Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Οι περιπέτειες της «αξιοπρέπειας» ως πολιτειακής αρετής

Από τα παγκόσμια κινήματα στους «Αγανακτισμένους»
 
του Μιχάλη Μπαρτσίδη και της Φωτεινής Τσιμπιρίδου

Η «αξιοπρέπεια» ως βασικό συστατικό μιας προσδοκώμενης αρετής πολιτειότητας [civic virtue] τείνει να κυριαρχήσει στον δημόσιο λόγο των κοινωνικών κινημάτων από τη δεκαετία του 1990 και μετά, με παγκοσμιοτοπικούς όρους. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούμε να αναφέρουμε τις δημόσιες πολιτικές περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διατυπώνουν τα κινήματα σε περιοχές με δημοκρατικό έλλειμμα (χώρες της Μέσης Ανατολής), τα μοντέλα αντίστασης που εμπνέονται από τους Ζαπατίστας και τα κινήματα εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης. Η παρουσία της «αξιοπρέπειας» γίνεται καθοριστική τα τελευταία τρία χρόνια στα κοινωνικά κινήματα των πλατειών (Indignados στην Ισπανία, ελληνικές πλατείες), όπως και στα κινήματα της «Αραβικής Άνοιξης». Καθώς η έννοια της αξιοπρέπειας συνεχίζει να αποτελεί κεντρικό διακύβευμα έως και στο παγκόσμιο κίνημα του Οccupy Wall Street, στον ελληνικό δημόσιο χώρο και στη συγκυρία της ελληνικής κρίσης ο όρος χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως, όχι μόνο από τους ακτιβιστές αλλά και από παράγοντες της κεντρικής πολιτικής σκηνής.
Τόσο ο παγκοσμιοτοπικός της χαρακτήρας ως βασική αρετή για τον επαναπροσδιορισμό μιας νέας πολιτειότητας όσο και η ελληνική εκδοχή μιας διευρυμένης χρήσης του όρου μας προέτρεψαν να εξετάσουμε το ζήτημα διττά: αφενός αναζητώντας τη φιλοσοφική γενεαλογία του όρου ιστορικά, αφετέρου διερευνώντας τις πρακτικές του χρήσεις σε διαφορετικά τοπικά παραδείγματα. Σχολιάζουμε τις εθνογραφικές παρατηρήσεις, συνδυάζοντας τη φιλοσοφική οπτική της σπινοζικής έννοιας της διατομικότητας[1] με αναλυτικά εργαλεία της μετααποικιακής κριτικής.
Η γενεαλογία της χαμένης αξιοπρέπειας
Η γενεαλογία του όρου από τη ρωμαϊκή περίοδο και τον Μεσαίωνα δείχνει τη δυναμική των μετασχηματισμών της έννοιας, παρέχοντας δυνατότητες επανενεργοποίησης εκείνων των σημασιών, κυρίως ως πολιτική αρετή εναντίον της διαφθοράς, ως «ανάκτηση» από την «πτώση». Στη νεωτερική εποχή, η «αξιοπρέπεια» αποκτά καθολική και εξισωτική σημασία καθώς γίνεται λόγος για την εγγενή «αξιοπρέπεια του ανθρώπου» ή του πολίτη (Καντ, Διακήρυξη του 1789). Επίσης, συνάπτεται με την αξιοπρέπεια (της αυθεντικότητας) του εαυτού και της ταυτότητας, παράγοντας την προσωπική αξιοπρέπεια. Παραδείγματα από τη σύγχρονη νομολογία δείχνουν ότι η αξιοπρέπεια εμφανίζεται πάντοτε με ορισμένο αίτημα προστασίας και σχετίζεται με διακρίσεις αναπηρίας, φύλου, φυλής, θρησκείας, σεξουαλικής προτίμησης, ηλικίας, δυσβάστακτων δυσκολιών και προσφάτως βιοηθικής. Σήμερα, που τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα συλλογικά δικαιώματα παραχωρούν τη θέση τους στις πολιτικές περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αξιοπρέπεια νοηματοδοτείται ως «νέα προστασία της ισότητας».[2]
Πολύ συνοπτικά, θα συγκρατούσαμε, λοιπόν, την καθολικότητα της έννοιας, τον διαμεσολαβητικό της ρόλο μεταξύ ισότητας-ελευθερίας και, τέλος, τη χαρακτηριστική (θεολογικής προέλευσης) τροπικότητα της ανάκτησης. Τα γνωρίσματα αυτά συμπυκνώνονται στο σχήμα της προσωπικής αξιοπρέπειας, που λειτουργεί θεραπευτικά, ως έξοδος από την κατάσταση μειονότητας-μειονεξίας.
Karama, Indignados και «Αγανακτισμένοι»
Η αξιοπρέπεια εισήχθη στην κινηματική δράση της Μέσης Ανατολής με τις πολιτικές ανθρωπίνων δικαιωμάτων που, από το 1990 και μετά, αποσκοπούσαν στην ενδυνάμωση των γυναικών και των μειονοτήτων μέσω θετικών διακρίσεων.[3] Οι πρακτικές αυτές δείχνουν πώς τοπικά οι κοινωνίες προσαρμόζουν επιλεκτικά την κάθε ηγεμονική πολιτική στις δικές τους προτεραιότητες, παραλλάσσοντας συχνά το αρχικό νόημα των όρων. Οι εθνογραφικές παρατηρήσεις από τις περιοχές της Αιγύπτου και της Τυνησίας δείχνουν την καθημερινή «βαρεμάρα και απελπισία»[4] των εκατομμυρίων νέων που, άνεργοι, στοιβάζονται στις μεγα-πόλεις της Αιγύπτου και της Τυνησίας. Οι τελευταίοι μπαινοβγαίνουν στα σαλαφικά φονταμενταλιστικά σχήματα και στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, κυρίως από τη δεκαετία του 1980 και μετά, όταν άρχισαν να εφαρμόζονται οι καταστροφικές επιταγές της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικότητας. Από αυτή τη δεξαμενή των νέων ανέργων ξεκινούν όμως και οι εξεγέρσεις που χρησιμοποιούν ευρέως την έννοια του Karama, που στα αραβικά, ανάλογα με το περιεχόμενο και τη χρονική στιγμή, μπορεί να σημαίνει «τιμή», «αξιοπρέπεια», «αξιοπιστία». Η «αξιοπρέπεια» κινητοποιεί συναισθήματα και ηθική, χρησιμοποιείται για να εμπνεύσει μια νέα αρετή πολιτειότητας έναντι ενός χρεοκοπημένου Λόγου, ο οποίος νοεί την πολιτική αποκλειστικά ως ορθολογική επικοινωνία.
Με αφορμή την ελληνική κρίση αναζητήσαμε την χρήση της έννοιας της «αξιοπρέπειας» στους λόγους και πρακτικές του δημόσιου χώρου: πλατείες, κεντρική πολιτική σκηνή, τηλεόραση και νέα κοινωνικά διαδικτυακά μέσα.
Η αξιοπρέπεια φαίνεται να εισάγεται από τους Indignados της Puerta del Sol την άνοιξη του 2011. Αναδεικνύεται σε κεντρικό ζητούμενο από το πρώτο ψήφισμα της λαϊκής συνέλευσης στο Σύνταγμα και χρησιμοποιείται ακολούθως στις πλατείες 32 ελληνικών πόλεων. Νοηματοδοτείται ως «ανάκτηση», ως αποκατάσταση χαμένων κοινωνικών δικαιωμάτων σχετικών με το επίπεδο διαβίωσης, την εργασία-ανεργία και δευτερευόντως με τη διαφθορά των πολιτικών, την ανυπαρξία του κράτους κ.ά. Αργότερα μέσα στην ίδια χρονιά κάνει συστηματικά την εμφάνισή της στον δημόσιο χώρο ο όρος «εθνική αξιοπρέπεια», η οποία αρχικά έχει δύο όψεις. Η μια σχετίζεται με την ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας της χώρας μας έναντι των ξένων-δανειστών και εκφράζεται από συστημικούς πολιτικούς φορείς που συγκροτούν το αφήγημα «μαζί τα φάγαμε» (βλ. Πάγκαλος, Κύρτσος κλπ). Σε άλλο μήκος κύματος, η «εθνική αξιοπρέπεια» προτείνεται από τους δεξιούς αντιμνημονιακούς (πατριώτες) ως αντίδοτο στη αρνητική προπαγάνδα των ευρωπαίων δανειστών (Ανεξάρτητοι Έλληνες, διάφοροι διανοούμενοι). Τελικά, ένα τρίτο είδος κοινωνικής, πατριωτικής και προσωπικής συγχρόνως αξιοπρέπειας κάνει δυναμικά την εμφάνισή του στον ρόλο της Αριστεράς, λίγο πριν τις εκλογές του 2012 και είναι ανιχνεύσιμος στον λόγο του Αλ. Τσίπρα: «Μνημόνιο ή αξιοπρέπεια το δίλημμα των εκλογών». «Να ζήσουμε με αξιοπρέπεια στη πατρίδα μας, να έχουμε δικαίωμα στην ελπίδα», αλλά και για «την αξιοπρέπεια της κοινωνίας». Η αξιοπρέπεια αναβαθμίζεται σε τροπικότητα της νέας πολιτικής ηθικής που επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την πρώτη εκλογική επιτυχία: «Πήραμε με αξιοπρέπεια την απόφαση να μην προδώσουμε τις ελπίδες και τις προσδοκίες σας».
Εν τω μεταξύ, το Occupy Athens θέτει το ολιστικό αίτημα μιας ανθρώπινης αξιοπρέπειας, πέρα από τη χυδαία ανάπτυξη του καταναλωτισμού και υπέρ του σεβασμού τη φύσης.
Τόσο η παγκοσμιοτοπική εμφάνιση όσο και η ποικιλία σημασιών και χρήσεων της έννοιας αποτελούν ήδη ισχυρό επιχείρημα εναντίον της μεταγενέστερης θεωρίας «των δυο άκρων». Ωστόσο, παραμένει ισχυρή η υποψία ότι εξαρχής, όπως πάντοτε στην ιστορία, εγγράφονται στο φαινόμενο δυο τάσεις: της χειραφέτησης αλλά και της καθυπόταξης. Κατά συνέπεια, τίθεται σήμερα το ερώτημα πώς άραγε εγγράφεται σε όλα αυτά η Χρυσή Αυγή; Μιμείται, ιδιοποιείται, αιχμαλωτίζει ή υπεξαιρεί την αξιοπρέπεια της κινηματικής δράσης;
Διαχείριση των παθών, Χρυσή Αυγή-«σημείο μηδέν» και έξοδος της κοσμοπολιτικής
Η απάντηση στο καίριο ερώτημα που αποτελεί τον πυρήνα της σημερινής ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης πρέπει να αναζητηθεί σε μια ειδική λειτουργία της πολιτικής στιγμής: τις πλατείες. Πρόκειται για την ταυτόχρονη ενδυνάμωση των ατόμων και του πολιτικού σώματος μέσω της βιωματικής διαχείρισης των παθών με έλλογο τρόπο από το ίδιο το πλήθος, διεκδικώντας προσωπική αξιοπρέπεια σε μια νέα καθολικότητα. Με άλλα λόγια, μέσω μιας ικανότητας αυτο-διακυβέρνησης που πήρε τη συμβολική και μόνο ονομασία «άμεση δημοκρατία», επιτελείται έκρηξη της πολιτικής επικοινωνίας και ενίσχυση της δύναμης των μαζών-πλήθους.
Όπως έχουμε διδαχτεί από τις μετααποικιακές σπουδές και ειδικά από το μοντέλο αντίστασης του Γκάντι[5], η ενδυνάμωση συνίσταται στη μετατροπή, στον εσωτερικό μετασχηματισμό των μαζών ώστε να καθίστανται ικανές στην «αυτοκυβέρνηση», «ως εάν να δρουν υπό την καθοδήγηση του Λόγου» (Σπινόζα). Από την άγνοια, τις φαντασιακές ταυτίσεις, την παθολογική επικοινωνία, τον φόβο και τη μοναξιά περνάμε στην ενεργοποίηση, τις ανταλλαγές και τη γνώση, στην αισιοδοξία, την ελπίδα και το άνοιγμα, στην έξοδο από την «κατάσταση ανωριμότητας-μειονεξίας-μειονοτικοποίησης» (devenir majoritaire), στην οποία λόγω νεοφιλελεύθερης κυβερνητικότητας τείνουμε ως πλειοψηφία να περιέλθουμε οι περισσότεροι. Πρόκειται για μια κατεξοχήν διατομική (transindividuelle), διαδικασία πολλαπλασιασμού της δύναμης των ατόμων μεταξύ τους η οποία οδηγεί, αυτομάτως, στην έξοδο από την κατάσταση της αναξιοπρέπειας (indignity), της αδυναμίας και των περιοριστικών αλληλοαποκλεισμών. Αλλά συχνά ζούμε τη συνεχή αναστροφή μεταξύ των δυο τάσεων, από την εσωστρεφή καθυπόταξη στην εξωστρεφή χειραφέτηση και τούμπαλιν.
Μια απάντηση βρίσκεται, ίσως, στο σημείο μηδέν διαχείρισης του θυμού και σχετίζεται με τη Χρυσή Αυγή. Η εθνική περιχαράκωση βραχυκυκλώνει τη διατομική ροή των παθών. Πέρα από το πολιτικό πεδίο, εκεί κάτω στην Κόλαση του Πραγματικού,[6] ο «στερημένος ιδιοτήτων», δικαιωμάτων και δύναμης το μόνο που βλέπει δίπλα του είναι ο διάβολος που του απλώνει το χέρι, στον οποίο εκχωρεί το φάντασμα της χαμένης δύναμης για να αποκτήσει, με τη σειρά του, τη δυνατότητα να μπορεί να ζει αν-αξιοπρεπώς. Πρόκειται για το «σημείο μηδέν», εκεί όπου η αναξιοπρέπεια μεταπλάθεται σε «μίσος για τον εαυτό», τα σώματα παύουν να συναισθάνονται, οι ιδέες φετιχοποιούνται επιτρέποντας νέες ιεραρχίες και βίαιες πράξεις ωμότητας που επιτελούνται με «μάτσο» μιλιταρισμό. Η Αριστερά θα κοιτάξει λίγο πιο πέρα από το πολιτικό πεδίο ή θα δακτυλοδείχνει τον «στερημένο δύναμης», εξωθώντας τον στο να «γίνεται ναζιστής»;
Η έξοδος από το σκοτεινό, η είσοδος στη δυναμική πολλαπλασιασμού της δύναμης δεν μπορεί να περιχαρακωθεί εθνικά, αναγκαία προσβλέπει υπερεθνικά. Αν ο εαυτός δεν ανοίξει στον κόσμο μένει καθηλωμένος στο αντικείμενο του μίσους του. Αυτό θεραπεύεται μόνο με ένταξη σε ένα ευρύτερο περιβάλλον, αποδομώντας τον λόγο εγχωρίων ελίτ και δανειστών περί αναξιοπρέπειας των Ελλήνων, δραπετεύοντας από το εθνικιστικό σύμπλεγμα περί «εκλεκτού» και συνάμα «απόκληρου» από την Ευρώπη Έλληνα.[7] Η χειραφέτηση των παθών δυναμώνει το πλήθος όταν τείνει εκτός εθνικών συνόρων στοχεύοντας στα νοήματα της κοσμοπολιτικής,[8] έναντι του κλασικού και εξαντλημένου κοσμοπολιτισμού, που χαρακτηρίζουν παγκοσμίως τη νέα κινηματική δράση και προσδοκούν σε επανεκκίνηση του πολιτικού με σεβασμό στην ανθρώπινη και κοινωνική αξιοπρέπεια.
Ο Μιχάλης Μπαρτσίδης διδάσκει φιλοσοφία στο ΑΠΘ και η Φωτεινή Τσιμπιρίδου πολιτική ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Το άρθρο αντλεί ιδέες από ένα κοινό ερευνητικό πρόγραμμα (χωρίς χρηματοδότηση) του Μ. Μπαρτσίδη και της Φ. Τσιμπιρίδου που ξεκίνησε το 2010 στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, με αφορμή την «Αραβική Άνοιξη» και τα κινήματα των «Αγανακτισμένων». Παραλλήλως, αντλούμε ιδέες και υλικό από την συμμετοχή μας στο Κοινωνικό Εργαστήριο Θεσσαλονίκης: http://koinoniko-ergastirio.blogspot.gr/

[1] Βλ. Μιχάλης Μπαρτσίδης, «Για την έννοια της διατομικότητας, Μπαλιμπάρ και Σπινόζα», Θέσεις, τχ. 95 (2006), σ. 127-146.
[2] Reva B. Siegel, «Dignity and the Politics of Protection: Abortion Restrictions Under Casey/Carhart», Faculty Scholarship Series, 2008 και Martha Nussbaum, Frontiers of Justice, Καίμπριτζ, Μασ., Belknap Press, 2006.
[3] Χαρακτηριστικοί σύλλογοι για την ενδυνάμωση των γυναικών φέρουν την επωνυμία karama.
[4] S. Schielke «Boredom and despair in rural Egypt», Cont Islam, τ. 2, 2008, σ. 251-270.
[5] Etienne Balibar, «Lénine et Gandhi: une rencontre manquée?» στο Violence et civilité. Wellek Library Lectures et autres essais de philosophie politique, Παρίσι, Galilée, 2010, σ. 305-321.
[6] Κρατάμε τη θεολογική εικόνα, με επίγνωση του ότι μπορεί να κοστίσει.
[7] M. Herzfeld, Η aνθρωπολογία μέσα στο καθρέφτη. Κριτική εθνογραφία της Ελλάδας και της Ευρώπης, Αλεξάνδρεια, Aθήνα 1998.
[8] Cheah Pheng (επιμ.), Cosmopolitics: Thinking and Feeling beyond the Nation. Minneapolis, University of Minnesota Press, 1998.

enthemata.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου