Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Νε­ο­φι­λελεύ­θε­ρες «ευ­και­ρίες» και φα­σί­ζων ο­πορ­του­νι­σμός

Γρά­φα­με στο προ­η­γού­με­νο φύλ­λο της «Ε»: «Οι πο­λι­τι­κοί και οι α­να­λυ­τές που εκ­φρά­ζουν τις α­στι­κές δυ­νά­μεις, δεί­χνουν να α­ντι­λαμ­βά­νο­νται την έ­ξαρ­ση και ε­πι­κίν­δυ­νη ε­ξά­πλω­ση της να­ζι­στι­κής δρά­σης σαν μια α­κό­μη ευ­και­ρία για να πλή­ξουν την α­ρι­στε­ρά».
Ήταν μια ε­κτί­μη­ση που στη συ­νέ­χεια ε­πι­χει­ρού­σα­με να στη­ρί­ξου­με με στοι­χεία και ε­πι­χει­ρή­μα­τα. Πού να ξέ­ρου­με ό­τι την ί­δια μέ­ρα στην «Κα­θη­με­ρι­νή» ο κ. Στ. Κα­σι­μά­της θα έ­βγα­ζε… ά­χρη­στη την ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία μας ε­πι­βε­βαιώ­νο­ντας ορ­θά κο­φτά την ε­κτί­μη­σή μας. Να τι έ­γρα­φε:
«Οφεί­λου­με έ­να με­γά­λο ευ­χα­ρι­στώ στη Χρυ­σή Αυ­γή. Της το ο­φεί­λου­με για την ευ­και­ρία που μας προ­σφέ­ρει. Εί­ναι η ευ­και­ρία που δί­νε­ται στη νο­μι­μό­τη­τα να α­να­με­τρη­θεί, ε­πι­τέ­λους, με την οιο­νεί νο­μι­μο­ποιη­μέ­νη βία της Αρι­στε­ράς, αυ­τό το καρ­κί­νω­μα της Με­τα­πο­λί­τευ­σης».
Δεν χρεια­ζό­ταν κα­λύ­τε­ρη υ­πε­ρά­σπι­ση ι­σχυ­ρι­σμός μας! Για­τί, ό­μως, τό­σο μί­σος (που τυ­φλώ­νει) για το «καρ­κί­νω­μα της Με­τα­πο­λί­τευ­σης»; Για­τί στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πρό­κει­ται πε­ρί μί­σους για την ί­δια τη Με­τα­πο­λί­τευ­ση.

Ποιος φο­βά­ται τη Με­τα­πο­λί­τευ­ση;

Η Με­τα­πο­λί­τευ­ση το 1974 ά­φη­νε πί­σω της μια στρα­τιω­τι­κή δι­κτα­το­ρία ε­πτά ε­τών, συ­νέ­χεια ε­νός με­τεμ­φυ­λια­κού κρά­τους της δε­ξιάς. Και την ά­φη­νε πί­σω με μια ι­δε­ο­λο­γι­κή ήτ­τα της α­ντι­δρα­στι­κής δε­ξιάς, που την εί­χε εκ­θρέ­ψει, και μια ι­δε­ο­λο­γι­κή νί­κη των δη­μο­κρα­τι­κών δυ­νά­μεων, α­νά­με­σα στις ο­ποίες η α­ρι­στε­ρά κα­τεί­χε ε­ξέ­χου­σα η­θι­κά, πο­λι­τι­κά και ι­δε­ο­λο­γι­κά θέ­ση ως συ­νε­πέ­στα­τη α­ντι­δι­κτα­το­ρι­κή δύ­να­μη. Η δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή που εί­χε χα­ραχ­θεί –και δι­καιώ­θη­κε πο­λι­τι­κά– ή­ταν η γραμ­μή που χώ­ρι­ζε τη φα­σι­στι­κή α­κρο­δε­ξιά, α­πό­το­κο του με­τεμ­φυ­λια­κού κρά­τους της δε­ξιάς, α­πό τους εχ­θρούς των δι­κτα­το­ρι­κών, α­ντι­δη­μο­κρα­τι­κών, α­ντι­λαϊκών και, τε­λι­κά, α­ντε­θνι­κών λύ­σεων, α­πο­νο­μι­μο­ποιώ­ντας το με­τεμ­φυ­λια­κό πνεύ­μα και κρά­τος.
Αυ­τό εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το «καρ­κί­νω­μα της Με­τα­πο­λί­τευ­σης» για το ο­ποίο ο­ρι­σμέ­νοι α­λυ­χτούν μέ­ρα νύ­χτα. Αυ­τό ε­πι­χει­ρούν α­πό την πρώ­τη μέ­ρα της με­τα­πο­λί­τευ­σης να πε­τύ­χου­ν: να με­τα­θέ­σουν τη δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή ό­σο γί­νε­ται δε­ξιό­τε­ρα, τό­σο που να βά­λει ξα­νά την α­ρι­στε­ρά «στη γω­νία», α­πό την άλ­λη με­ριά της δια­χω­ρι­στι­κής γραμ­μής. Αυ­τή τη φο­ρά, ό­μως, η α­ντι­δρα­στι­κή α­κραία νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη δε­ξιά δεν τολ­μά­ει να ε­γκολ­πω­θεί α­προ­κά­λυ­πτα τη φα­σι­στι­κή α­κρο­δε­ξιά, το πα­ρα­κρα­τι­κό άλ­τερ έ­γκο της. Προ­τι­μά­ει να παί­ξει το κε­ντρώο προ­δι­κτα­το­ρι­κό παι­χνί­δι των «δύο ά­κρων» που συ­να­ντώ­νται, τε­λι­κά, και ταυ­τί­ζο­νται (αυ­τό α­κρι­βώς το «παι­χνί­δι» που ε­πέ­τρε­ψε στους συ­νταγ­μα­τάρ­χες και τ’ α­φε­ντι­κά τους να παί­ξουν εν ου παι­κτοίς…)
Να πώς χα­ράσ­σει τη δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή ο κ. Στ. Κα­σι­μά­της, που ε­ξε­λίσ­σε­ται σε κα­θο­δη­γη­τή της πιο κα­θυ­στε­ρη­μέ­νης δε­ξιάς:
«Ιδού η ευ­και­ρία, κύ­ριοι: Η Χρυ­σή Αυ­γή, χω­ρίς να το κα­τα­λα­βαί­νει, α­νοί­γει το δρό­μο για την ε­πι­βο­λή της νο­μι­μό­τη­τας προς κά­θε πλευ­ρά: κου­κουέ­δες, συ­ρι­ζαίους, χρυ­σαυ­γί­τες –ό­λοι τους βλά­πτουν τη δη­μο­κρα­τία ε­ξί­σου».

Για­τί με­τα­κι­νούν τη δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή;

Ποιοι βρί­σκο­νται α­πό την «άλ­λη πλευ­ρά»; Η ΝΔ, το ΠΑ­ΣΟΚ και η ΔηΜΑρ (πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι η ΔηΜαρ αρ­νή­θη­κε να συ­νταχ­θεί με το χλια­ρό έ­να­ντι της Χ.Α. «ψή­φι­σμα», που υ­πο­βλή­θη­κε α­πό την κυ­βερ­νη­τι­κή πλευ­ρά στην αρ­μό­δια ε­πι­τρο­πή της Βου­λής…) Υπάρ­χει έ­να πρό­βλη­μα με τους Ανε­ξάρ­τη­τους Έλλη­νες, αλ­λά φαί­νε­ται πως ο ι­δε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κός προ­βλη­μα­τι­σμός του κ. Κα­σι­μά­τη δεν έ­χει α­κό­μη προ­χω­ρή­σει αρ­κε­τά ε­π’ αυ­τού. Πά­ντως, δεν εί­ναι τυ­χαίο που δεν τους κα­τα­τάσ­σει, αλ­λά το για­τί εί­ναι μια άλ­λη ι­στο­ρία. Θα ση­μειώ­σου­με μό­νο, για την ώ­ρα, ό­τι το κόμ­μα αυ­τό έ­χει την «α­δυ­να­μία» να τάσ­σε­ται ρη­τά και κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά κα­τά των μνη­μο­νίων, αν και α­νή­κει –ή, έ­στω, προέρ­χε­ται– α­πό τη μή­τρα της ΝΔ.
Τι ση­μα­σία έ­χει αυ­τό; Την ε­ξής α­πλή: αν έ­πρε­πε κά­που να το­πο­θε­τη­θεί, θα κα­τέ­στρε­φε ί­σως την κα­τα­σκευα­σμέ­νη συμ­με­τρία της α­ντι­πα­ρά­θε­σης μνη­μο­νια­κώ­ν-α­ντι­μνη­μο­νια­κών και δη­μο­κρα­τι­κώ­ν– α­ντι­δη­μο­κρα­τι­κών, που με τό­σο κό­πο προ­σπα­θούν να οι­κο­δο­μή­σουν οι ε­γκέ­φα­λοι της α­ντι­δρα­στι­κής νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης δε­ξιάς (οι μνη­μο­νια­κοί εί­ναι νο­μι­μό­φρο­νες, οι α­ντι­μνη­μο­νια­κοί α­ντι­δη­μο­κρά­τες).
Για τον ί­διο λό­γο, άλ­λω­στε, χτυ­πούν α­λύ­πη­τα ό­ποιον πά­ει να ξε­φύ­γει έ­στω και ε­λά­χι­στα α­πό την ε­πι­βο­λή –ό­χι της νο­μι­μό­τη­τας– αλ­λά της νέ­ας δια­χω­ρι­στι­κής γραμ­μής που θέ­λουν να πα­γιώ­σουν. Όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, τον κ. Παυ­λό­που­λο, που τον κα­τη­γο­ρούν ό­τι το­ν… χει­ρο­κρό­τη­σε ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στη Βου­λή, αλ­λά και ό­τι –α­κό­μα χει­ρό­τε­ρα!– τον Δε­κέμ­βρη του 2008 ή­ταν ε­φε­κτι­κός α­πέ­να­ντι στις μα­ζι­κές δια­δη­λώ­σεις και δεν προ­κά­λε­σε με τη στά­ση του με­γα­λύ­τε­ρη αι­μα­το­χυ­σία.

«Λε­βε­ντό­παι­δα» με «κα­μώ­μα­τα»

Θα πεί­τε, μα κι ό­λα αυ­τά δεν εί­ναι έ­νας α­κό­μα ι­σχυ­ρι­σμός; Συλ­λο­γι­σμούς πο­λι­τι­κούς εκ­θέ­του­με, ό­χι αιώ­νιες α­λή­θειες. Άλλοι έ­χουν α­να­λά­βει αυ­τή την ερ­γο­λα­βία. Προς ε­πίρ­ρω­σιν των συλ­λο­γι­σμών πα­ρα­θέ­του­με α­πό τα «συγ­γράμ­μα­τα» του κ. Κα­σι­μά­τη τις α­να­φο­ρές του στη Χ.Α., που δεί­χνουν ό­χι μό­νο πό­σο χαϊδευ­τι­κά μι­λά­ει γι’ αυ­τή, αλ­λά και ό­τι ε­λά­χι­στα τον α­πα­σχο­λεί η ε­γκλη­μα­τι­κή δρά­ση της: «Ας εί­ναι κα­λά τα “λε­βε­ντό­παι­δα με τις μαύ­ρες μπλού­ζες” και τα κα­μώ­μα­τά τους» ή «αυ­τό που κά­νει η Χ.Α. με τους προ­πη­λα­κι­σμούς με­τα­να­στών, δεν δια­φέ­ρει, ως προς το μέ­σον που χρη­σι­μο­ποιεί για το σκο­πό της, α­πό τις “δρά­σεις” α­ναρ­χι­κών, α­ντιε­ξου­σια­στών, “λαϊκού κι­νή­μα­τος”». Οι ε­γκλη­μα­τι­κές, α­πάν­θρω­πες, δο­λο­φο­νι­κές ε­πι­θέ­σεις βα­φτί­ζο­νται «κα­μώ­μα­τα» και το πο­λύ πο­λύ «προ­πη­λα­κι­σμοί», για να α­πο­κρυ­βεί ο πραγ­μα­τι­κός τους χα­ρα­κτή­ρας: της ε­γκλη­μα­τι­κής δρά­σης.
Και αυ­τή η γλωσ­σι­κή προ­σέγ­γι­ση δεν δεί­χνει μό­νο μια κα­λή διά­θε­ση α­πέ­να­ντί τους (τα «κα­μώ­μα­τα» εί­ναι λέ­ξη που δεν προϋπο­θέ­τει δό­λο, μάλ­λον παι­δι­κή, ά­ντε ε­φη­βι­κή α­θωό­τη­τα). Εί­ναι χρή­σι­μη πο­λι­τι­κά και ι­δε­ο­λο­γι­κά, για­τί ε­πι­τρέ­πει σ’ ό­λους τους ο­πα­δούς της θεω­ρίας των δύο ά­κρων να κά­νουν πιο ε­φι­κτή την ε­ξο­μοίω­ση της ε­γκλη­μα­τι­κής δρά­σης με τη δρά­ση του μα­ζι­κού λαϊκού κι­νή­μα­τος.
Πά­νω σ’ αυ­τή τη βά­ση α­να­πτύσ­σουν το ρη­χό λό­γο τους πε­ρί σκο­πών που δεν μπο­ρούν να α­γιά­ζουν τα μέ­σα (δη­λα­δή, η δρά­ση της α­ρι­στε­ράς και των φα­σι­στών δια­φέ­ρει μό­νο ως προς τους σκο­πούς…) ή πε­ρί κα­τα­δί­κης της βίας «α­π’ ό­που κι αν προέρ­χε­ται».
Για­τί, ό­μως, τους εν­δια­φέ­ρει τό­σο πο­λύ η προέ­λευ­σή της βίας και ε­πι­μέ­νουν τό­σο πο­λύ στην α­ο­ρι­στία του «α­π’ ό­που», ή για­τί α­να­κα­τεύουν αυ­τό το α­ξε­διά­λυ­το κου­βά­ρι α­πό σκο­πούς και μέ­σα; Για τον α­πλό λό­γο ό­τι θέ­λουν να ψα­ρεύουν στα θο­λά νε­ρά, α­ντί να βά­λουν έ­να τέ­λος σ’ αυ­τή τη βο­λι­κή μό­νο για τη Χρυ­σή Αυ­γή σύγ­χυ­ση.

Δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή η ε­γκλη­μα­τι­κή δρά­ση

Με ποιο τρό­πο μπο­ρεί να μπει αυ­τό το τέ­λος; Με την α­προ­σχη­μά­τι­στη, α­πλή και κα­θα­ρή α­πό­κρου­ση –ό­χι α­πλώς κα­τα­δί­κη– κά­θε ε­γκλη­μα­τι­κής δρά­σης. Αυ­τή εί­ναι η υ­παρ­κτή δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή.
Όπου υ­φί­στα­ται κρά­τος δι­καίου, το νο­μι­κό σύ­στη­μα δί­νει τη δυ­να­τό­τη­τα στον κα­θέ­να (και στους δη­μο­κρα­τι­κούς θε­σμούς) να υ­πε­ρα­σπί­σουν τον ε­αυ­τό τους. Υπάρ­χουν κα­νό­νες, ποι­νι­κό δί­καιο, δι­καιο­δο­τι­κοί θε­σμοί, κοι­νό πε­ρί δι­καίου αί­σθη­μα, που μπο­ρούν να ε­ντο­πί­σουν και να α­ντι­με­τω­πί­σουν με βά­ση τις αρ­χές του κρά­τους δι­καίου κά­θε ε­γκλη­μα­τι­κή δρά­ση. Με δια­βαθ­μί­σεις και σχο­λα­στι­κή α­κρί­βεια κι ό­χι α­ο­ρι­στίες πε­ρί βίας, που δεν χω­ρούν σε κα­νέ­να σύγ­χρο­νο ποι­νι­κό δί­καιο. Για­τί βα­σι­κή αρ­χή του εί­ναι να ε­ξει­δι­κεύει, να ε­ξα­το­μι­κεύει, ό­χι να α­ο­ρι­στο­λο­γεί, και να εν­δια­φέ­ρε­ται ό­χι μό­νο για το α­πό πού προέρ­χε­ται η βία (γι' αυ­τό προσ­διο­ρί­ζει και ε­πι­βα­ρυ­ντι­κές ή ε­λα­φρυ­ντι­κές πε­ρι­στά­σεις) αλ­λά και για ποιο σκο­πό α­σκεί­ται (γι' αυ­τό και δια­βαθ­μί­ζει τα κί­νη­τρα και δια­φο­ρο­ποιεί τη βα­ρύ­τη­τα των σκο­πών, αλ­λά αυ­τά εί­ναι ψι­λά γράμ­μα­τα για φα­να­τι­σμέ­νους ό­πως ο κ. Κα­σι­μά­της).
Κι ε­γώ που θα α­να­λά­βω την ευ­θύ­νη να δρά­σω α­γνοώ­ντας τους κα­νό­νες, πα­ρα­βαί­νο­ντάς τους, α­πει­θαρ­χώ­ντας, θα το κά­νω εν γνώ­σει των συ­νε­πειών. Ακό­μη κι αν θεω­ρώ –ορ­θά– ό­τι η συ­ζή­τη­ση πε­ρί της βίας και της προέ­λευ­σής της δεν α­φή­νει α­π’ έ­ξω ού­τε τη νο­μι­μο­ποιη­μέ­νη βία του κρά­τους. Ακό­μη κι αν χρεια­στεί οι φί­λοι μου, οι σύ­ντρο­φοί μου, οι υ­πε­ρα­σπι­στές μου να κά­νουν ό,τι μπο­ρούν για να με α­πο­σπά­σουν α­πό τις συ­νέ­πειες του νό­μου. Ακό­μη κι αν θέ­λω ρη­τά να αλ­λά­ξω το νό­μο.
Όπως, άλ­λω­στε, έ­γρα­ψε και ο κ. Πά­σχος Μαν­δρα­βέ­λης, «η δη­μο­κρα­τία φτιά­χτη­κε για να ε­πι­βάλ­λουν οι πολ­λοί το δί­κιο τους στους ι­σχυ­ρούς» («Κ» 19/9) –και τι πιο ι­σχυ­ρό α­πό το κρά­τος και τους εκ­προ­σώ­πους του. Πρό­κει­ται για κα­τα­κτη­μέ­νες εγ­γυή­σεις του κρά­τους δι­καίου (που, εν πα­ρό­δω, δεν ση­μαί­νει δί­καιο κρά­τος, αλ­λά ε­πι­κρά­τη­ση, κυ­ριαρ­χία του δι­καίου).
Όλα τα άλ­λα εί­ναι προ­φά­σεις εν α­μαρ­τίαις. Εί­τε με σκο­πό τη δια­βο­λή της α­ρι­στε­ράς και του μα­ζι­κού λαϊκού κι­νή­μα­τος, εί­τε με σκο­πό την α­πο­δο­χή της φα­σι­στι­κής ε­γκλη­μα­τι­κό­τη­τας ως πο­λι­τι­κής κα­νο­νι­κό­τη­τας.

Έσχα­το ό­πλο τους το ψέ­μα

Ας κλεί­σου­με μ’ έ­να πα­ρή­γο­ρο ση­μά­δι: τα ψευ­δε­πί­γρα­φα ε­πι­χει­ρή­μα­τά τους φαί­νε­ται πως πέ­φτουν στο κε­νό και τους τε­λειώ­νουν. Γι’ αυ­τό κα­τα­φεύ­γουν στο έ­σχα­το ό­πλο των υ­πο­κρι­τών, δη­λα­δή το α­προ­σχη­μά­τι­στο ψέ­μα. Ο κα­θο­δη­γη­τής της ε­πί­θε­σης κα­τά της α­ρι­στε­ράς κ. Κα­σι­μά­της, σε πρό­σφα­το άρ­θρο του (19/9), προ­κει­μέ­νου να α­να­ζω­πυ­ρώ­σει το α­ντια­ρι­στε­ρό μέ­νος και να στη­ρί­ξει τον κα­ταρ­ρέ­ο­ντα ι­σχυ­ρι­σμό του, βά­ζει «λι­γά­κι» χέ­ρι στην πο­λύ πρό­σφα­τη ι­στο­ρία: «Όταν τους ζη­τού­σα­με να κα­τα­δι­κά­σουν τη δο­λο­φο­νία των τεσ­σά­ρων της Marfin, μας έ­λε­γαν ό­τι πε­ριτ­τεύει, α­φού εξ αρ­χής κα­τα­δι­κά­ζουν κά­θε μορ­φής βία» (οι α­ρι­στε­ροί, για ό­ποιον δεν κα­τά­λα­βε…)
Ο κ. Κα­σι­μά­της, ευ­φυέ­στα­τος και πο­λύ κα­λά ε­νη­με­ρω­μέ­νος, συ­νει­δη­τά κα­τα­σκευά­ζει την «α­λή­θεια» που τον συμ­φέ­ρει. Η δη­μό­σια γνω­στή και κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη α­λή­θεια εί­ναι ό­τι πριν πε­ρά­σουν ό­χι ώ­ρες, λε­πτά της ώ­ρας α­πό τη δο­λο­φο­νι­κή ε­πί­θε­ση στη Marfin ό­χι μό­νο η κοι­νο­βου­λευ­τι­κή α­ρι­στε­ρά, αλ­λά και σύσ­σω­μη η ε­ξω­κοι­νο­βου­λευ­τι­κή α­ρι­στε­ρά, α­κό­μη και η Αντιε­ξου­σια­στι­κή Κί­νη­ση (α­πό τους πρώ­τους, μά­λι­στα) την κα­τα­δί­κα­σαν, την κα­τήγ­γει­λαν α­πε­ρί­φρα­στα.
Και κα­λά, του κ. Κα­σι­μά­τη του χρειά­ζε­ται το ψεύ­δος. Της «Κα­θη­με­ρι­νής», που στη με­τα­πο­λί­τευ­ση τη γνω­ρί­σα­με ως έ­γκυ­ρη ε­φη­με­ρί­δα, τι της χρειά­ζε­ται; Μή­πως το συ­νει­δη­τό και α­προ­σχη­μά­τι­στο, το εκ δό­λου ψέ­μα ε­μπί­πτει κι αυ­τό στην κα­τη­γο­ρία τω­ν… α­πό­ψεων που εκ­φρά­ζο­νται ε­λεύ­θε­ρα; Από πό­τε;

Χ. Γεωρ­γού­λας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου