Οι συλλήψεις των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής και η ουσιαστική διάλυσή της έδωσαν ένα ισχυρό χτύπημα στη λαμπερή εικόνα που ένα κομμάτι του πολιτικού συστήματος και των ΜΜΕ καλλιεργούσαν μεθοδικά τα τελευταία χρόνια για την Ακροδεξιά. Το επόμενο διάστημα το αντιφασιστικό κίνημα θα δίνει τις μάχες του από καλύτερες θέσεις και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Το πρώτο κύριο μέτωπο που έχει μπροστά του είναι η αποκάλυψη και αποδόμηση του παρακρατικού μηχανισμού της Ακροδεξιάς, ο οποίος δεν εξαντλείται σε κάποιους αξιωματικούς της αστυνομίας, αλλά εκτείνεται σε μεγάλο βάθος, όχι μόνο στα σώματα ασφαλείας αλλά και σε άλλους χώρους, συνδεδεμένους ή μη με το κράτος. Είναι επίσης η αντιμετώπιση των «ταγμάτων ασφαλείας», της Χρυσής Αυγής που θα παραμείνουν και πιθανώς θα αυτονομηθούν ή θα δημιουργήσουν νέα δίκτυα.
Το δεύτερο μέτωπο έχει να κάνει με την απάντηση στον κεντρικό πολιτικό ακροδεξιό λόγο και στην ακροδεξιά πρακτική, που φυσικά δεν εκπορεύεται μόνο από τη
Χρυσή Αυγή: η θεωρία των δύο άκρων, η ποινικοποίηση των κοινωνικών αγώνων, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εξακολουθούν να είναι εδώ και να μας στοιχειώνουν.
Υπάρχει όμως και ένα τρίτο, κομβικής σημασίας πεδίο, που παραμένει μάλλον υποτιμημένο: η αντιμετώπιση του υπόβαθρου που επέτρεψε στη Χρυσή Αυγή να γιγαντωθεί. Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι η απελευθέρωση ενός πάντα υπαρκτού ακροδεξιού κομματιού τής κοινωνίας από τα δεσμά της Ν.Δ., όπου είχε βρει, κατά κύριο λόγο, απάγκειο μετά τη μεταπολίτευση, αλλά η ευκολία με την οποία όλοι οι υπόλοιποι αποδέχτηκαν το ρατσιστικό κήρυγμα. Προτού τόσοι πολλοί άνθρωποι καταλήξουν να κάνουν τα στραβά μάτια σε ξυλοδαρμούς και δολοφονίες, χώνεψαν και υιοθέτησαν την καταπάτηση δικαιωμάτων, την υποτίμηση ανθρώπων, τη δαιμονοποίηση του διαφορετικού, σαν να ήταν φυσιολογικά. Οι αντιστάσεις της ελληνικής κοινωνίας στα παραπάνω φαινόμενα, δυστυχώς, ήταν εξαιρετικά αναιμικές και κατά κύριο λόγο προέκυψαν μέσα από οργανωμένες συλλογικότητες και όχι αυθόρμητα, σε ατομικό επίπεδο.
Όσο κι αν αποφεύγουμε να το συζητήσουμε λοιπόν (γιατί άραγε;), ο πολιτικός εκφασισμός της χώρας πάτησε πάνω στην ανοχή για τη βία κατά των γυναικών και στην υποτίμησή τους, στην αντιμετώπιση των μεταναστών ως υπανθρώπων, στην απαξίωση μειονοτήτων όπως οι τσιγγάνοι και οι μουσουλμάνοι, στο μίσος και τον φόβο για τους ομοφυλόφιλους· αντιλήψεις με τις οποίες δεν αναμετρήθηκε ποτέ η ελληνική κοινωνία, αλλά απλώς τις έκρυβε πίσω από τα λαμπερά φώτα της ευμάρειας και του λαϊφστάιλ. Πάνω σ' αυτές ήρθε και κούμπωσε το Μνημόνιο, ο τυχοδιωκτισμός των ελληνικών κυβερνήσεων και η γοητεία του μάγκα που καθαρίζει τους λογαριασμούς του με τις γροθιές του.
Αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά και με διάρκεια τον φασισμό πρέπει να τον χτυπήσουμε στη ρίζα του, δημιουργώντας ισχυρά αντισώματα στους ανθρώπους. Αντίθετα με όσα πρεσβεύουν κάποια πιασάρικα τσιτάτα, το να πιστεύεις πως μπορείς να ξεριζώσεις τον φασισμό τσακίζοντας σωματικά τους φασίστες δεν απέχει πολύ από το να υιοθετείς τη μιλιταριστική άποψη «αν θες ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο». Η οργάνωση άμυνας απέναντι στις δολοφονικές επιθέσεις της Χρυσή Αυγής είναι σίγουρα επιβεβλημένη, παραμένει όμως άμυνα, ακόμη κι αν τελικά πετύχει «να γυρίσουν οι φασίστες στις τρύπες τους» (μέχρι την επόμενη φορά).
Η επίθεση όμως δεν μπορεί να έχει στόχο τη δημιουργία μιας ισχυρής κουλτούρας ισότητας και απόρριψης του δικαίου του ισχυρού. Με άλλα λόγια, αν δεν αρχίσουμε να μιλάμε για όλα τα παραπάνω, αν δεν βάλουμε στην πρώτη γραμμή των αγώνων μας τώρα, εν μέσω Μνημονίου, την ισότητα των γυναικών, την αναγνώριση δικαιωμάτων στους ομοφυλόφιλους, την κατάργηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, ο αντιφασιστικός αγώνας δεν θα φτάσει σε βάθος και η Ιστορία θα μας περιμένει στη γωνία.
* Ο Π. Πάντος είναι πολιτικός επιστήμονας, μέλος της Γραμματείας του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς (www.mehrineoteras.wordpress.com)

 http://www.avgi.gr