Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Για το κοινοβουλευτικό κράτος έκτακτης ανάγκης και τη σχέση του με τη φασιστική απειλή (8 θέσεις και ένα ερώτημα προς συζήτηση)

του Δ. Μπελαντή
 
Κείμενο τοποθέτησης στην συζήτηση με θέμα «Η σύγχρονη ανάδυση του φασιστικού φαινομένου και η Χρυσή Αυγή», που διοργάνωσε η Πολιτική-Πολιτιστική Λέσχη Εκτός Γραμμής, το Σάββατο, 20.10.2012
 
1. Η τάση προς το κράτος έκτακτης ανάγκης (κ.ε.α.) σήμερα στην Ελλάδα έχει ως καταλύτη τη νομοθεσία εφαρμογής των Μνημονίων (Πρώτο, Δεύτερο και Μεσοπρόθεσμο). Με τη νομοθεσία αυτή εισάγεται από τους κυρίαρχους μια μερική αναστολή του συντάγματος, κυρίως όσον αφορά τα κοινωνικά, εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα (με επίκεντρο τα άρθρα 22 και 23 του συντάγματος). Καταργείται, επίσης, η αρχή του κοινωνικού κράτους (άρθρο 25 Σ) και ουσιαστικά και ο κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία (άρθρο 106 Σ), ιδίως μάλιστα με το τελευταίο νομοσχέδιο, το οποίο ξεπουλά τελείως τη δημόσια συμμετοχή στις κοινωφελείς επιχειρήσεις και τα δημόσια ακίνητα. Η Ελλάδα γίνεται και συνταγματικά πιλότος και για άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
2. Προχωράμε, έτσι, στη ριζική ανατροπή των κοινωνικών συμβολαίων, που καθόρισαν το σύνταγμα του 1975. Ενώ το κοινωνικό σύνταγμα υποχωρεί πλήρως, αναδύεται επιθετικά το ιδιοκτησιακό και επιχειρηματικό σύνταγμα. Η κοινωνική και ρυθμιστική ενότητα του συντάγματος διαρρηγνύεται.


3. Έχουμε, λοιπόν, μια δυαδική συνταγματική νομιμότητα. Ενώ η νομιμότητα που αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα παραμένει μόνο τυπικά σε ισχύ –και αυτό άγνωστο για πόσο–, ανέρχεται μια παρασυνταγματική νομιμότητα, η οποία εφαρμόζεται παρακάμπτοντας τελείως την πρώτη, με τρόπο που θυμίζει το προδικτατορικό παρασύνταγμα (απόλυτη κυριαρχία των αντικομμουνιστικών νόμων παρά τις προβλεπόμενες ελευθερίες στο Σ1952). Με τους όρους του Τζ. Αγκάμπεν, προωθείται μια κοινοβουλευτική νομιμοποίηση της απονομιμοποίησης (legalisation of the deligalisation), με υποτιθέμενο σκοπό να δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες όπου θα ισχύσει ξανά η τώρα εκτός ισχύος νομιμότητα.
4. Οι στρατηγικές του κράτους επιχειρούν να το στεγανοποιήσουν από την όποια ικανοποίηση και διεκδίκηση εργατικών και λαϊκών συμφερόντων. Αυτή η τάση, η οποία ισχύει εδώ και τρεις δεκαετίες νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, σήμερα ολοκληρώνεται. Στο επίπεδο του κοινοβουλευτισμού, αυτό γίνεται με τους εξής τρόπους:
- με τη συνεχή αναίρεση συνταγματικών δικαιωμάτων στην πράξη και με τη διαρκή κάλυψη των ακραία νεοφιλελεύθερων πολιτικών της εκτελεστικής εξουσίας.
- με τη νομοθέτηση διαρκώς κάτω από την πίεση ενός διεθνούς πολιτικού και οικονομικού μηχανισμού του κεφαλαίου, όπου συμμετέχει ανισόμετρα και το ίδιο το ελληνικό κεφάλαιο.
- με την παράκαμψη στη βουλή του τυπικού νόμου, που ακολουθήθηκε από μια έκτακτη νομοθετική διαδικασία (Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, διαδικασία κατεπείγοντος κ.λπ.).
5. Όλος ο κρατικός μηχανισμός –από το κοινοβούλιο ως το συμβούλιο της επικρατείας– κινείται με βάση το επιχείρημα της «οικονομικής έκτακτης ανάγκης». Ενώ το σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 48 μια περιορισμένη έκτακτη ανάγκη, η οποία αφορά κυρίως το ενδεχόμενο πολέμου, επανάστασης ή πραξικοπήματος, τώρα εφαρμόζεται χωρίς να προβλέπεται μια απεριόριστη κατάσταση ανάγκης, σχετική με τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και τα συμφέροντα των δανειστών της. Η ακραία περίπτωση αυτή δεν έχει ούτε σαφές περίγραμμα αλλά ούτε και συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα διάρκειας (Ζίζεκ). Η καθημερινότητα προσαρμόζεται στην έκτακτη ανάγκη για απεριόριστο χρόνο. Η «έκτακτη ανάγκη» αντικαθιστά τη λαϊκή κυριαρχία θεμελιώδη νόμο του Συντάγματος (Grundnorm).
6. Η προώθηση μέτρων που σηματοδοτούν τον κοινωνικό πόλεμο οδηγεί προληπτικά στην πολύ σημαντική ένταση της κρατικής καταστολής κατά των λαϊκών τάξεων αλλά ακόμη και μεσαίων στρωμάτων, τα οποία πλήττονται από την κρίση. Εφαρμόζεται μια πολιτική προληπτικής διάλυσης των διαδηλώσεων (όπως στις 18/10), ετοιμάζεται πιθανόν μια αυταρχοποίηση του δικαίου των διαδηλώσεων (οδοστρώματα, υπεύθυνοι διαδηλώσεων, χρήση νερού, πλαστικές σφαίρες κ.λπ.), γίνονται αθρόες συλλήψεις ή προσαγωγές και χρησιμοποιούνται συστηματικά μέθοδοι βασανιστηρίων κατά των κρατουμένων. Ο ρόλος των μηχανισμών καταστολής αναβαθμίζεται καίρια εντός της κρατικής οργάνωσης. Στο στόχαστρο μπαίνουν ως «εσωτερικός εχθρός» όχι κάποιοι ακραίοι αλλά η ίδια η κοινωνική πλειοψηφία.
7. Η κατασταλτική βία του κοινοβουλευτικού κράτους συμβαδίζει και αλληλοτροφοδοτείται με την φασιστική βία της «Χρυσής Αυγής». Και αυτό σε πολλά επίπεδα. Ήδη, πρωτογενώς, δημιουργείται μια διάδραση. Έχουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα μια ανάπτυξη φασιστικού κινήματος, οι ρίζες του οποίου πρέπει να αναζητηθούν στην κοινωνική έρημο που δημιουργούν οι επιθετικές στρατηγικές του κεφαλαίου. Η εγκατάλειψη περιοχών και κοινωνικών ομάδων από το κράτος δημιουργεί μια ισχυρή τάση «ανομίας», οριζόντιων συγκρούσεων ανάμεσα σε πληβειακά ή και μικροαστικά στρώματα, ένα είδος «πολέμου όλων εναντίον όλων» και ιδίως πολέμου ενάντια στους πιο αδύναμους της κοινωνικής κλίμακας (όπως οι μετανάστες). Η κρατική εξουσία αναπαράγει αυτόν τον οριζόντιο πόλεμο και με τον τρόπο αυτόν δημιουργεί μια βάση μαζικής στρατολόγησης από το φασισμό, μια στενότερη βάση για την άμεση άσκηση φασιστικής βίας αλλά και μια κατάσταση –ακόμη– ελεγχόμενης εκτροπής. Ταυτοχρόνως, η κρατική και η φασιστική βία συγκλίνουν ενάντια στο οργανωμένο εργατικό κίνημα και στις διεκδικήσεις του, έτσι ώστε αύριο είναι πολύ πιθανό οι φασίστες να ανεβάσουν ψηλά τον πήχυ της βίας, όπου το κράτος με τη στενή έννοια δεν θέλει να εκτεθεί. Επίσης, η άνοδος του φασισμού σχετίζεται άμεσα με την αμφίδρομη ταξική πόλωση που γεννά η κρίση και η επιθετική πολιτική του κεφαλαίου (και, άρα, και με όψεις πόλωσης προς τα αριστερά, όπως εκφράστηκαν στις δίδυμες εκλογές του 2012). Δημιουργείται δηλαδή ένα παράλληλο δίκτυο κρατικής και παρακρατικής βίας.
Τέλος, το κοινοβουλευτικό κ.ε.α. και το πολιτικό σύστημα νομιμοποιούνται μέσα από την ύπαρξη και δράση της «Χρυσής Αυγής» ως «συνταγματικού φάσματος» έναντι των δυο άκρων, του φασιστικού από τη μία και του ακροαριστερού από την άλλη (παραπέμποντας είτε στο ΣΥΡΙΖΑ είτε στην αντικαπιταλιστική Αριστερά είτε στην αναρχία κ.λπ.). Την ίδια στιγμή, απορροφά σημαντικό μέρος της πολιτικής ατζέντας της «Χρυσής Αυγής» τόσο στη χάραξη της πολιτικής του (π.χ. στρατόπεδα, επικείμενοι νόμοι για παράνομους μετανάστες κ.λπ.) όσο και στην προπαγάνδα του. Απέναντι στη «Χρυσή Αυγή» και στην Αριστερά, το κράτος, παρά τη ρητορική του, δεν φέρεται ουδέτερα. Χτυπά αμείλικτα προς τα αριστερά, ενώ «ανέχεται» παραδειγματικά τη φασιστική βία. Αυτό σχετίζεται και με τη σοβαρή διείσδυση της «Χρυσής Αυγής» στους κατασταλτικούς μηχανισμούς και ιδίως στα ειδικά αστυνομικά σώματα. Το «φιλτράρισμα» αυτό καθιστά δυσχερή τον εντοπισμό των ορίων ανάμεσα στην επίσημη κρατική και τη φασιστική/παρακρατική βία. Όπως έγραφε στον Μεσοπόλεμο ο συγγραφέας Ερνστ Όττβαλτ για τη μεροληψία των κρατικών μηχανισμών προς το φασισμό, «αυτοί ξέρουν τι κάνουν». Αλλά και αξιακά ακόμη, το στοιχείο του κοινωνικού δαρβινισμού είναι εξαιρετικά κοινό ανάμεσα στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και το φασισμό (στον ένα διά του οικονομικά ικανότερου, στον άλλο μέσα από το αίμα και τη φυλή).
8. Εμείς και η Βαϊμάρη. Το κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό που οικοδομείται σήμερα έχει αρκετές αναλογίες με την ύστερη Βαϊμάρη της περιόδου 1928-1932, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι έχουμε μπει σε μια αναντίστρεπτη τροχιά εκφασισμού. Οι αναλογίες φαίνονται περισσότερο στο γεγονός ότι το κράτος αναδιαρθρώνεται κάτω από την πίεση μιας οξείας κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης και μιας έντονης ηγεμονικής κρίσης, μιας ανάγκης να υπάρξει πολιτική σταθεροποίηση τόσο απέναντι σε ένα ρεφορμιστικό συνδικαλιστικό κίνημα (Rosenberg, Otto Bauer) όσο και σε ένα ενδεχόμενο συνθηκών εμφυλίου πολέμου. Πρώτα από όλα στην ίδια την ποιότητα του αστικού κοινοβουλευτισμού. Ήδη πριν από τον Χίτλερ, το γερμανικό κοινοβούλιο δεν νομοθετούσε νόμους αλλά επικύρωνε δικτατορικά διατάγματα του προέδρου Χίντενμπουργκ υπό την απειλή διάλυσης της βουλής (περίοδος 30-32 υπό τον κεντρώο καγκελάριο Μπρύνινγκ). Ήδη πριν από τον Χίτλερ, η αστυνομία πυροβολούσε τους κομμουνιστές, ενώ στήριζε και ανεχόταν την παρακρατική φασιστική βία. Παρά το γεγονός ότι η σημερινή παρακρατική βία στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη πλησιάσει καν τα όρια της Γερμανίας του Μεσοπολέμου, η ενδυνάμωση των ναζί μετά το 1928 και η επιδεικτική άσκηση βίας από αυτούς στηρίχθηκε επίσης σε ένα υπόστρωμα «ανομίας», κοινωνικής κρίσης και εξαθλίωσης και «οριζόντιου κοινωνικού πολέμου».
9. Έχουμε ακόμη αστική δημοκρατία στην Ελλάδα; Μια συζήτηση που πρέπει να γίνει. Το κοινοβουλευτικό κ.ε.α. αποκλίνει σημαντικά από την αστική δημοκρατία που αναπτύχθηκε μετά το 1974 στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ακόμη και αν παραβλέψουμε την απειλή άμεσου εκφασισμού. Το κοινοβουλευτικό κράτος ε.α. ως μεταβατική/ενδιάμεση μορφή ανάμεσα στο κλασσικό κ.ε.α. και την αστική δημοκρατία.
- ζήτημα κοινωνικής ισορροπίας και κοινωνικού συμβολαίου: πριν από αυτό ο αστικός κοινοβουλευτισμός δεν ήταν μαζικά δημοκρατικός.
- λειτουργία των κοινωνικών συμβιβασμών στο συνταγματικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο.
- ζήτημα ορίων της κρατικής καταστολής.
- ζήτημα της πλήρους στεγανότητας του αστικού κράτους προς τα λαϊκά συμφέροντα.
- ζήτημα πλήρους διάλυσης της προνοιακής αλλά και της όποιας οικονομικής παρεμβατικής δομής του αστικού κράτους.
- ζήτημα ανατροπής της ισορροπίας κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών.
- ζήτημα πλήρους αλλαγής της αστικής νομιμότητας ώστε να λειτουργεί διαρκώς στα όρια.
- ζήτημα σημαντικής όσμωσης με το φασιστικό ρεύμα.

ΠΗΓΗ: www.ektosgrammis.gr via ilesxi.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου