Του ΘέμηΤζήμα
Από το ’90 κι έπειτα η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα κυριαρχείται από την αναζήτηση του μοντέλου αστικού εκσυγχρονισμού που πρέπει να εφαρμοστεί στη χώρα. Με κύριους εκφραστές την ομάδα περί τον Κώστα Σημίτη αρχικά, αργότερα -και περίπου ως καρικατούρα- την ομάδα Καραμανλή και τις “μεταρυθμίσεις” του, η ρητορική περί εκσυγχρονισμού κυριάρχησε σε όλες τις κυβερνήσεις. Επανήλθε δε, με πλήρη ισχύ χάρη στα μνημόνια και τις μνημονιακές κυβερνήσεις Παπανδρέου- Βενιζέλου, Παπαδήμου- Σαμαρά- Βενιζέλου και Σαμαρά- Βενιζέλου- Κουβέλη. Ιδεολογικά στοχοποίησε τη μεταπολιτευτική διαδικασία και τη δεκαετία του ’80, ικανοποιώντας ένα τμήμα της αγκυλωμένης αριστεράς και φυσικά δικαιώνοντας τη δεξιά και πλέον την ακροδεξιά.
Άλλωστε, το κατεστημένο δε συγχωρεί στις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου της δεκαετίας του ’80 ότι παρά τις παραφθορές και τις ανεπάρκειές τους προώθησαν το πιο γενναίο και συνάμα δημοκρατικό και προοδευτικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της κοινωνίας από ιδρύσεως σχεδόν του ελληνικού κράτους, καταδεικνύοντας τη γύμνια του ελληνικού -λούμπεν- μεγαλοαστικού κατεστημένου που εχθρεύθηκε και πολέμησε- και- τότε την προσπάθεια πραγματικού εκσυγχρονισμού.
Μετά τη δεκαετία του ’90 αυτό που εμφανίστηκε ως “εκσυγχρονιστικό” πρόγραμμα αναβάθμισε μέσα από εσωτερικές αναδιαρθρώσεις το ρόλο του παρασιτικού και μεταπρατικού κατεστημένου δομώντας τη νέα καμαρίλα μεγάλων και μεσαίων εργολάβων, ισχυρών τραπεζιτών, ιδιοκτητών ΜΜΕ, τμήματος της γραφειοκρατίας και πολιτικής ελίτ. Τμήμα της πολιτικής αυτού του δήθεν εκσυγχρονισμού ήταν και η ισχυροποίηση των προϋπαρχόντων δικτύων συνενοχής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ιστορία του χρηματιστηρίου και βεβαίως το φθηνό δανεισμό.
Το όραμα του “εκσυγχρονισμού” που προωθήθηκε μέσα από την ενταξιακή πορεία προς την ΟΝΕ και τους Ολυμπιακούς Αγώνες είχε την παραπάνω διάσταση όχι διότι απέτυχε αλλά γιατί αυτός ήταν ακριβώς ο στρατηγικός του στόχος: η απόλυτη ένταξη της Ελλάδας στην ισχυροποιούμενη τότε οικονομία της φούσκας, του αρύθμιστου καπιταλισμού- καζίνο. Η Ελλάδα όπως και άλλες περιφερειακές οικονομίες δεν προοριζόταν στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό να είναι παραγωγός αλλά αφενός καταναλωτής βάσει ανακυκλουμένων δανείων και αφετέρου πάροχος υπηρεσιών: ακριβότερων όταν η πλημμυρίδα του φθηνού χρήματος ήταν κραταιά, φθηνών υπηρεσιών τώρα που το χρήμα ακρίβυνε.
Η ένταξη της χώρας στην οικονομία της φούσκας αποδείχτηκε ιδιαιτέρως βολική για το ντόπιο κατεστημένο που ούτως ή άλλως δεν είχε μάθει να κάνει κάτι διαφορετικό από ιδρύσεως ελληνικού κράτους, με ελάχιστες εξαιρέσεις, πέρα από να παρασιτεί εις βάρος του κράτους και να λειτουργεί μεταπραττικά προς την ξένη πατρωνεία.
Στο πλαίσιο ενίσχυσης του παρασιτισμού ήταν αναγκαίο να τεθούν οι βάσεις για μια πορεία συνειδητής απαξίωσης και συρρίκνωσης του αναπτυξιακού, κοινωφελούς κα ρυθμιστικού ρόλου του δημοσίου. Ως προς τις δύο πρώτες κατηγορίες δραστηριοποίησης του δημοσίου η απαξίωση προώθηθηκε διότι έτσι άνοιξαν νέες επιδοτούμενες από το κράτος αγορές για ιδιωτικά συμφέροντα, με μηδενικό ρίσκο και χωρίς καμία ιδιωτική επένδυση. Ο ρυθμιστικός ρόλος περιορίστηκε ακριβώς για να γιγαντωθούν οι βολικότατες για τις κυρίαρχες μερίδες του κεφαλαίου σχέσεις διαφθοράς μεταξύ πολιτικών και κρατικών λειτουργών από τη μια και επιχειρηματικών συμφερόντων από την άλλη.
Φυσικά δεν επρόκειτο για κανενός είδους πραγματικό εκσυγχρονισμό. Η οικονομία της φούσκας διεθνώς και στο εσωτερικό ήταν μια συνταγή ήδη παλαιά και όπως ήδη φαινόταν με καταστροφικά αποτελέσματα για τις οικονομίες και τις κοινωνίες. Η εδραίωση με άλλη, ανώτερη μορφή οργάνωσης, του παρασιτισμού στην πραγματικότητα αποδιάρθρωσε περαιτέρω τον κρατικό μηχανισμό και ανέστειλε τις όποιες όντως εκσυγχρονιστικές δράσεις.
Προκειμένου να δικαιολογηθεί το “πάρτυ” στα ανώτερα τμήματα του κατεστημένου επεκτάθηκαν τα μικρά και μεσαία ρουσφέτια στο δημόσιο- όπως και στον ιδιωτικό- τομέα διευρύνοντας την ασυμμετρία του κράτους, την ευθύνη για την οποία το ίδιο το κατεστημένο φόρτωσε στη μεσαία και χαμηλή γραφειοκρατία- κρατική και συνδικαλιστική.
Ιδεολογικά, οι ενταγμένοι στο κατεστημένο “διανοούμενοι” διαμόρφωσαν το γνωστό φολκλορικό σχήμα ανάλυσης και ενοχοποίησης των λαϊκών μαζών, βάσει του οποίου οι εκσυγχρονιστικές προσπάθειες σκοντάφτουν πάντα στα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα του πληθυσμού και της κρατικής γραφειοκρατίας. Το αίτιο του αναχρονισμού βρίσκεται λοιπόν γενικά στην κουλτούρα του Έλληνα, ειδικότερα δε στο κομματικό φαινόμενο και στο δημόσιο υπάλληλο. Όχι στις κυρίαρχες μερίδες του κεφαλαίου.
Η υπερσυσσώρευση κερδών στην κορυφή ονοματίστηκε ως αναγκαίο εκσυγχρονιστικό βήμα και έπρεπε να ισοσκελιστεί από αφαίρεση εισοδημάτων και δικαιωμάτων, στη βάση. Τα απωλεσθέντα εισοδήματα της βάσης αντικαταστάθηκαν από τραπεζικό δανεισμό και τα δικαιώματα από εκτεταμένα δίκτυα συνενοχής.
Αυτήν ακριβώς τη στρατηγική κατεύθυνση υπηρετεί εδώ και τρία χρόνια η μνημονιακή πολιτική. Αυτός είναι ο νέος- υποτίθεται- εκσυγχρονισμός των μνημόνιων, που στην πραγματικότητα αντιγράφει τη διαδικασία “αποσοβιετοποίησης” που προώθησαν οι νέο- ολιγάρχες των αρχών του ’90. Ο τραπεζικός τομέας όπως και ο εργολαβικό- μιντιακός καρτελοποιούνται περαιτέρω σε συνθήκες απόλυτης αδιαφάνειας. Μια χούφτα τραπεζιτών εισπράττει δισεκατομμύρια ευρώ. Η νομότυπη και προκλητική φοροαποφυγή τμήματος του μεγάλου κεφαλαίου μένει ανέγγιχτη ως εθνικά επιβεβλημένη. Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή επίσης δεν περιορίζεται κατ’ ουσίαν, υπό την ανοχή μάλιστα της τρόικας η οποία ενώ κόπτεται για την υποτίμηση του εργατικού κόστους και το ξεπούλημα του δημοσίου τομέα, ελάχιστα πιέζει για τη μείωση της φοροδιαφυγής. Άλλωστε τα δισεκατομμύρια μαύρου χρήματος που εγκαταλείπουν τη χώρα μας πάνε στις τράπεζες των χωρών εκείνων που εντέλλουν τους τροϊκανούς.
Την ίδια στιγμή το εθνικό σύστημα υγείας, η δημόσια δωρεάν παιδεία, η δημόσια ασφάλιση και κάθε παρεμβατικός, κοινωφελής τομέας δράσης του δημοσίου διαλύονται προκειμένου να ανοίξουν νέες παρασιτικές αγορές. Παράλληλα, ο ελληνικός λαός “εκπαιδεύεται” στο να θεωρεί ότι είναι ένοχος και ότι εκσυγχρονισμός σημαίνει να απωλέσει τα όποια δικαιώματα και εισοδήματα από την εργασία του, του έχουν μείνει. “Εκπαιδεύεται” να θεωρεί πως έκανε λάθος που ψήφισε ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80 αντί να μείνει προσκολημμένος στο κράτος της δεξιάς και ότι εξίσου λάθος θα είναι να ψηφίσει σήμερα την όποια εκδοχή της αριστεράς.
Φυσικά όλα τα παραπάνω συνιστούν καθαρή παλινόρθωση ενός παρασιτισμού που θυμίζει τον κοτζαμπασισμό και τον παλαιοκομματισμό του 19ου αιώνα. Υπ’ αυτήν την έννοια η ελληνική (μεγαλό)αστική τάξη για άλλη μια φορά προδίδει το ρόλο της. Και πέφτει το βάρος στην αριστερά και στη δική της κοινωνική συμμαχία να προωθήσει ως αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη εξόδου από την κρίση τομές, γενναίου, προοδευτικού αστικού εκσυγχρονισμού με αιχμές την πλήρη αποκατάσταση και διεύρυνση του κοινωφελούς, ρυθμιστικού και αναπτυξιακού χαρακτήρα του κράτους, την παραγωγική ανασυγκρότηση, τον περιορισμό της διαφθοράς και των προνομίων του κατεστημένου, τη μείωση της φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής, την κοινωνική και οικονομική δημοκρατία.
www.harta.gr
Από το ’90 κι έπειτα η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα κυριαρχείται από την αναζήτηση του μοντέλου αστικού εκσυγχρονισμού που πρέπει να εφαρμοστεί στη χώρα. Με κύριους εκφραστές την ομάδα περί τον Κώστα Σημίτη αρχικά, αργότερα -και περίπου ως καρικατούρα- την ομάδα Καραμανλή και τις “μεταρυθμίσεις” του, η ρητορική περί εκσυγχρονισμού κυριάρχησε σε όλες τις κυβερνήσεις. Επανήλθε δε, με πλήρη ισχύ χάρη στα μνημόνια και τις μνημονιακές κυβερνήσεις Παπανδρέου- Βενιζέλου, Παπαδήμου- Σαμαρά- Βενιζέλου και Σαμαρά- Βενιζέλου- Κουβέλη. Ιδεολογικά στοχοποίησε τη μεταπολιτευτική διαδικασία και τη δεκαετία του ’80, ικανοποιώντας ένα τμήμα της αγκυλωμένης αριστεράς και φυσικά δικαιώνοντας τη δεξιά και πλέον την ακροδεξιά.
Άλλωστε, το κατεστημένο δε συγχωρεί στις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου της δεκαετίας του ’80 ότι παρά τις παραφθορές και τις ανεπάρκειές τους προώθησαν το πιο γενναίο και συνάμα δημοκρατικό και προοδευτικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της κοινωνίας από ιδρύσεως σχεδόν του ελληνικού κράτους, καταδεικνύοντας τη γύμνια του ελληνικού -λούμπεν- μεγαλοαστικού κατεστημένου που εχθρεύθηκε και πολέμησε- και- τότε την προσπάθεια πραγματικού εκσυγχρονισμού.
Μετά τη δεκαετία του ’90 αυτό που εμφανίστηκε ως “εκσυγχρονιστικό” πρόγραμμα αναβάθμισε μέσα από εσωτερικές αναδιαρθρώσεις το ρόλο του παρασιτικού και μεταπρατικού κατεστημένου δομώντας τη νέα καμαρίλα μεγάλων και μεσαίων εργολάβων, ισχυρών τραπεζιτών, ιδιοκτητών ΜΜΕ, τμήματος της γραφειοκρατίας και πολιτικής ελίτ. Τμήμα της πολιτικής αυτού του δήθεν εκσυγχρονισμού ήταν και η ισχυροποίηση των προϋπαρχόντων δικτύων συνενοχής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ιστορία του χρηματιστηρίου και βεβαίως το φθηνό δανεισμό.
Το όραμα του “εκσυγχρονισμού” που προωθήθηκε μέσα από την ενταξιακή πορεία προς την ΟΝΕ και τους Ολυμπιακούς Αγώνες είχε την παραπάνω διάσταση όχι διότι απέτυχε αλλά γιατί αυτός ήταν ακριβώς ο στρατηγικός του στόχος: η απόλυτη ένταξη της Ελλάδας στην ισχυροποιούμενη τότε οικονομία της φούσκας, του αρύθμιστου καπιταλισμού- καζίνο. Η Ελλάδα όπως και άλλες περιφερειακές οικονομίες δεν προοριζόταν στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό να είναι παραγωγός αλλά αφενός καταναλωτής βάσει ανακυκλουμένων δανείων και αφετέρου πάροχος υπηρεσιών: ακριβότερων όταν η πλημμυρίδα του φθηνού χρήματος ήταν κραταιά, φθηνών υπηρεσιών τώρα που το χρήμα ακρίβυνε.
Η ένταξη της χώρας στην οικονομία της φούσκας αποδείχτηκε ιδιαιτέρως βολική για το ντόπιο κατεστημένο που ούτως ή άλλως δεν είχε μάθει να κάνει κάτι διαφορετικό από ιδρύσεως ελληνικού κράτους, με ελάχιστες εξαιρέσεις, πέρα από να παρασιτεί εις βάρος του κράτους και να λειτουργεί μεταπραττικά προς την ξένη πατρωνεία.
Στο πλαίσιο ενίσχυσης του παρασιτισμού ήταν αναγκαίο να τεθούν οι βάσεις για μια πορεία συνειδητής απαξίωσης και συρρίκνωσης του αναπτυξιακού, κοινωφελούς κα ρυθμιστικού ρόλου του δημοσίου. Ως προς τις δύο πρώτες κατηγορίες δραστηριοποίησης του δημοσίου η απαξίωση προώθηθηκε διότι έτσι άνοιξαν νέες επιδοτούμενες από το κράτος αγορές για ιδιωτικά συμφέροντα, με μηδενικό ρίσκο και χωρίς καμία ιδιωτική επένδυση. Ο ρυθμιστικός ρόλος περιορίστηκε ακριβώς για να γιγαντωθούν οι βολικότατες για τις κυρίαρχες μερίδες του κεφαλαίου σχέσεις διαφθοράς μεταξύ πολιτικών και κρατικών λειτουργών από τη μια και επιχειρηματικών συμφερόντων από την άλλη.
Φυσικά δεν επρόκειτο για κανενός είδους πραγματικό εκσυγχρονισμό. Η οικονομία της φούσκας διεθνώς και στο εσωτερικό ήταν μια συνταγή ήδη παλαιά και όπως ήδη φαινόταν με καταστροφικά αποτελέσματα για τις οικονομίες και τις κοινωνίες. Η εδραίωση με άλλη, ανώτερη μορφή οργάνωσης, του παρασιτισμού στην πραγματικότητα αποδιάρθρωσε περαιτέρω τον κρατικό μηχανισμό και ανέστειλε τις όποιες όντως εκσυγχρονιστικές δράσεις.
Προκειμένου να δικαιολογηθεί το “πάρτυ” στα ανώτερα τμήματα του κατεστημένου επεκτάθηκαν τα μικρά και μεσαία ρουσφέτια στο δημόσιο- όπως και στον ιδιωτικό- τομέα διευρύνοντας την ασυμμετρία του κράτους, την ευθύνη για την οποία το ίδιο το κατεστημένο φόρτωσε στη μεσαία και χαμηλή γραφειοκρατία- κρατική και συνδικαλιστική.
Ιδεολογικά, οι ενταγμένοι στο κατεστημένο “διανοούμενοι” διαμόρφωσαν το γνωστό φολκλορικό σχήμα ανάλυσης και ενοχοποίησης των λαϊκών μαζών, βάσει του οποίου οι εκσυγχρονιστικές προσπάθειες σκοντάφτουν πάντα στα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα του πληθυσμού και της κρατικής γραφειοκρατίας. Το αίτιο του αναχρονισμού βρίσκεται λοιπόν γενικά στην κουλτούρα του Έλληνα, ειδικότερα δε στο κομματικό φαινόμενο και στο δημόσιο υπάλληλο. Όχι στις κυρίαρχες μερίδες του κεφαλαίου.
Η υπερσυσσώρευση κερδών στην κορυφή ονοματίστηκε ως αναγκαίο εκσυγχρονιστικό βήμα και έπρεπε να ισοσκελιστεί από αφαίρεση εισοδημάτων και δικαιωμάτων, στη βάση. Τα απωλεσθέντα εισοδήματα της βάσης αντικαταστάθηκαν από τραπεζικό δανεισμό και τα δικαιώματα από εκτεταμένα δίκτυα συνενοχής.
Αυτήν ακριβώς τη στρατηγική κατεύθυνση υπηρετεί εδώ και τρία χρόνια η μνημονιακή πολιτική. Αυτός είναι ο νέος- υποτίθεται- εκσυγχρονισμός των μνημόνιων, που στην πραγματικότητα αντιγράφει τη διαδικασία “αποσοβιετοποίησης” που προώθησαν οι νέο- ολιγάρχες των αρχών του ’90. Ο τραπεζικός τομέας όπως και ο εργολαβικό- μιντιακός καρτελοποιούνται περαιτέρω σε συνθήκες απόλυτης αδιαφάνειας. Μια χούφτα τραπεζιτών εισπράττει δισεκατομμύρια ευρώ. Η νομότυπη και προκλητική φοροαποφυγή τμήματος του μεγάλου κεφαλαίου μένει ανέγγιχτη ως εθνικά επιβεβλημένη. Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή επίσης δεν περιορίζεται κατ’ ουσίαν, υπό την ανοχή μάλιστα της τρόικας η οποία ενώ κόπτεται για την υποτίμηση του εργατικού κόστους και το ξεπούλημα του δημοσίου τομέα, ελάχιστα πιέζει για τη μείωση της φοροδιαφυγής. Άλλωστε τα δισεκατομμύρια μαύρου χρήματος που εγκαταλείπουν τη χώρα μας πάνε στις τράπεζες των χωρών εκείνων που εντέλλουν τους τροϊκανούς.
Την ίδια στιγμή το εθνικό σύστημα υγείας, η δημόσια δωρεάν παιδεία, η δημόσια ασφάλιση και κάθε παρεμβατικός, κοινωφελής τομέας δράσης του δημοσίου διαλύονται προκειμένου να ανοίξουν νέες παρασιτικές αγορές. Παράλληλα, ο ελληνικός λαός “εκπαιδεύεται” στο να θεωρεί ότι είναι ένοχος και ότι εκσυγχρονισμός σημαίνει να απωλέσει τα όποια δικαιώματα και εισοδήματα από την εργασία του, του έχουν μείνει. “Εκπαιδεύεται” να θεωρεί πως έκανε λάθος που ψήφισε ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80 αντί να μείνει προσκολημμένος στο κράτος της δεξιάς και ότι εξίσου λάθος θα είναι να ψηφίσει σήμερα την όποια εκδοχή της αριστεράς.
Φυσικά όλα τα παραπάνω συνιστούν καθαρή παλινόρθωση ενός παρασιτισμού που θυμίζει τον κοτζαμπασισμό και τον παλαιοκομματισμό του 19ου αιώνα. Υπ’ αυτήν την έννοια η ελληνική (μεγαλό)αστική τάξη για άλλη μια φορά προδίδει το ρόλο της. Και πέφτει το βάρος στην αριστερά και στη δική της κοινωνική συμμαχία να προωθήσει ως αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη εξόδου από την κρίση τομές, γενναίου, προοδευτικού αστικού εκσυγχρονισμού με αιχμές την πλήρη αποκατάσταση και διεύρυνση του κοινωφελούς, ρυθμιστικού και αναπτυξιακού χαρακτήρα του κράτους, την παραγωγική ανασυγκρότηση, τον περιορισμό της διαφθοράς και των προνομίων του κατεστημένου, τη μείωση της φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής, την κοινωνική και οικονομική δημοκρατία.
www.harta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου