Δεν υπάρχει, νομίζω, αμφιβολία πως η πρόταξη των ζητημάτων της ανθρωπιστικής καταστροφής είναι, για τη ριζοσπαστική Αριστερά, αναγκαία προϋπόθεση της άσκησης πολιτικής. Η αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών των ανέργων, η διασφάλιση καθολικής πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας και στα βασικά κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες, η επαναφορά των εργασιακών δικαιωμάτων στην προ Μνημονίου κατάσταση, ο αυστηρός έλεγχος των εργοδοτικών πρακτικών δεσποτισμού και τρομοκρατίας είναι προαπαιτούμενα για την εφαρμογή ενός προγράμματος κοινωνικού μετασχηματισμού, που εμφανίζεται όλο και περισσότερο ως απαραίτητος όχι μόνο για την αξιοπρέπεια, αλλά για την ίδια την επιβίωση της κοινωνικής πλειονότητας.
Είναι προφανές πως η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής καταστροφής απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση και ακόμη ισχυρότερη ηθική δέσμευση σε μια κοινωνικά μεροληπτική πολιτική. Στο μέτρο που αυτό γίνεται αντιληπτό πολλά από τα ζητήματα, που κυριαρχούν ακόμη και στην «εσωτερική» συζήτηση, αποκτούν την πραγματική τους διάσταση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαμάχη αναφορικά με τη φορολόγηση του πλούτου. Δεν μπορώ πραγματικά να καταλάβω, δεδομένης της άθλιας συνθήκης στην οποία διαβιούν εκατομμύρια άνθρωποι στην Ελλάδα των μνημονίων, την «ευαισθησία» ενίων αριστερών έναντι της περιουσίας, την αντίδρασή τους απέναντι σε αυτονόητες, με τα πιο στοιχειώδη και παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικά κριτήρια, φορολογικές παρεμβάσεις για τη συμβολή του συσσωρευμένου πλούτου στην κάλυψη βασικών κοινωνικών αναγκών. Να το ξαναπώ: με τα πιο στοιχειώδη και παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικά κριτήρια, όχι με τα πολύ πιο προχωρημένα αντανακλαστικά του σοσιαλιστικού εξισωτισμού.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στους σκανδιναβικούς καπιταλισμούς ή στον Ρούσβελτ. Ακόμη και το τόσο συχνά αναφερόμενο παράδειγμα της Γερμανίας του 1953, σε ό,τι αφορά την ιστορική νομιμότητα του αιτήματος για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, περιλαμβάνει και μια δεύτερη πλευρά, η οποία είναι πολύ διδακτική για χώρες που βρίσκονται σε επείγουσα κατάσταση. Και αφορά τον εξαναγκασμό των Γερμανών πλουσίων, με περιουσία άνω των 100.000 μάρκων –περίπου 800.000 σημερινών ευρώ–, να προσφέρουν τη μισή, σε ένα βάθος χρόνου, προκειμένου να ανασάνει και, εν συνεχεία, να ανακάμψει η γερμανική κοινωνία.
Μπροστά σε αυτά τα ιστορικά παραδείγματα έκτακτων και μη καπιταλιστικών πολιτικών απέναντι στον συσσωρευμένο πλούτο, μια πρόταση που προβλέπει αφορολόγητο στα 400.000 ή 500.000 ευρώ και κλιμακωτή φορολόγηση στη συνέχεια, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί άκρον άωτον της μετριοπάθειας. Απαλλάσσει ολοκληρωτικά τις μικρές περιουσίες –και κυρίως την πρώτη κατοικία– και επιβαρύνει με προοδευτικό τρόπο, δηλαδή με όλο και μεγαλύτερους συντελεστές όσο αυξάνεται η περιουσία, τις μεγάλες.
Ετσι πληρώνουν οι πλούσιοι και εξασφαλίζονται πόροι για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και τη χρηματοδότηση των κοινωνικών δαπανών. Αλλιώς πώς;
Υπάρχει, ωστόσο, και η ηθική διάσταση. Ας σκεφτούμε τι σημαίνει για τον άνεργο που δεν εξοικονομεί 1,2 ευρώ για τυρόπιτα να ακούει πως το αφορολόγητο της περιουσίας είναι π.χ. στα 1,2 εκατομμύρια ευρώ. Κατάμουτρη κοροϊδία, ίσως;
Από την άλλη πλευρά, η φορολόγηση του πλούτου συνιστά αποκατάσταση χρόνιων αδικιών σε βάρος των κατώτερων τάξεων. Θέλω να πω, η διανομή του πλούτου, όντας αποτέλεσμα της διανομής του εισοδήματος, είναι, σε μεγάλο βαθμό δείκτης του «εκμεταλλευτικού βάθους» του συστήματος. Οπως είναι γνωστό, ο ελληνικός καπιταλισμός έκανε για δεκαετίες ρεκόρ στην εκμετάλλευση, πρωτογενή (στην παραγωγική διαδικασία) και δευτερογενή (με την εμπράκτως αντίστροφη προοδευτική φορολογία, τη φοροδιαφυγή και τη φοροκλοπή, μεταξύ άλλων). Και σήμερα το σχέδιο που υλοποιούν τα μνημόνια, αν κάτι αναμφισβήτητα πετυχαίνει, είναι ακριβώς η ακραία επίταση της εκμετάλλευσης. Γιατί δεν έχασαν όλοι την περίοδο αυτή. Αντίθετα, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ το τμήμα του ΑΕΠ, που πηγαίνει σε κέρδη, τόκους και προσόδους παρέμεινε μεταξύ 2009 και 2014 στα 80 δισεκατομμύρια ευρώ, το αντίστοιχο που καρπώνονται οι αμοιβές της εργασίας μειώθηκε από 130 σε 90.
Είναι υποχρεωτικό, λοιπόν, η ριζοσπαστική Αριστερά, ως εκπρόσωπος των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων και κατηγοριών, να αναλάβει με παρρησία το έργο της αντίστροφης αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Είναι προφανές πως η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής καταστροφής απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση και ακόμη ισχυρότερη ηθική δέσμευση σε μια κοινωνικά μεροληπτική πολιτική. Στο μέτρο που αυτό γίνεται αντιληπτό πολλά από τα ζητήματα, που κυριαρχούν ακόμη και στην «εσωτερική» συζήτηση, αποκτούν την πραγματική τους διάσταση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαμάχη αναφορικά με τη φορολόγηση του πλούτου. Δεν μπορώ πραγματικά να καταλάβω, δεδομένης της άθλιας συνθήκης στην οποία διαβιούν εκατομμύρια άνθρωποι στην Ελλάδα των μνημονίων, την «ευαισθησία» ενίων αριστερών έναντι της περιουσίας, την αντίδρασή τους απέναντι σε αυτονόητες, με τα πιο στοιχειώδη και παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικά κριτήρια, φορολογικές παρεμβάσεις για τη συμβολή του συσσωρευμένου πλούτου στην κάλυψη βασικών κοινωνικών αναγκών. Να το ξαναπώ: με τα πιο στοιχειώδη και παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικά κριτήρια, όχι με τα πολύ πιο προχωρημένα αντανακλαστικά του σοσιαλιστικού εξισωτισμού.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στους σκανδιναβικούς καπιταλισμούς ή στον Ρούσβελτ. Ακόμη και το τόσο συχνά αναφερόμενο παράδειγμα της Γερμανίας του 1953, σε ό,τι αφορά την ιστορική νομιμότητα του αιτήματος για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, περιλαμβάνει και μια δεύτερη πλευρά, η οποία είναι πολύ διδακτική για χώρες που βρίσκονται σε επείγουσα κατάσταση. Και αφορά τον εξαναγκασμό των Γερμανών πλουσίων, με περιουσία άνω των 100.000 μάρκων –περίπου 800.000 σημερινών ευρώ–, να προσφέρουν τη μισή, σε ένα βάθος χρόνου, προκειμένου να ανασάνει και, εν συνεχεία, να ανακάμψει η γερμανική κοινωνία.
Μπροστά σε αυτά τα ιστορικά παραδείγματα έκτακτων και μη καπιταλιστικών πολιτικών απέναντι στον συσσωρευμένο πλούτο, μια πρόταση που προβλέπει αφορολόγητο στα 400.000 ή 500.000 ευρώ και κλιμακωτή φορολόγηση στη συνέχεια, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί άκρον άωτον της μετριοπάθειας. Απαλλάσσει ολοκληρωτικά τις μικρές περιουσίες –και κυρίως την πρώτη κατοικία– και επιβαρύνει με προοδευτικό τρόπο, δηλαδή με όλο και μεγαλύτερους συντελεστές όσο αυξάνεται η περιουσία, τις μεγάλες.
Ετσι πληρώνουν οι πλούσιοι και εξασφαλίζονται πόροι για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και τη χρηματοδότηση των κοινωνικών δαπανών. Αλλιώς πώς;
Υπάρχει, ωστόσο, και η ηθική διάσταση. Ας σκεφτούμε τι σημαίνει για τον άνεργο που δεν εξοικονομεί 1,2 ευρώ για τυρόπιτα να ακούει πως το αφορολόγητο της περιουσίας είναι π.χ. στα 1,2 εκατομμύρια ευρώ. Κατάμουτρη κοροϊδία, ίσως;
Από την άλλη πλευρά, η φορολόγηση του πλούτου συνιστά αποκατάσταση χρόνιων αδικιών σε βάρος των κατώτερων τάξεων. Θέλω να πω, η διανομή του πλούτου, όντας αποτέλεσμα της διανομής του εισοδήματος, είναι, σε μεγάλο βαθμό δείκτης του «εκμεταλλευτικού βάθους» του συστήματος. Οπως είναι γνωστό, ο ελληνικός καπιταλισμός έκανε για δεκαετίες ρεκόρ στην εκμετάλλευση, πρωτογενή (στην παραγωγική διαδικασία) και δευτερογενή (με την εμπράκτως αντίστροφη προοδευτική φορολογία, τη φοροδιαφυγή και τη φοροκλοπή, μεταξύ άλλων). Και σήμερα το σχέδιο που υλοποιούν τα μνημόνια, αν κάτι αναμφισβήτητα πετυχαίνει, είναι ακριβώς η ακραία επίταση της εκμετάλλευσης. Γιατί δεν έχασαν όλοι την περίοδο αυτή. Αντίθετα, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ το τμήμα του ΑΕΠ, που πηγαίνει σε κέρδη, τόκους και προσόδους παρέμεινε μεταξύ 2009 και 2014 στα 80 δισεκατομμύρια ευρώ, το αντίστοιχο που καρπώνονται οι αμοιβές της εργασίας μειώθηκε από 130 σε 90.
Είναι υποχρεωτικό, λοιπόν, η ριζοσπαστική Αριστερά, ως εκπρόσωπος των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων και κατηγοριών, να αναλάβει με παρρησία το έργο της αντίστροφης αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου