Της Βασιλικής Κατριβάνου
Είναι σαφές πως, σε ό,τι αφορά τη βίαιη δράση της Χρυσής Αυγής, βρισκόμαστε μπροστά σε μια αλλαγή εποχής. Δεν πρόκειται μόνο για το πλήθος και την ένταση των επιθέσεων. Τον τελευταίο μήνα, οι δράστες αυτοπροσδιορίζονται ρητά πια ως τάγματα εφόδου, ως τέτοια δε, παρατάσσονται, δρουν και φωτογραφίζονται μέρα μεσημέρι. Ενώ λοιπόν μέχρι πρότινος οι ρατσιστικές και φασιστικές επιθέσεις που καταγγέλλονταν, αποδίδονταν από τη Χρυσή Αυγή σε τρίτους, σήμερα την ευθύνη αναλαμβάνουν ακόμα και βουλευτές της που παίρνουν μέρος σε αυτές -- οι ίδιοι μάλιστα κάνουν δηλώσεις, φροντίζουν για τη βιντεοσκόπηση των αθλιοτήτων τους και προαναγγέλλουν σε ανακοινώσεις τους και νέες επιθέσεις.
Καθώς τα προσχήματα έχουν πέσει, και καθώς οι μαρτυρίες και το σχετικό οπτικοακουστικό υλικό κάνει από μέρες το γύρο των δελτίων, ένα μέρος του πολιτικού κόσμου διαπιστώνει (κάπως αργά, βέβαια) ότι υπάρχει πρόβλημα με τη Χρυσή Αυγή. Την εβδομάδα που πέρασε, ο μεν υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Δένδιας αποφάσισε να περάσει σε συγκεκριμένα μέτρα (αστυνομικές κλούβες έξω από τα γραφεία της ΧΑ, αφαίρεση αστυνομικών από βουλευτές της κ.ά), ένα μέρος δε της κοινοβουλευτικής δραστηριότητας επικεντρώθηκε στη Χρυσή Αυγή: με αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ, την περασμένη Πέμπτη συγκλήθηκε η Επιτροπή Δεοντολογίας, ενώ βουλευτές και άλλων κομμάτων έφεραν το θέμα στη Βουλή (Αναγνωστάκης της ΔΗΜΑΡ, Χριστοφιλοπούλου του ΠΑΣΟΚ).
Θα έλεγε κανείς ότι, έστω καθυστερημένα, ο δημοκρατικός πολιτικός κόσμος έδειξε κάποια αντανακλαστικά μπροστά στις αλλεπάλληλες προκλήσεις των νεοναζί, βουλευτών και «ακτιβιστών», και αποφάσισε να παραμερίσει τις πολλές και σοβαρές διαφορές του για να αντιμετωπίσει την άνοδο του νεοφασισμού. Είναι όμως έτσι; Παρά την αναμφισβήτητη αξία τέτοιων κινήσεων (ακριβώς διότι η φασιστική απειλή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι υπόθεση αποκλειστικά της Αριστεράς), την ίδια στιγμή η συνολική στάση των πολιτικών δυνάμεων, υπήρξε αναντίστοιχη των φασιστικών προκλήσεων, ενώ σε πολλά σημεία αβαντάρει, επί της ουσίας, την λογική της Ακροδεξιάς. Εξηγούμαι αμέσως.
Κινούμενοι στο ίδιο μήκος κύματος με μέσα ενημέρωσης μεγάλης κυκλοφορίας, η συγκυβέρνηση, όπως και οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» βρίσκονται, όσον αφορά το ζήτημα της Χρυσής Αυγής, στον ίδιο παρονομαστή: α) υιοθέτηση μιας συλλογιστικής και ορολογίας («λαθρομετανάστες», «νόμος και τάξη» κλπ.) που ενισχύει ουσιαστικά την ακροδεξιά• β) συμψηφισμός της φασιστικής βίας με τη βία «των άκρων», σχετικοποίηση δηλαδή του φασισμού, αποστιγματισμός της ναζιστικής δράσης∙ γ) αποπολιτικοποίηση της ρατσιστικής βίας, και την ίδια στιγμή, ολιγωρία και απροθυμία να προστατευτούν με συγκεκριμένα μέτρα οι ομάδες-στόχοι της Χρυσής Αυγής (μετανάστες, ρομά, ομοφυλόφιλοι, «αντιφρονούντες»).
Παραδείγματα της λογικής αυτής, που συμμερίζονται δυνάμεις με διαφορετικό ιδεολογικό πρόσημο και πολιτικά στελέχη με διαφορετικές πολιτικές διαδρομές, υπήρξαν άφθονα και την εβδομάδα που πέρασε.
Ο ίδιος ο Νίκος Δένδιας βρέθηκε δυστυχώς στην πρώτη γραμμή, προαναγγέλλοντας στα αρχές της εβδομάδας πράξη νομοθετικού περιεχομένου κατά των διαδηλώσεων: «Άκρα δεν είναι μόνο η Χρυσή Αυγή, υπάρχουν και άλλα άκρα. Το ίδιο χρονικό διάστημα, επιτρέψτε μου να σας πω ότι η Ελληνική Αστυνομία είχε προβλήματα στη Χαλκιδική από άλλα άκρα». Εκπροσωπώντας μια κυβέρνηση που ενθαρρύνει τις ακρότητες της «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ Α.Ε», ο κ. Δένδιας δεν πρωταγωνιστεί απλώς στη σχετικοποίηση του νεοφασισμού∙ υιοθετεί τη ρητορική του. Ήταν για παράδειγμα εκείνος που, ηγούμενος της επιχείρησης των σωρηδόν προσαγωγών μεταναστών με την κυνική ονομασία «Ξένιος Ζευς», κατηγορούσε τον περασμένο μήνα τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «υπερασπίζεται τα κυκλώματα του οργανωμένου εγκλήματος που εκμεταλλεύονται δυστυχισμένους αλλοδαπούς ως επαίτες στους φωτεινούς σηματοδότες» (10.8.2012), και βεβαίως ο ίδιος που παρουσίασε προ ημερών στη Βουλή ως κυβερνητικό δόγμα την άποψη ότι «η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση συνολικής ανατροπής της κοινωνικής δομής από το μεταναστευτικό» (23.8.2012).
Ο κ. Δένδιας δεν είναι το μόνο στέλεχος της κυβέρνησης που βρίσκεται σε αυτό το μήκος κύματος. Ο όρος «λαθρομετανάστης» έχει περάσει δίχως αντιστάσεις στο καθημερινό λεξιλόγιο του κυβερνητικού επιτελείου. Ακόμα χειρότερα, η ακροδεξιά συλλογιστική διαπερνά ενίοτε και τις τοποθετήσεις υπουργών και υφυπουργών. Απαντώντας, για παράδειγμα, σε επίκαιρη ερώτηση της Χρυσής Αυγής για το βιασμό της Πάρου, ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Κ. Καραγκούνης δήλωνε πως «το λιγότερο που μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς [σ.σ.: το δράστη], είτε αυτός είναι Έλληνας είτε είναι αλλοδαπός, είναι ανθρωπόμορφο τέρας» (23.8.2012), ενώ σε άλλη ερώτηση της Χρυσής Αυγής για την πρόσβαση «λαθρομεταναστών» στα νοσοκομεία, ο αρμόδιος υπουργός Μ. Σαλμάς δήλωσε ότι θα ελέγξει την καταγγελία, αντί να εξηγήσει το προφανές: ότι τόσο για λόγους αρχής, όσο και για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, δεν είναι δυνατό τα νοσοκομεία να εφαρμόζουν εθνικιστικές ή ρατσιστικές διακρίσεις στους αρρώστους.
Αντιμνημονιακοί, πλην ανταγωνιζόμενοι τη Χρυσή Αυγή για την ίδια εκλογική πελατεία, οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» κινούνται επίσης στην ίδια γραμμή. Την περασμένη Πέμπτη, η Μαρίνα Χρυσοβελώνη, βουλευτής Μαγνησίας του κόμματος, απευθυνόμενη στον υφυπουργό Ανάπτυξης κ. Σκορδά του επεσήμαινε πόσο λάθος ήταν η καταδίκη της Χρυσής Αυγής για τα γεγονότα στη Ραφήνα και το Μεσολόγγι, επισημαίνοντας ότι το θέμα δεν είναι η Χρυσή Αυγή αλλά τα ελλιπή μέτρα για την αντιμετώπιση του παραεμπορίου: «Καταλογίζετε διάφορες παρανομίες σε άλλους, χωρίς να ελέγχετε τις δικές σας παραλείψεις […] Εμείς ως πολιτικοί δεν είμαστε εδώ ούτε για να καταδικάζουμε ούτε βέβαια και για να αθωώνουμε» (13.9.2012); Επίσης, οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες», εναρμονιζόμενοι με τη στάση της ΝΔ, αρνήθηκαν η απόφαση της Επιτροπής Δεοντολογίας της Βουλής να κάνει λόγο για ρατσιστική βία, με το ακαταμάχητο επιχείρημα «η Ύπατη Αρμοστεία ας εκφραστεί όπως θέλει, δεν θα βάλουμε εμείς επίθετα» (Μαρία Κόλλια-Τσαρουχά, 13.9.2012).
Αν η Δεξιά των Σαμαρά και Καμμένου αντιμετωπίζει έτσι το πρόβλημα, ας δούμε τι κάνουν το Κέντρο και η Κεντροαριστερά. Φέρνοντας τα επεισόδια σε Ραφήνα και Μεσολόγγι στη Βουλή, η κ. Χριστοφιλοοπούλου του ΠΑΣΟΚ βρήκε μια θαυμάσια ευκαιρία να επιτεθεί… στον ΣΥΡΙΖΑ: «Όταν πετάγατε αυγά στους πολιτικούς, όταν δημαγωγούσατε μηδενίζοντας τα πάντα, δεν ξέρατε ότι βοηθούσατε το αυγό του φιδιού να εκκολαφθεί ακόμη και μέσα εδώ, στο Κοινοβούλιο;». Αλλά και ο Φίλιππος Σαχινίδης δεν έχασε την ευκαιρία, επιτιθέμενος κι αυτός στον ΣΥΡΙΖΑ, να πει ότι αυτό που κατάφεραν οι πλατείες και οι Αγανακτισμένοι είναι να φέρουν τη Χρυσή Αυγή στη Βουλή. Όσον αφορά, τέλος, τη ΔΗΜΑΡ δεν θα παραθέσω δηλώσεις στελεχών της – παρόλο που κάποιες τις θεωρώ προβληματικές. Γιατί για μένα, το μεγαλύτερο ζήτημα, όσον αφορά τη ΔΗΜΑΡ, δεν είναι οι δηλώσεις, αλλά, επειδή μετέχει στην κυβέρνηση, τι κάνει, με αυτόν ακριβώς τον ρόλο, για την αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας και της Χρυσής Αυγής.
Πέρα από όλα αυτά, το πραγματικό ερώτημα παραμένει: Τι πρέπει να γίνει για να αντιμετωπιστεί επιτέλους με σοβαρότητα, χωρίς συμψηφισμούς και πολιτικαντισμούς, η έξαρση του νεοφασισμού; Είναι ένα ερώτημα που αφορά βέβαια την Αριστερά, αλλά όχι μόνο. Αφορά και όλο τον δημοκρατικό κόσμο.
Καθώς τα προσχήματα έχουν πέσει, και καθώς οι μαρτυρίες και το σχετικό οπτικοακουστικό υλικό κάνει από μέρες το γύρο των δελτίων, ένα μέρος του πολιτικού κόσμου διαπιστώνει (κάπως αργά, βέβαια) ότι υπάρχει πρόβλημα με τη Χρυσή Αυγή. Την εβδομάδα που πέρασε, ο μεν υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Δένδιας αποφάσισε να περάσει σε συγκεκριμένα μέτρα (αστυνομικές κλούβες έξω από τα γραφεία της ΧΑ, αφαίρεση αστυνομικών από βουλευτές της κ.ά), ένα μέρος δε της κοινοβουλευτικής δραστηριότητας επικεντρώθηκε στη Χρυσή Αυγή: με αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ, την περασμένη Πέμπτη συγκλήθηκε η Επιτροπή Δεοντολογίας, ενώ βουλευτές και άλλων κομμάτων έφεραν το θέμα στη Βουλή (Αναγνωστάκης της ΔΗΜΑΡ, Χριστοφιλοπούλου του ΠΑΣΟΚ).
Θα έλεγε κανείς ότι, έστω καθυστερημένα, ο δημοκρατικός πολιτικός κόσμος έδειξε κάποια αντανακλαστικά μπροστά στις αλλεπάλληλες προκλήσεις των νεοναζί, βουλευτών και «ακτιβιστών», και αποφάσισε να παραμερίσει τις πολλές και σοβαρές διαφορές του για να αντιμετωπίσει την άνοδο του νεοφασισμού. Είναι όμως έτσι; Παρά την αναμφισβήτητη αξία τέτοιων κινήσεων (ακριβώς διότι η φασιστική απειλή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι υπόθεση αποκλειστικά της Αριστεράς), την ίδια στιγμή η συνολική στάση των πολιτικών δυνάμεων, υπήρξε αναντίστοιχη των φασιστικών προκλήσεων, ενώ σε πολλά σημεία αβαντάρει, επί της ουσίας, την λογική της Ακροδεξιάς. Εξηγούμαι αμέσως.
Κινούμενοι στο ίδιο μήκος κύματος με μέσα ενημέρωσης μεγάλης κυκλοφορίας, η συγκυβέρνηση, όπως και οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» βρίσκονται, όσον αφορά το ζήτημα της Χρυσής Αυγής, στον ίδιο παρονομαστή: α) υιοθέτηση μιας συλλογιστικής και ορολογίας («λαθρομετανάστες», «νόμος και τάξη» κλπ.) που ενισχύει ουσιαστικά την ακροδεξιά• β) συμψηφισμός της φασιστικής βίας με τη βία «των άκρων», σχετικοποίηση δηλαδή του φασισμού, αποστιγματισμός της ναζιστικής δράσης∙ γ) αποπολιτικοποίηση της ρατσιστικής βίας, και την ίδια στιγμή, ολιγωρία και απροθυμία να προστατευτούν με συγκεκριμένα μέτρα οι ομάδες-στόχοι της Χρυσής Αυγής (μετανάστες, ρομά, ομοφυλόφιλοι, «αντιφρονούντες»).
Παραδείγματα της λογικής αυτής, που συμμερίζονται δυνάμεις με διαφορετικό ιδεολογικό πρόσημο και πολιτικά στελέχη με διαφορετικές πολιτικές διαδρομές, υπήρξαν άφθονα και την εβδομάδα που πέρασε.
Ο ίδιος ο Νίκος Δένδιας βρέθηκε δυστυχώς στην πρώτη γραμμή, προαναγγέλλοντας στα αρχές της εβδομάδας πράξη νομοθετικού περιεχομένου κατά των διαδηλώσεων: «Άκρα δεν είναι μόνο η Χρυσή Αυγή, υπάρχουν και άλλα άκρα. Το ίδιο χρονικό διάστημα, επιτρέψτε μου να σας πω ότι η Ελληνική Αστυνομία είχε προβλήματα στη Χαλκιδική από άλλα άκρα». Εκπροσωπώντας μια κυβέρνηση που ενθαρρύνει τις ακρότητες της «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ Α.Ε», ο κ. Δένδιας δεν πρωταγωνιστεί απλώς στη σχετικοποίηση του νεοφασισμού∙ υιοθετεί τη ρητορική του. Ήταν για παράδειγμα εκείνος που, ηγούμενος της επιχείρησης των σωρηδόν προσαγωγών μεταναστών με την κυνική ονομασία «Ξένιος Ζευς», κατηγορούσε τον περασμένο μήνα τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «υπερασπίζεται τα κυκλώματα του οργανωμένου εγκλήματος που εκμεταλλεύονται δυστυχισμένους αλλοδαπούς ως επαίτες στους φωτεινούς σηματοδότες» (10.8.2012), και βεβαίως ο ίδιος που παρουσίασε προ ημερών στη Βουλή ως κυβερνητικό δόγμα την άποψη ότι «η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση συνολικής ανατροπής της κοινωνικής δομής από το μεταναστευτικό» (23.8.2012).
Ο κ. Δένδιας δεν είναι το μόνο στέλεχος της κυβέρνησης που βρίσκεται σε αυτό το μήκος κύματος. Ο όρος «λαθρομετανάστης» έχει περάσει δίχως αντιστάσεις στο καθημερινό λεξιλόγιο του κυβερνητικού επιτελείου. Ακόμα χειρότερα, η ακροδεξιά συλλογιστική διαπερνά ενίοτε και τις τοποθετήσεις υπουργών και υφυπουργών. Απαντώντας, για παράδειγμα, σε επίκαιρη ερώτηση της Χρυσής Αυγής για το βιασμό της Πάρου, ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Κ. Καραγκούνης δήλωνε πως «το λιγότερο που μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς [σ.σ.: το δράστη], είτε αυτός είναι Έλληνας είτε είναι αλλοδαπός, είναι ανθρωπόμορφο τέρας» (23.8.2012), ενώ σε άλλη ερώτηση της Χρυσής Αυγής για την πρόσβαση «λαθρομεταναστών» στα νοσοκομεία, ο αρμόδιος υπουργός Μ. Σαλμάς δήλωσε ότι θα ελέγξει την καταγγελία, αντί να εξηγήσει το προφανές: ότι τόσο για λόγους αρχής, όσο και για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, δεν είναι δυνατό τα νοσοκομεία να εφαρμόζουν εθνικιστικές ή ρατσιστικές διακρίσεις στους αρρώστους.
Αντιμνημονιακοί, πλην ανταγωνιζόμενοι τη Χρυσή Αυγή για την ίδια εκλογική πελατεία, οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» κινούνται επίσης στην ίδια γραμμή. Την περασμένη Πέμπτη, η Μαρίνα Χρυσοβελώνη, βουλευτής Μαγνησίας του κόμματος, απευθυνόμενη στον υφυπουργό Ανάπτυξης κ. Σκορδά του επεσήμαινε πόσο λάθος ήταν η καταδίκη της Χρυσής Αυγής για τα γεγονότα στη Ραφήνα και το Μεσολόγγι, επισημαίνοντας ότι το θέμα δεν είναι η Χρυσή Αυγή αλλά τα ελλιπή μέτρα για την αντιμετώπιση του παραεμπορίου: «Καταλογίζετε διάφορες παρανομίες σε άλλους, χωρίς να ελέγχετε τις δικές σας παραλείψεις […] Εμείς ως πολιτικοί δεν είμαστε εδώ ούτε για να καταδικάζουμε ούτε βέβαια και για να αθωώνουμε» (13.9.2012); Επίσης, οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες», εναρμονιζόμενοι με τη στάση της ΝΔ, αρνήθηκαν η απόφαση της Επιτροπής Δεοντολογίας της Βουλής να κάνει λόγο για ρατσιστική βία, με το ακαταμάχητο επιχείρημα «η Ύπατη Αρμοστεία ας εκφραστεί όπως θέλει, δεν θα βάλουμε εμείς επίθετα» (Μαρία Κόλλια-Τσαρουχά, 13.9.2012).
Αν η Δεξιά των Σαμαρά και Καμμένου αντιμετωπίζει έτσι το πρόβλημα, ας δούμε τι κάνουν το Κέντρο και η Κεντροαριστερά. Φέρνοντας τα επεισόδια σε Ραφήνα και Μεσολόγγι στη Βουλή, η κ. Χριστοφιλοοπούλου του ΠΑΣΟΚ βρήκε μια θαυμάσια ευκαιρία να επιτεθεί… στον ΣΥΡΙΖΑ: «Όταν πετάγατε αυγά στους πολιτικούς, όταν δημαγωγούσατε μηδενίζοντας τα πάντα, δεν ξέρατε ότι βοηθούσατε το αυγό του φιδιού να εκκολαφθεί ακόμη και μέσα εδώ, στο Κοινοβούλιο;». Αλλά και ο Φίλιππος Σαχινίδης δεν έχασε την ευκαιρία, επιτιθέμενος κι αυτός στον ΣΥΡΙΖΑ, να πει ότι αυτό που κατάφεραν οι πλατείες και οι Αγανακτισμένοι είναι να φέρουν τη Χρυσή Αυγή στη Βουλή. Όσον αφορά, τέλος, τη ΔΗΜΑΡ δεν θα παραθέσω δηλώσεις στελεχών της – παρόλο που κάποιες τις θεωρώ προβληματικές. Γιατί για μένα, το μεγαλύτερο ζήτημα, όσον αφορά τη ΔΗΜΑΡ, δεν είναι οι δηλώσεις, αλλά, επειδή μετέχει στην κυβέρνηση, τι κάνει, με αυτόν ακριβώς τον ρόλο, για την αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας και της Χρυσής Αυγής.
Πέρα από όλα αυτά, το πραγματικό ερώτημα παραμένει: Τι πρέπει να γίνει για να αντιμετωπιστεί επιτέλους με σοβαρότητα, χωρίς συμψηφισμούς και πολιτικαντισμούς, η έξαρση του νεοφασισμού; Είναι ένα ερώτημα που αφορά βέβαια την Αριστερά, αλλά όχι μόνο. Αφορά και όλο τον δημοκρατικό κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου