είναι το ορατό αποτέλεσμα της μετατροπής του χρήματος (και όχι του νομίσματος) σε αποθεματικό μέσο αξίας και όχι σε μέσο πληρωμών για κοινωνικές ανάγκες, οικονομικές υποχρεώσεις και αναπτυξιακές δαπάνες. Η γενίκευση αυτής της χρήσης του χρήματος ως αποθεματικού μέσου αξίας αποδεικνύει ότι πίσω από την «κατοχή» του βρίσκεται συγκεκριμένος ταξικός συσχετισμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου