Του Χρήστου Λάσκου*
Η συζήτηση περί συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ έχει, ήδη εδώ και δυόμισι χρόνια, προσδιοριστεί από δύο διαφορετικές διαδρομές. Η μία πολύ συχνά γίνεται υπό το κράτος της πίεσης των αντιπάλων, οι οποίοι επιχειρούν να δείξουν πως το κόμμα είναι ανάδελφο και απομονωμένο και εξ αυτού αδύναμο να διαμορφώσει μια πραγματικά νικηφόρα πορεία. Η άλλη πηγάζει από έναν γόνιμο προβληματισμό σχετικά με τους κοινωνικούς όρους έκφρασης της μεγάλης
πλειονότητας του ελληνικού λαού σε μια ανατρεπτική κατεύθυνση. Παρ’ όλο που πολλές φορές δεν γίνεται αντιληπτό, οι δύο αυτές εκδοχές συζήτησης όχι μόνο δεν είναι συμπληρωματικές, αλλά -στην πραγματικότητα- αντιστοιχούν σε αντικρουόμενες μεθοδολογίες και γραμμές.
Η πρώτη συνιστά αμυντική αντίδραση σε μια ατζέντα που συστηματικά προωθείται από τον ταξικό συνασπισμό μιας κοινωνικής ακροδεξιάς και των μιντιακών της παραφερνάλιων. Στόχος της είναι να πείσει σχετικά με το ανέφικτο των επιδιώξεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, πιέζοντας σε αποστράτευση ένα μέρος του πληθυσμού, που αντικειμενικά έχει κάθε λόγο να συνταχθεί ενεργητικά στην υπόθεση της ανατροπής.
Αντίθετα, η δεύτερη αποτελεί θεμελιώδη όρο για τη διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής. Ακόμη περισσότερο, η απάντηση στα ερωτήματα που θέτει έχει στρατηγικό χαρακτήρα. Πράγμα που σημαίνει πως, όταν επικαθορίζεται από την πρώτη, αδυνατεί να καταλήξει σε αποτέλεσμα.
Για να το πω αλλιώς, το θέμα είναι πώς θα εμπλακούν στη μάχη τα εκατομμύρια των ανθρώπων, που χτυπήθηκαν στοχευμένα και αλύπητα τα τελευταία χρόνια. Το θέμα, στοιχειωδέστερα, είναι πώς θα επιστρέψουν στην πολιτική ζωή τα εκατομμύρια των ανέργων, που έχουν εξοβελιστεί ολοκληρωτικά. Πώς θα ελπίσουν τα εκατομμύρια των νέων πως η σύγκρουση που έρχεται είναι η κατ’ εξοχήν δική τους μάχη. Πώς θα διαμορφώσουν ενεργητικά τις προσδοκίες τους οι μισθωτοί του καπιταλιστικού τομέα της οικονομίας, που δουλεύουν ακόμα και πληρώνονται όσο και όποτε θέλουν τα μικρά και μεγάλα αφεντικά τους. Πώς θα αφομοιώσει η συντριπτική πλειονότητα των δημόσιων γιατρών και εκπαιδευτικών ότι η δυνατότητα να κατακτηθούν εκ νέου η ασφάλεια και η αξιοπρέπεια της εργασίας τους, που είναι θεμελιώδης όρος για την προσφορά των αναγκαίων δημόσιων αγαθών, είναι απολύτως διεκδικήσιμη.
Ολα τα παραπάνω προφανώς εξαρτώνται από τον δημόσιο λόγο, τη ρητορική, τις ιεραρχήσεις της πολιτικής παρέμβασης. Ο,τι κι αν λέγεται, όπως κι αν λέγεται, αυτό που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρωτοπορία ενός αγώνα ιστορικής και διεθνούς σημασίας είναι ο ριζοσπαστισμός του, το γεγονός πως συνεχώς από την αρχή της κρίσης «έφταιγε για όλα». Από αυτή την άποψη, περισσότερο επιλέχθηκε, παρά επέλεξε ιστορικά τη διαδρομή του.
Η «αδιαλλαξία» του, η άρνηση να «το γυρίσει προς το Κέντρο», να δώσει «εχέγγυα σοβαρότητας», η έμπρακτη, δηλαδή πολιτικά χρήσιμη και όχι απογειωμένη, αντισυστημικότητά του υπήρξαν τα κεντρικά στοιχεία της διεισδυτικότητάς του, αυτά που τον έφεραν στη θέση να διεκδικεί τη διακυβέρνηση. Σε μια συνθήκη όπου το 70% της κοινωνίας ξέρει στην πραγματικότητα, οσοδήποτε ασυνείδητα ή και υπό το κράτος τού -διαχεόμενου από πάμπολλες κατευθύνσεις- ακραίου φόβου για το μέλλον, πως η «ομαλότητα» και η «σταθερότητα» συνιστούν μια συνθήκη διαρκούς επιδείνωσης για γενιές ολόκληρες, για πολλές δεκαετίες, ο ριζοσπαστισμός, στον αντίποδα του κραυγαλέου λαϊκισμού, δίνει το πλαίσιο της εμπλοκής των αναγκαίων πολλών «μικρών» ανθρώπων στη μεγάλη σύγκρουση για την ανατροπή.
Οτιδήποτε υπηρετεί αυτή την εμπλοκή είναι άξιο να λέγεται πολιτική συμμαχιών μιας ριζοσπαστικής αριστερής δύναμης. Οτιδήποτε, πολιτικά και ηθικά, θολώνει το τοπίο και κρατάει τους πολλούς ανθρώπους σε «ασφαλή απόσταση», δεν μπορεί παρά να αποφεύγεται. Να, λοιπόν, ο οδηγός για τη διαμόρφωση των πολιτικών συμμαχιών.
Οπου κυρίως χωρούν όσοι, άνθρωποι και συλλογικότητες, «από την Αριστερά της Αριστεράς μέχρι τη ριζοσπαστική Οικολογία και την Αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας», αγωνίστηκαν ενάντια στη δολοφονική πολιτική των τελευταίων χρόνων. Και δεν προβληματίζονται, από «προχωρημένη ευρωπαϊκή υπευθυνότητα» προφανώς, σχετικά με το αν το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης παραβιάζει συμβατικές υποχρεώσεις της χώρας! Και κατ’ εξοχήν χωρούν οι πολλοί «μικροί» άνθρωποι, χωρίς «επιφάνεια» και προσωπικές στοχεύσεις. Βασιζόμενος σε αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν είναι απομονωμένος, αλλά επιδιώκει βάσιμα μια πολύ μεγάλη εκλογική νίκη.
*οικονομολόγος-εκπαιδευτικός
Η συζήτηση περί συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ έχει, ήδη εδώ και δυόμισι χρόνια, προσδιοριστεί από δύο διαφορετικές διαδρομές. Η μία πολύ συχνά γίνεται υπό το κράτος της πίεσης των αντιπάλων, οι οποίοι επιχειρούν να δείξουν πως το κόμμα είναι ανάδελφο και απομονωμένο και εξ αυτού αδύναμο να διαμορφώσει μια πραγματικά νικηφόρα πορεία. Η άλλη πηγάζει από έναν γόνιμο προβληματισμό σχετικά με τους κοινωνικούς όρους έκφρασης της μεγάλης
πλειονότητας του ελληνικού λαού σε μια ανατρεπτική κατεύθυνση. Παρ’ όλο που πολλές φορές δεν γίνεται αντιληπτό, οι δύο αυτές εκδοχές συζήτησης όχι μόνο δεν είναι συμπληρωματικές, αλλά -στην πραγματικότητα- αντιστοιχούν σε αντικρουόμενες μεθοδολογίες και γραμμές.
Η πρώτη συνιστά αμυντική αντίδραση σε μια ατζέντα που συστηματικά προωθείται από τον ταξικό συνασπισμό μιας κοινωνικής ακροδεξιάς και των μιντιακών της παραφερνάλιων. Στόχος της είναι να πείσει σχετικά με το ανέφικτο των επιδιώξεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, πιέζοντας σε αποστράτευση ένα μέρος του πληθυσμού, που αντικειμενικά έχει κάθε λόγο να συνταχθεί ενεργητικά στην υπόθεση της ανατροπής.
Αντίθετα, η δεύτερη αποτελεί θεμελιώδη όρο για τη διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής. Ακόμη περισσότερο, η απάντηση στα ερωτήματα που θέτει έχει στρατηγικό χαρακτήρα. Πράγμα που σημαίνει πως, όταν επικαθορίζεται από την πρώτη, αδυνατεί να καταλήξει σε αποτέλεσμα.
Για να το πω αλλιώς, το θέμα είναι πώς θα εμπλακούν στη μάχη τα εκατομμύρια των ανθρώπων, που χτυπήθηκαν στοχευμένα και αλύπητα τα τελευταία χρόνια. Το θέμα, στοιχειωδέστερα, είναι πώς θα επιστρέψουν στην πολιτική ζωή τα εκατομμύρια των ανέργων, που έχουν εξοβελιστεί ολοκληρωτικά. Πώς θα ελπίσουν τα εκατομμύρια των νέων πως η σύγκρουση που έρχεται είναι η κατ’ εξοχήν δική τους μάχη. Πώς θα διαμορφώσουν ενεργητικά τις προσδοκίες τους οι μισθωτοί του καπιταλιστικού τομέα της οικονομίας, που δουλεύουν ακόμα και πληρώνονται όσο και όποτε θέλουν τα μικρά και μεγάλα αφεντικά τους. Πώς θα αφομοιώσει η συντριπτική πλειονότητα των δημόσιων γιατρών και εκπαιδευτικών ότι η δυνατότητα να κατακτηθούν εκ νέου η ασφάλεια και η αξιοπρέπεια της εργασίας τους, που είναι θεμελιώδης όρος για την προσφορά των αναγκαίων δημόσιων αγαθών, είναι απολύτως διεκδικήσιμη.
Ολα τα παραπάνω προφανώς εξαρτώνται από τον δημόσιο λόγο, τη ρητορική, τις ιεραρχήσεις της πολιτικής παρέμβασης. Ο,τι κι αν λέγεται, όπως κι αν λέγεται, αυτό που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρωτοπορία ενός αγώνα ιστορικής και διεθνούς σημασίας είναι ο ριζοσπαστισμός του, το γεγονός πως συνεχώς από την αρχή της κρίσης «έφταιγε για όλα». Από αυτή την άποψη, περισσότερο επιλέχθηκε, παρά επέλεξε ιστορικά τη διαδρομή του.
Η «αδιαλλαξία» του, η άρνηση να «το γυρίσει προς το Κέντρο», να δώσει «εχέγγυα σοβαρότητας», η έμπρακτη, δηλαδή πολιτικά χρήσιμη και όχι απογειωμένη, αντισυστημικότητά του υπήρξαν τα κεντρικά στοιχεία της διεισδυτικότητάς του, αυτά που τον έφεραν στη θέση να διεκδικεί τη διακυβέρνηση. Σε μια συνθήκη όπου το 70% της κοινωνίας ξέρει στην πραγματικότητα, οσοδήποτε ασυνείδητα ή και υπό το κράτος τού -διαχεόμενου από πάμπολλες κατευθύνσεις- ακραίου φόβου για το μέλλον, πως η «ομαλότητα» και η «σταθερότητα» συνιστούν μια συνθήκη διαρκούς επιδείνωσης για γενιές ολόκληρες, για πολλές δεκαετίες, ο ριζοσπαστισμός, στον αντίποδα του κραυγαλέου λαϊκισμού, δίνει το πλαίσιο της εμπλοκής των αναγκαίων πολλών «μικρών» ανθρώπων στη μεγάλη σύγκρουση για την ανατροπή.
Οτιδήποτε υπηρετεί αυτή την εμπλοκή είναι άξιο να λέγεται πολιτική συμμαχιών μιας ριζοσπαστικής αριστερής δύναμης. Οτιδήποτε, πολιτικά και ηθικά, θολώνει το τοπίο και κρατάει τους πολλούς ανθρώπους σε «ασφαλή απόσταση», δεν μπορεί παρά να αποφεύγεται. Να, λοιπόν, ο οδηγός για τη διαμόρφωση των πολιτικών συμμαχιών.
Οπου κυρίως χωρούν όσοι, άνθρωποι και συλλογικότητες, «από την Αριστερά της Αριστεράς μέχρι τη ριζοσπαστική Οικολογία και την Αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας», αγωνίστηκαν ενάντια στη δολοφονική πολιτική των τελευταίων χρόνων. Και δεν προβληματίζονται, από «προχωρημένη ευρωπαϊκή υπευθυνότητα» προφανώς, σχετικά με το αν το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης παραβιάζει συμβατικές υποχρεώσεις της χώρας! Και κατ’ εξοχήν χωρούν οι πολλοί «μικροί» άνθρωποι, χωρίς «επιφάνεια» και προσωπικές στοχεύσεις. Βασιζόμενος σε αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν είναι απομονωμένος, αλλά επιδιώκει βάσιμα μια πολύ μεγάλη εκλογική νίκη.
*οικονομολόγος-εκπαιδευτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου