Είναι υποχώρηση της Αριστεράς ο στόχος για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς; Μπορεί η Αριστερά, μετά την πολεμική κατά των όρων του Μάαστριχτ, κατά του «Συμφώνου Σταθερότητας», κατά του «Δημοσιονομικού Συμφώνου» να λέει ότι θα επιδιώξει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, δηλαδή τα έσοδα του Δημοσίου να καλύπτουν τις δαπάνες του; Προπάντων: η παραγωγική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανασυγκρότηση συμβιβάζεται με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς;
Του Θόδωρου Παρασκευόπουλου
Αυτά τα ερωτήματα τέθηκαν, και εύλογα, έπειτα από παρεμβάσεις ανθρώπων του ΣΥΡΙΖΑ στη δημόσια συζήτηση.
Μια υποτιθέμενη συζήτηση του Μαρξ με τον Κέινς
Συζητώντας ο Μαρξ στις Θεωρίες για την υπεραξία (που εξέδωσε ο Κάουτσκι από σημειώσεις και ανέκδοτα κείμενα του Μαρξ στις αρχές του 20ου αιώνα και μετά, πληρέστερα, το Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού του ΚΚΣΕ), και χαρακτηρίστηκαν ο «τέταρτος τόμος του Κεφαλαίου», προτάσεις των οπαδών του Μάλθους να δανείζεται το κράτος σε περιόδους κρίσης, προκειμένου να αυξήσει τις δαπάνες του και να βρουν αγορά τα αδιάθετα εμπορεύματα, θέτει το κρίσιμο ερώτημα: ποιος θα κληθεί μετά να πληρώσει το δημόσιο χρέος. Το απόσπασμα διαβάζεται ως απάντηση στον Κέινς από το παρελθόν. Όπως είναι γνωστό, τώρα πια όχι μόνο στους οικονομολόγους, ο Κέινς, πολύ αργότερα, πρότεινε ακριβώς αυτό και την εξόφληση του δημόσιου χρέους κατόπιν από τα αυξημένα έσοδα του κράτους, όταν υπάρξει ανάκαμψη. Στην εισαγωγή μάλιστα της περιλάλητης Γενικής θεωρίας του γράφει ότι άντλησε από τον Μάλθους και τον Μαρξ. Ο Μαρξ δεν αρνείται ότι οι κρίσεις οφείλονται σε ελλιπή ζήτηση. Αντίθετα, στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου γράφει ότι πίσω από κάθε αληθινή κρίση βρίσκεται η φτώχεια, η αδυναμία των λαϊκών μαζών να καταναλώσουν – και από εκεί αντλεί ο Κέινς. Η θέση του Μαρξ επιβεβαιώθηκε άλλη μια φορά με την κρίση του 2008, που θεμέλιο και έναυσμά της ήταν η αδυναμία εκατομμυρίων φτωχών Αμερικανών να εξυπηρετήσουν τα στεγαστικά, καταναλωτικά κ.λπ. δάνεια που τους είχαν δώσει οι τράπεζες και τα μετέτρεψαν μετά σε «παράγωγα» για να ξεφορτωθούν το ρίσκο.
Το ζήτημα που θέτει έμμεσα ο Μαρξ είναι ο συσχετισμός δυνάμεων στην κοινωνία και η πολιτική. Γι’ αυτό γράφει ότι με το δημόσιο δανεισμό θα τραφεί μια στρατιά αυλικών και παπάδων και θα κληθεί να πληρώσει ο κοσμάκης (αν αυτό θυμίζει όσους στην Ελλάδα πλούτισαν από τα δημοσιονομικά ελλείμματα σωστά το θυμίζει).
Η υψηλή φορολόγηση του πλούτου και ιδίως των κερδών των επιχειρήσεων ήταν απολύτως στη σκέψη του Κέινς και μάλιστα όχι τόσο για να έχει έσοδα το κράτος, αλλά σαν κίνητρο για επενδύσεις – τα λεφτά που παίρνει το κράτος από τους καπιταλιστές αυτοί πρέπει να τα βγάλουν, να δανειστούν δηλαδή από τις τράπεζες και να επενδύσουν, ώστε να έχουν κέρδη. Και όλα αυτά λειτούργησαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, όσο ο καπιταλισμός βρισκόταν σε πολιτική κρίση και η ρύθμιση των οικονομικών διαδικασιών ήταν αναγκαία για την αναπαραγωγή της αστικής εξουσίας – γιατί, βλέπεις, ο καπιταλισμός είναι πρωτίστως σύστημα εξουσίας, πολιτικό σύστημα.
Οι καπιταλιστές δεν φοβούνται πια!
Η κρίση όμως, και δεν εννοώ τις περιοδικές οικονομικές κρίσεις, αλλά τη γενική διαρκή κρίση του καπιταλισμού, με τους μεγάλους πολέμους και την ανοικοδόμηση ενός ανταγωνιστικού κοινωνικού συστήματος από την Οκτωβριανή Επανάσταση και μετά, για την οποία μιλούσε το κομμουνιστικό κίνημα, δεν σοβεί πλέον. «Οι καπιταλιστές δεν φοβούνται πια», όπως έγραψε ο Χομπσμπάουμ. Και έχουν σε μεγάλο βαθμό αποτινάξει το άχθος της ρύθμισης από το κράτος – που το κράτος την επιτελούσε δια της φορολογίας και δια του δημόσιου δανεισμού, με τον οποίο ιδιοποιούνταν μεγάλο μέρος του παραγόμενου πλούτου, αφαιρώντας από τους καπιταλιστές πόρους και πεδία δραστηριότητας, προκειμένου να εξασφαλίσει τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης, δηλαδή την εξουσία της. Επιπλέον, δημιουργούν ένα νέο πλέγμα διεθνούς ελέγχου για την προστασία και την αναπαραγωγή αυτού του νέου συστήματος.
Η θεωρία της χρηματοδότησης της ανάπτυξης με ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, δηλαδή με δημόσιο δανεισμό, πηγαίνει πέρα από τον Κέινς και λέει ότι το κράτος μπορεί να δανείζεται σχεδόν απεριόριστα, εφόσον η ανάπτυξη, που επιφέρει η αύξηση των δαπανών του, αποφέρει στο Δημόσιο έσοδα ίσα ή μεγαλύτερα από τους τόκους που θα πληρώνει για τα δάνεια. Είναι η ίδια αρχή που διέπει και τον δανεισμό των επιχειρήσεων. Είδαμε ότι αυτό δεν απαντά στην κατανομή του οφέλους και των βαρών. Η νέα φάση του καπιταλισμού, όμως, αλλάζει και τα δεδομένα στα οποία βασίζεται αυτή η θεώρηση. Γιατί το ύψος των επιτοκίων (και, επομένως, της δαπάνης για τόκους) καθορίζεται μόνο εν μέρει από τις Κεντρικές Τράπεζες, δηλαδή από δημόσια ιδρύματα. Οι διεθνείς χρηματαγορές, δηλαδή οι κερδοσκόποι επιβάλλουν με δικά τους κριτήρια τους όρους του δημόσιου δανεισμού και ανατρέπουν τους σχεδιασμούς των κρατών, ακόμα και τους καλύτερους.
Οικονομική θεωρία και πολιτική
Θα πει κάποιος: και τι σχέση έχουν όλα αυτά με τα ερωτήματα για τον προϋπολογισμό και το χρέος και για την οικονομική ανόρθωση που απασχολούν σήμερα την Αριστερά στην Ελλάδα; Υπενθυμίζουν – αυτό είναι το νόημα της πρώιμης μαρξικής κριτικής στους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς για την τόνωση της ζήτησης – ότι η οικονομική θεωρία χρησιμεύει στην πολιτική, γιατί της δείχνει τα όρια και τις επιπτώσεις των μέτρων της οικονομικής πολιτικής, αλλά δεν έχει συνταγές – αυτές είναι πολιτικές και εξαρτώνται από τον συσχετισμό δυνάμεων.
Όταν, λοιπόν, λέει ο Λεωνίδας Βατικιώτης, στην παρουσίαση του συλλογικού τόμου Κυβέρνηση της Αριστεράς. Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση; ότι «Μια κυβέρνηση δηλαδή για να μπορεί να λέγεται τουλάχιστον αντι-νεοφιλελεύθερη ή μεταφιλελεύθερη, κατά την τρέχουσα ορολογία, οφείλει να κάνει κατ’ ελάχιστον ό,τι γινόταν κατά κόρον μέχρι και την προηγούμενη δεκαετία: να δημιουργεί σταθερά ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό ξέροντας πως είναι μια πετυχημένη συνταγή για να αυξηθεί το προϊόν και η απασχόληση.» και παρακάτω ζητάει «…δημιουργία ελλειμματικών προϋπολογισμών, που θα δώσουν την πρώτη ώθηση για να ξεπεράσουμε την πρωτοφανή αυτή ύφεση, στο πλαίσιο στήριξης της ενεργούς ζήτησης» ως πρώτη προϋπόθεση για να «τερματιστεί στην πράξη η λιτότητα», παραγνωρίζει ότι δεν βρισκόμαστε στα 1960. Ότι δηλαδή πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα ποιος θα χρηματοδοτήσει τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και ποιος θα πληρώσει μετά τα συσσωρευμένα ελλείμματα, δηλαδή το δημόσιο χρέος.
Αυτά τα ερωτήματα δεν απαντιούνται με το ιδεολόγημα της «νομισματικής ανεξαρτησίας», δηλαδή της επανόδου στη δραχμή και, επομένως, της χρηματοδότησης από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ο λόγος είναι ότι με την κυβέρνηση της Αριστεράς η Ελλάδα δεν βγαίνει από το πλέγμα των διεθνών οικονομικών σχέσεων και ότι οι εισαγωγές (και, ακόμα και αν περιοριστεί η κατανάλωση σε εγχώρια προϊόντα, η παραγωγή εξαρτάται από εισαγωγές) δεν πληρώνονται με εθνικό νόμισμα, αλλά με συνάλλαγμα. Η «νομισματική ανεξαρτησία» είναι ιδεολόγημα, γιατί οι ισοτιμίες των νομισμάτων δεν εξαρτώνται από τη θέληση του κάθε κράτους, αλλά από τις διεθνείς χρηματαγορές, δηλαδή από την κερδοσκοπία.
Αυτός ο δογματικός και όψιμος κεϋνσιανισμός, ακόμα, της τόνωσης της ενεργού ζήτησης με δημόσιο δανεισμό μεταφέρει το πεδίο της σύγκρουσης σε ένα πεδίο που δεν είναι ευνοϊκό για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Ένα πεδίο ανώδυνο και κερδοφόρο συνάμα για το κεφάλαιο – διότι οι πλούσιοι δανείζουν το κράτος και οι πλούσιοι εισπράττουν τους τόκους (που το ύψος τους καθορίζουν επίσης οι ίδιοι μέσα από τις χρηματαγορές), τους οποίους, ακόμα και με «δίκαιο» φορολογικό σύστημα, πληρώνουν (τουλάχιστον και) οι φτωχοί. Με άλλα λόγια: η δημοσιονομική εξυγίανση (προϋπόθεση της οποίας, βέβαια, είναι η δραστική ελάφρυνση του χρέους) και η χρηματοδότηση της ανάπτυξης πάνε μαζί και σήμερα δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να επιτευχθούν από τη φορολογία, δηλαδή την ελάφρυνση των χαμηλών και την επιβάρυνση των υψηλών εισοδημάτων, αλλά και τη φορολόγηση του μεγάλου συσσωρευμένου πλούτου.
Μείωση δαπανών και μείωση εσόδων
Η κριτική στην επιδίωξη ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και πλεονασμάτων αναφέρεται και στις κοινωνικές δαπάνες. Και πολύ σωστά, διότι η πολιτική των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών που επιδιώκει να επιβάλει η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου εφαρμόζεται, έχει σαν κύριο εργαλείο τη μείωση των κοινωνικών δαπανών και την απόσυρση του Δημοσίου από την Παιδεία, την Υγεία και την Κοινωνική Ασφάλιση. Εν πολλοίς, μάλιστα, αυτός είναι και ο σκοπός των κατευθύνσεων της δημοσιονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτή η περιγραφή ωστόσο δεν είναι πλήρης. Διότι, πριν από το αίτημα για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς υπήρξε η αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων με τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των μεγάλων εισοδημάτων και περιουσιών και τη μείωση της φορολογίας των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων είτε ευθέως είτε με συστήματα που διευκολύνουν τη φοροαποφυγή. Ο φορολογικός ανταγωνισμός για προσέλκυση επενδύσεων (σημαντικό μέρος της πολιτικής για την ανταγωνιστικότητα, μαζί με τη μείωση των μισθών και των εργοδοτικών εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία) οδηγεί σε κατάρρευση των εσόδων του Δημοσίου και σε μέτρα «δημοσιονομικής εξυγίανσης» που ευκολότερο θύμα τους είναι οι κοινωνικές δαπάνες. Το πεδίο στο οποίο οι δυνάμεις που ανταγωνίζονται το κεφάλαιο πρέπει να μεταφέρουν τη σύγκρουση – για να τις ευνοεί και για να είναι αποτελεσματική – δεν είναι επί της αρχής της εξυγίανσης των οικονομικών του κράτους, αλλά επί της αρχής της κατανομής των φορολογικών βαρών, όπως λέει το άρθρο 4 του Συνάγματος, ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα του καθενός.
Άλλωστε, η Αριστερά προειδοποιούσε εδώ και 20 χρόνια για τον κίνδυνο από τα ελλείμματα και το χρέος. Και η αρχή, κατά τη γνώμη μου, μιας προοδευτικής δημοσιονομικής πολιτικής δεν πρέπει να είναι η νεοφιλελεύθερη: «το κράτος να δαπανά όσα εισπράττει», αλλά: «το κράτος να εισπράττει όσα χρειάζεται για τις δαπάνες του». Ακόμα, η χρηματοδότηση των κοινωνικών δαπανών με δάνεια αναιρεί ολωσδιόλου την αναδιανεμητική λειτουργία του συστήματος εσόδων και δαπανών του Δημοσίου – ωφελεί, δηλαδή, τους πλούσιους.
Ωστόσο, ιδίως σε περίοδο οικονομικής κρίσης, η αύξηση των φορολογικών εσόδων δεν θα αρκέσει για τη χρηματοδότηση ενός προγράμματος οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής ανόρθωσης της Ελλάδας, αλλά και του διαρκώς διευρυνόμενου ευρωπαϊκού Νότου – βλέπεις, δεν είναι πια μόνο τα PIIGS, γιατί η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία δεν στέκονται πολύ καλά στα πόδια τους, άσε τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Η ιδέα ενός ευρωπαϊκού προγράμματος ανόρθωσης, σε διάφορες εκδοχές κι όχι πάντα, αλλά συχνά, προοδευτικές, κερδίζει έδαφος. Γιατί λοιπόν η πολεμική εναντίον της «μη δανειακής» χρηματοδότησης εν γένει; Συμφωνώ, βέβαια, με τον Λαφαζάνη ότι η ονομασία «Σχέδιο Μάρσαλ» ηχεί, προπάντων σε ελληνικά αυτιά, τουλάχιστον παράξενα. Είναι όμως αυτό λόγος να μην μπει η Αριστερά στον καυγά;
Του Θόδωρου Παρασκευόπουλου
Αυτά τα ερωτήματα τέθηκαν, και εύλογα, έπειτα από παρεμβάσεις ανθρώπων του ΣΥΡΙΖΑ στη δημόσια συζήτηση.
Μια υποτιθέμενη συζήτηση του Μαρξ με τον Κέινς
Συζητώντας ο Μαρξ στις Θεωρίες για την υπεραξία (που εξέδωσε ο Κάουτσκι από σημειώσεις και ανέκδοτα κείμενα του Μαρξ στις αρχές του 20ου αιώνα και μετά, πληρέστερα, το Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού του ΚΚΣΕ), και χαρακτηρίστηκαν ο «τέταρτος τόμος του Κεφαλαίου», προτάσεις των οπαδών του Μάλθους να δανείζεται το κράτος σε περιόδους κρίσης, προκειμένου να αυξήσει τις δαπάνες του και να βρουν αγορά τα αδιάθετα εμπορεύματα, θέτει το κρίσιμο ερώτημα: ποιος θα κληθεί μετά να πληρώσει το δημόσιο χρέος. Το απόσπασμα διαβάζεται ως απάντηση στον Κέινς από το παρελθόν. Όπως είναι γνωστό, τώρα πια όχι μόνο στους οικονομολόγους, ο Κέινς, πολύ αργότερα, πρότεινε ακριβώς αυτό και την εξόφληση του δημόσιου χρέους κατόπιν από τα αυξημένα έσοδα του κράτους, όταν υπάρξει ανάκαμψη. Στην εισαγωγή μάλιστα της περιλάλητης Γενικής θεωρίας του γράφει ότι άντλησε από τον Μάλθους και τον Μαρξ. Ο Μαρξ δεν αρνείται ότι οι κρίσεις οφείλονται σε ελλιπή ζήτηση. Αντίθετα, στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου γράφει ότι πίσω από κάθε αληθινή κρίση βρίσκεται η φτώχεια, η αδυναμία των λαϊκών μαζών να καταναλώσουν – και από εκεί αντλεί ο Κέινς. Η θέση του Μαρξ επιβεβαιώθηκε άλλη μια φορά με την κρίση του 2008, που θεμέλιο και έναυσμά της ήταν η αδυναμία εκατομμυρίων φτωχών Αμερικανών να εξυπηρετήσουν τα στεγαστικά, καταναλωτικά κ.λπ. δάνεια που τους είχαν δώσει οι τράπεζες και τα μετέτρεψαν μετά σε «παράγωγα» για να ξεφορτωθούν το ρίσκο.
Το ζήτημα που θέτει έμμεσα ο Μαρξ είναι ο συσχετισμός δυνάμεων στην κοινωνία και η πολιτική. Γι’ αυτό γράφει ότι με το δημόσιο δανεισμό θα τραφεί μια στρατιά αυλικών και παπάδων και θα κληθεί να πληρώσει ο κοσμάκης (αν αυτό θυμίζει όσους στην Ελλάδα πλούτισαν από τα δημοσιονομικά ελλείμματα σωστά το θυμίζει).
Η υψηλή φορολόγηση του πλούτου και ιδίως των κερδών των επιχειρήσεων ήταν απολύτως στη σκέψη του Κέινς και μάλιστα όχι τόσο για να έχει έσοδα το κράτος, αλλά σαν κίνητρο για επενδύσεις – τα λεφτά που παίρνει το κράτος από τους καπιταλιστές αυτοί πρέπει να τα βγάλουν, να δανειστούν δηλαδή από τις τράπεζες και να επενδύσουν, ώστε να έχουν κέρδη. Και όλα αυτά λειτούργησαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, όσο ο καπιταλισμός βρισκόταν σε πολιτική κρίση και η ρύθμιση των οικονομικών διαδικασιών ήταν αναγκαία για την αναπαραγωγή της αστικής εξουσίας – γιατί, βλέπεις, ο καπιταλισμός είναι πρωτίστως σύστημα εξουσίας, πολιτικό σύστημα.
Οι καπιταλιστές δεν φοβούνται πια!
Η κρίση όμως, και δεν εννοώ τις περιοδικές οικονομικές κρίσεις, αλλά τη γενική διαρκή κρίση του καπιταλισμού, με τους μεγάλους πολέμους και την ανοικοδόμηση ενός ανταγωνιστικού κοινωνικού συστήματος από την Οκτωβριανή Επανάσταση και μετά, για την οποία μιλούσε το κομμουνιστικό κίνημα, δεν σοβεί πλέον. «Οι καπιταλιστές δεν φοβούνται πια», όπως έγραψε ο Χομπσμπάουμ. Και έχουν σε μεγάλο βαθμό αποτινάξει το άχθος της ρύθμισης από το κράτος – που το κράτος την επιτελούσε δια της φορολογίας και δια του δημόσιου δανεισμού, με τον οποίο ιδιοποιούνταν μεγάλο μέρος του παραγόμενου πλούτου, αφαιρώντας από τους καπιταλιστές πόρους και πεδία δραστηριότητας, προκειμένου να εξασφαλίσει τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης, δηλαδή την εξουσία της. Επιπλέον, δημιουργούν ένα νέο πλέγμα διεθνούς ελέγχου για την προστασία και την αναπαραγωγή αυτού του νέου συστήματος.
Η θεωρία της χρηματοδότησης της ανάπτυξης με ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, δηλαδή με δημόσιο δανεισμό, πηγαίνει πέρα από τον Κέινς και λέει ότι το κράτος μπορεί να δανείζεται σχεδόν απεριόριστα, εφόσον η ανάπτυξη, που επιφέρει η αύξηση των δαπανών του, αποφέρει στο Δημόσιο έσοδα ίσα ή μεγαλύτερα από τους τόκους που θα πληρώνει για τα δάνεια. Είναι η ίδια αρχή που διέπει και τον δανεισμό των επιχειρήσεων. Είδαμε ότι αυτό δεν απαντά στην κατανομή του οφέλους και των βαρών. Η νέα φάση του καπιταλισμού, όμως, αλλάζει και τα δεδομένα στα οποία βασίζεται αυτή η θεώρηση. Γιατί το ύψος των επιτοκίων (και, επομένως, της δαπάνης για τόκους) καθορίζεται μόνο εν μέρει από τις Κεντρικές Τράπεζες, δηλαδή από δημόσια ιδρύματα. Οι διεθνείς χρηματαγορές, δηλαδή οι κερδοσκόποι επιβάλλουν με δικά τους κριτήρια τους όρους του δημόσιου δανεισμού και ανατρέπουν τους σχεδιασμούς των κρατών, ακόμα και τους καλύτερους.
Οικονομική θεωρία και πολιτική
Θα πει κάποιος: και τι σχέση έχουν όλα αυτά με τα ερωτήματα για τον προϋπολογισμό και το χρέος και για την οικονομική ανόρθωση που απασχολούν σήμερα την Αριστερά στην Ελλάδα; Υπενθυμίζουν – αυτό είναι το νόημα της πρώιμης μαρξικής κριτικής στους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς για την τόνωση της ζήτησης – ότι η οικονομική θεωρία χρησιμεύει στην πολιτική, γιατί της δείχνει τα όρια και τις επιπτώσεις των μέτρων της οικονομικής πολιτικής, αλλά δεν έχει συνταγές – αυτές είναι πολιτικές και εξαρτώνται από τον συσχετισμό δυνάμεων.
Όταν, λοιπόν, λέει ο Λεωνίδας Βατικιώτης, στην παρουσίαση του συλλογικού τόμου Κυβέρνηση της Αριστεράς. Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση; ότι «Μια κυβέρνηση δηλαδή για να μπορεί να λέγεται τουλάχιστον αντι-νεοφιλελεύθερη ή μεταφιλελεύθερη, κατά την τρέχουσα ορολογία, οφείλει να κάνει κατ’ ελάχιστον ό,τι γινόταν κατά κόρον μέχρι και την προηγούμενη δεκαετία: να δημιουργεί σταθερά ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό ξέροντας πως είναι μια πετυχημένη συνταγή για να αυξηθεί το προϊόν και η απασχόληση.» και παρακάτω ζητάει «…δημιουργία ελλειμματικών προϋπολογισμών, που θα δώσουν την πρώτη ώθηση για να ξεπεράσουμε την πρωτοφανή αυτή ύφεση, στο πλαίσιο στήριξης της ενεργούς ζήτησης» ως πρώτη προϋπόθεση για να «τερματιστεί στην πράξη η λιτότητα», παραγνωρίζει ότι δεν βρισκόμαστε στα 1960. Ότι δηλαδή πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα ποιος θα χρηματοδοτήσει τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και ποιος θα πληρώσει μετά τα συσσωρευμένα ελλείμματα, δηλαδή το δημόσιο χρέος.
Αυτά τα ερωτήματα δεν απαντιούνται με το ιδεολόγημα της «νομισματικής ανεξαρτησίας», δηλαδή της επανόδου στη δραχμή και, επομένως, της χρηματοδότησης από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ο λόγος είναι ότι με την κυβέρνηση της Αριστεράς η Ελλάδα δεν βγαίνει από το πλέγμα των διεθνών οικονομικών σχέσεων και ότι οι εισαγωγές (και, ακόμα και αν περιοριστεί η κατανάλωση σε εγχώρια προϊόντα, η παραγωγή εξαρτάται από εισαγωγές) δεν πληρώνονται με εθνικό νόμισμα, αλλά με συνάλλαγμα. Η «νομισματική ανεξαρτησία» είναι ιδεολόγημα, γιατί οι ισοτιμίες των νομισμάτων δεν εξαρτώνται από τη θέληση του κάθε κράτους, αλλά από τις διεθνείς χρηματαγορές, δηλαδή από την κερδοσκοπία.
Αυτός ο δογματικός και όψιμος κεϋνσιανισμός, ακόμα, της τόνωσης της ενεργού ζήτησης με δημόσιο δανεισμό μεταφέρει το πεδίο της σύγκρουσης σε ένα πεδίο που δεν είναι ευνοϊκό για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Ένα πεδίο ανώδυνο και κερδοφόρο συνάμα για το κεφάλαιο – διότι οι πλούσιοι δανείζουν το κράτος και οι πλούσιοι εισπράττουν τους τόκους (που το ύψος τους καθορίζουν επίσης οι ίδιοι μέσα από τις χρηματαγορές), τους οποίους, ακόμα και με «δίκαιο» φορολογικό σύστημα, πληρώνουν (τουλάχιστον και) οι φτωχοί. Με άλλα λόγια: η δημοσιονομική εξυγίανση (προϋπόθεση της οποίας, βέβαια, είναι η δραστική ελάφρυνση του χρέους) και η χρηματοδότηση της ανάπτυξης πάνε μαζί και σήμερα δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να επιτευχθούν από τη φορολογία, δηλαδή την ελάφρυνση των χαμηλών και την επιβάρυνση των υψηλών εισοδημάτων, αλλά και τη φορολόγηση του μεγάλου συσσωρευμένου πλούτου.
Μείωση δαπανών και μείωση εσόδων
Η κριτική στην επιδίωξη ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και πλεονασμάτων αναφέρεται και στις κοινωνικές δαπάνες. Και πολύ σωστά, διότι η πολιτική των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών που επιδιώκει να επιβάλει η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου εφαρμόζεται, έχει σαν κύριο εργαλείο τη μείωση των κοινωνικών δαπανών και την απόσυρση του Δημοσίου από την Παιδεία, την Υγεία και την Κοινωνική Ασφάλιση. Εν πολλοίς, μάλιστα, αυτός είναι και ο σκοπός των κατευθύνσεων της δημοσιονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτή η περιγραφή ωστόσο δεν είναι πλήρης. Διότι, πριν από το αίτημα για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς υπήρξε η αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων με τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των μεγάλων εισοδημάτων και περιουσιών και τη μείωση της φορολογίας των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων είτε ευθέως είτε με συστήματα που διευκολύνουν τη φοροαποφυγή. Ο φορολογικός ανταγωνισμός για προσέλκυση επενδύσεων (σημαντικό μέρος της πολιτικής για την ανταγωνιστικότητα, μαζί με τη μείωση των μισθών και των εργοδοτικών εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία) οδηγεί σε κατάρρευση των εσόδων του Δημοσίου και σε μέτρα «δημοσιονομικής εξυγίανσης» που ευκολότερο θύμα τους είναι οι κοινωνικές δαπάνες. Το πεδίο στο οποίο οι δυνάμεις που ανταγωνίζονται το κεφάλαιο πρέπει να μεταφέρουν τη σύγκρουση – για να τις ευνοεί και για να είναι αποτελεσματική – δεν είναι επί της αρχής της εξυγίανσης των οικονομικών του κράτους, αλλά επί της αρχής της κατανομής των φορολογικών βαρών, όπως λέει το άρθρο 4 του Συνάγματος, ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα του καθενός.
Άλλωστε, η Αριστερά προειδοποιούσε εδώ και 20 χρόνια για τον κίνδυνο από τα ελλείμματα και το χρέος. Και η αρχή, κατά τη γνώμη μου, μιας προοδευτικής δημοσιονομικής πολιτικής δεν πρέπει να είναι η νεοφιλελεύθερη: «το κράτος να δαπανά όσα εισπράττει», αλλά: «το κράτος να εισπράττει όσα χρειάζεται για τις δαπάνες του». Ακόμα, η χρηματοδότηση των κοινωνικών δαπανών με δάνεια αναιρεί ολωσδιόλου την αναδιανεμητική λειτουργία του συστήματος εσόδων και δαπανών του Δημοσίου – ωφελεί, δηλαδή, τους πλούσιους.
Ωστόσο, ιδίως σε περίοδο οικονομικής κρίσης, η αύξηση των φορολογικών εσόδων δεν θα αρκέσει για τη χρηματοδότηση ενός προγράμματος οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής ανόρθωσης της Ελλάδας, αλλά και του διαρκώς διευρυνόμενου ευρωπαϊκού Νότου – βλέπεις, δεν είναι πια μόνο τα PIIGS, γιατί η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία δεν στέκονται πολύ καλά στα πόδια τους, άσε τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Η ιδέα ενός ευρωπαϊκού προγράμματος ανόρθωσης, σε διάφορες εκδοχές κι όχι πάντα, αλλά συχνά, προοδευτικές, κερδίζει έδαφος. Γιατί λοιπόν η πολεμική εναντίον της «μη δανειακής» χρηματοδότησης εν γένει; Συμφωνώ, βέβαια, με τον Λαφαζάνη ότι η ονομασία «Σχέδιο Μάρσαλ» ηχεί, προπάντων σε ελληνικά αυτιά, τουλάχιστον παράξενα. Είναι όμως αυτό λόγος να μην μπει η Αριστερά στον καυγά;
Πηγή: Εποχή |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου