Του Αλέξανδρου Ζαχιώτη
Αντιγράφω από το μέχρι τώρα σχέδιο πολιτικής απόφασης 7ου Συνεδρίου της Νεολαίας Συνασπισμού: «Ο αστικός συνασπισμός εξουσίας δε δρα ως στατική, αλλά ως επιθετική κοινωνική δύναμη, εν μέσω κρίσης. Ο καπιταλισμός δεν τείνει, κατ’ αρχήν, στην επιστροφή σ’ ένα παλιό σημείο ισορροπίας τη στιγμή που μπορεί να εδραιώσει την κυριαρχία του σε ένα νέο, πολύ πιο ευνοϊκό για το κεφάλαιο, κοινωνικό έδαφος»[1].
Το νόημα της παραπάνω θέσης είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα μείγμα πραγματιστικής (ρεάλ) αλλά και οραματικής πολιτικής από πλευράς των «από πάνω». Έτσι, λοιπόν, τις κινήσεις τους τις συνέχει, όχι μόνο μια εσωτερική λογική, βασισμένη στα δικά τους κριτήρια και τα δικά τους εργαλεία διαχείρισης της πραγματικότητας που γεννά η κρίση, αλλά και ένα όραμα για ένα νέο κοινωνικό συσχετισμό δύναμης, συντριπτικά υπέρ τους. Το τελευταίο, προφανώς, προϋποθέτει συγκρούσεις, τομές και μάχες, η έκβαση των οποίων ούτε δεδομένη είναι, ούτε ξέρει κανείς πόσο θα κρατήσουν και οι οποίες, άλλωστε, φαίνεται ότι μπορεί να τους κοστίζουν και ακριβά[2].
Το να ισχυρίζεται κανείς, βέβαια, πώς δεν έχουν χάσει τον έλεγχο των δικών τους πολιτικών και οικονομικών μέσων διαχείρισης της πραγματικότητας, δεν σημαίνει και να τους αποδίδει τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης. Αν δεν έχουν αυτό τον απόλυτο έλεγχο, όμως, είναι εξαιτίας του βάρους του ιστορικού τους ρόλου∙ το βάρος αυτό τους βάζει ερωτήματα, εμπόδια και προκλήσεις, όλα αυτά όμως έχουν δεχτεί μέχρι στιγμής να τα αντιμετωπίσουν, ακριβώς λόγω του οραματικού στοιχείου που ορίζει την πολιτική τους.
Για παράδειγμα, οι διάφορες προβληματικές καταστάσεις που γεννά η μνημονιακή πολιτική, από τα σχολεία δίχως βιβλία και δασκάλους μέχρι τα νοσοκομεία δίχως φάρμακα και γιατρούς, συνιστούν, για τους θιασώτες της πολιτικής αυτής, παράπλευρες απώλειες στην πορεία διαμόρφωσης μιας καινούργιας πραγματικότητας, όπου στην κοινωνία (άγνωστο σε πόσο χρόνο και με τι τρόπο ακριβώς) θα έχει εμπεδωθεί η αντίληψη ότι η εκπαίδευση και η περίθαλψη συνιστούν προνόμια κι όχι δικαιώματα.
Αν ισχύει ο συλλογισμός αυτός, το συμπέρασμα είναι ότι τη στιγμή που ο αντίπαλος συνδέει τη δική του ρεαλπολιτίκ με το όραμά του για την κοινωνία, εμείς δε νοείται να αρκούμαστε μονάχα στη δική μας πραγματιστική πολιτική. Δεν αμφισβητώ ότι μια κριτική στις παλινωδίες τους μπορεί να φέρει κόσμο με το μέρος μας. Θέλω όμως να πω ότι μια τέτοια τακτική μένει κενό γράμμα αν δεν συνδέεται με το δικό μας οραματικό στοιχείο, το αντι-παράδειγμα. Τόσο επί του περιεχομένου -ως στοιχείο, δηλαδή, του πολιτικού λόγου που εκφέρουμε-, όσο και επί της μορφής, των πρακτικών δηλαδή και των δομών που στηρίζουμε και προωθούμε.
Άρα λοιπόν χρειαζόμαστε έναν ισχυρό οραματικό λόγο και μια αντίστοιχη κοινωνική πρακτική. Στο δικό τους όραμα για μια Ευρωζώνη της λιτότητας και των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών, εμείς δεν αντιτάσσουμε απλώς τη «δυνατότητά» μας να κρατήσουμε ενωμένο το ευρώ, αλλά «την κοινωνία των συνεταιρισμένων παραγωγών». Στο εξαήμερο και το 78ωρο, αντιπαραθέτουμε «το βασίλειο του ελεύθερου χρόνου». Στο Πανεπιστήμιο της Διαμαντοπούλου και του Βορίδη εμείς απαντάμε με το Πανεπιστήμιο του Μάη. Στην κοινωνική κατάρρευση αντιπροτάσσουμε την αλληλεγγύη, όχι μόνο ως μέσο, αλλά και ως σκοπό[3].
Φυγή προς τα εμπρός; Περισσότερο, στοιχεία μιας ηγεμονίας προς οικοδόμηση. Διότι μπορεί να θέλουμε να κυβερνήσουμε, και καλά κάνουμε, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τελικός στόχος μας, ως πολιτικό υποκείμενο, είναι να «οργανώσουμε την κοινωνία», να γίνουμε δηλαδή οργανικό κομμάτι της δικής της αυτό-οργάνωσης, στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης. Και το κάνουμε αυτό προτάσσοντας ένα συνεκτικό και συνολικό πλέγμα δομών, πρακτικών και σχέσεων (δομές αλληλεγγύης, συνεταιρισμοί, θεσμοί λαϊκής δημοκρατίας κλπ), που αντιπαρατίθενται στην καπιταλιστική μέχρι στιγμής οργάνωσή της.
Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι κανείς άλλος, πλην ημών (της Αριστεράς δηλαδή), δεν μπορεί να κάνει κάτι αντίστοιχο. Κι αυτό διότι, απλούστατα, δεν διαθέτει τα αντίστοιχα θεωρητικά και πολιτικά εργαλεία ή δεν ενδιαφέρεται καν να τα αποκτήσει. Αν λοιπόν δεν το κάνουμε εμείς, τότε θα μένει μονάχα το όραμα των «από πάνω», με αποτέλεσμα, παρά τις αντιδράσεις και την απροθυμία της κοινωνίας, τελικά να επικρατήσει, κάμπτοντας και τις τελευταίες αντιστάσεις ελλείψει εναλλακτικής πρότασης[4].
Κατανοώ ότι σε ένα πλαίσιο ανηλεούς ταξικής επίθεσης από τους «από πάνω», η κομμουνιστική προοπτική φαντάζει ό,τι πιο μακρινό, ενώ η επίκλησή της με σκοπό να δώσει δύναμη σε όσους αντιστέκονται, αν και χρήσιμη κι επιτακτική, μπορεί εύκολα να την υποβιβάσει σε «μια βασιλοπούλα του παραμυθιού, που λες, για να την ονειρεύεσαι τις νυχτιές», όπως έλεγε ο Μαγιακόβσκι. Η τοποθέτησή της όμως στον πυρήνα της καθημερινής πολιτικής δράσης ως δική μας «προσωρινή ηθική»[5], με κανόνες της τις αξίες της Αριστεράς, και μέσα σ’ ένα περιβάλλον με πολύ περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις, μας δίνει τόσο τα απαραίτητα εργαλεία και την απαραίτητη έμπνευση να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για ένα δικαιότερο κόσμο, όσο και τη δυνατότητα να την καταστήσουμε «κοινή λογική» των από κάτω - αντίδοτο στα αστικά οράματα και το «ρεαλισμό» τους.
Όραμα εναντίον οράματος, λοιπόν. Όραμα με σάρκα και οστά, όραμα στα λόγια και στην πράξη. Κι ας χρειαστεί να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους[6]. Ο δρόμος προς την ηγεμονία περιλαμβάνει, υποχρεωτικά, και τη δική μας αλήθεια, τη δική μας αφήγηση, το δικό μας «ρεαλισμό», το δικό μας μείγμα πραγματιστικής και οραματικής πολιτικής.
________________________
Σημιώσεις
[1] Κεφ.3, σελ. 31. Σχέδιο Πολιτικής Απόφασης 7ου Συνεδρίου Νεολαίας Συνασπισμού
[2] Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: Δεν εννοώ ότι αν το αστικό μπλοκ εξουσίας δεν διάλεγε αυτό το δρόμο, τότε θα μπορούσαμε να αποφύγουμε την αστάθεια και την ανισορροπία. Η κρίση έχει τη δική της δυναμική -ακριβώς γιατί η πάλη των τάξεων προϋπάρχει αυτών. Η δυναμική αυτή, όμως, αναγκάζει το κεφάλαιο να χαράξει μια τακτική και μια στρατηγική για την έξοδό του από αυτή (οι οποίες μπορεί να εντείνουν την αστάθεια και την ανισορροπία) και σε αυτές ακριβώς αναφέρομαι.
[3] Μην ξεχνάμε ότι η αλληλεγγύη, σαν πλέγμα κοινωνικών πρακτικών και σχέσεων, δεν προσιδιάζει στην εργατική τάξη λόγω της οικονομικής της κατάστασης (αν είναι περισσότερο ή λιγότερο φτωχή), αλλά λόγω της συγκεκριμένης θέσης της στον κοινωνικό ανταγωνισμό (την κοινότητα των συμφερόντων της, δηλαδή).
[4] Ο φασισμός, τόσο ιστορικά όσο και στη σύγχρονη εκδοχή του (βλ. τη στήριξη από πλευράς ΧΑ του ξεπουλήματος της ΑΤΕ κλπ), δεν διαθέτει ένα όραμα ριζικά διαφορετικό, παρά μονάχα διαφορετικές μεθόδους επιβολής του.
[5] Ρενέ Ντεκάρτ «Λόγος Περί της Μεθόδου»: «…έτσι κι εγώ για να μη μείνω αναποφάσιστος στις πράξεις μου, ενόσω το λογικό μου θα με υποχρέωνε να είμαι αναποφάσιστος στις κρίσεις μου, και για να μην πάψω να ζω από τότε όσο θα μπορούσα πιο ευτυχισμένα, σχημάτισα για ατομική μου χρήση μια προσωρινή ηθική, που περιλάμβανε μόνο τρεις-τέσσερις κανόνες, που είμαι πρόθυμος να σας τους ανακοινώσω».
[6] Βλ. Αριστείδης Μπαλτάς, «Καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο δε διατίθεται» http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=712231
rednotebook.gr
Αντιγράφω από το μέχρι τώρα σχέδιο πολιτικής απόφασης 7ου Συνεδρίου της Νεολαίας Συνασπισμού: «Ο αστικός συνασπισμός εξουσίας δε δρα ως στατική, αλλά ως επιθετική κοινωνική δύναμη, εν μέσω κρίσης. Ο καπιταλισμός δεν τείνει, κατ’ αρχήν, στην επιστροφή σ’ ένα παλιό σημείο ισορροπίας τη στιγμή που μπορεί να εδραιώσει την κυριαρχία του σε ένα νέο, πολύ πιο ευνοϊκό για το κεφάλαιο, κοινωνικό έδαφος»[1].
Το νόημα της παραπάνω θέσης είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα μείγμα πραγματιστικής (ρεάλ) αλλά και οραματικής πολιτικής από πλευράς των «από πάνω». Έτσι, λοιπόν, τις κινήσεις τους τις συνέχει, όχι μόνο μια εσωτερική λογική, βασισμένη στα δικά τους κριτήρια και τα δικά τους εργαλεία διαχείρισης της πραγματικότητας που γεννά η κρίση, αλλά και ένα όραμα για ένα νέο κοινωνικό συσχετισμό δύναμης, συντριπτικά υπέρ τους. Το τελευταίο, προφανώς, προϋποθέτει συγκρούσεις, τομές και μάχες, η έκβαση των οποίων ούτε δεδομένη είναι, ούτε ξέρει κανείς πόσο θα κρατήσουν και οι οποίες, άλλωστε, φαίνεται ότι μπορεί να τους κοστίζουν και ακριβά[2].
Το να ισχυρίζεται κανείς, βέβαια, πώς δεν έχουν χάσει τον έλεγχο των δικών τους πολιτικών και οικονομικών μέσων διαχείρισης της πραγματικότητας, δεν σημαίνει και να τους αποδίδει τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης. Αν δεν έχουν αυτό τον απόλυτο έλεγχο, όμως, είναι εξαιτίας του βάρους του ιστορικού τους ρόλου∙ το βάρος αυτό τους βάζει ερωτήματα, εμπόδια και προκλήσεις, όλα αυτά όμως έχουν δεχτεί μέχρι στιγμής να τα αντιμετωπίσουν, ακριβώς λόγω του οραματικού στοιχείου που ορίζει την πολιτική τους.
Για παράδειγμα, οι διάφορες προβληματικές καταστάσεις που γεννά η μνημονιακή πολιτική, από τα σχολεία δίχως βιβλία και δασκάλους μέχρι τα νοσοκομεία δίχως φάρμακα και γιατρούς, συνιστούν, για τους θιασώτες της πολιτικής αυτής, παράπλευρες απώλειες στην πορεία διαμόρφωσης μιας καινούργιας πραγματικότητας, όπου στην κοινωνία (άγνωστο σε πόσο χρόνο και με τι τρόπο ακριβώς) θα έχει εμπεδωθεί η αντίληψη ότι η εκπαίδευση και η περίθαλψη συνιστούν προνόμια κι όχι δικαιώματα.
Αν ισχύει ο συλλογισμός αυτός, το συμπέρασμα είναι ότι τη στιγμή που ο αντίπαλος συνδέει τη δική του ρεαλπολιτίκ με το όραμά του για την κοινωνία, εμείς δε νοείται να αρκούμαστε μονάχα στη δική μας πραγματιστική πολιτική. Δεν αμφισβητώ ότι μια κριτική στις παλινωδίες τους μπορεί να φέρει κόσμο με το μέρος μας. Θέλω όμως να πω ότι μια τέτοια τακτική μένει κενό γράμμα αν δεν συνδέεται με το δικό μας οραματικό στοιχείο, το αντι-παράδειγμα. Τόσο επί του περιεχομένου -ως στοιχείο, δηλαδή, του πολιτικού λόγου που εκφέρουμε-, όσο και επί της μορφής, των πρακτικών δηλαδή και των δομών που στηρίζουμε και προωθούμε.
Άρα λοιπόν χρειαζόμαστε έναν ισχυρό οραματικό λόγο και μια αντίστοιχη κοινωνική πρακτική. Στο δικό τους όραμα για μια Ευρωζώνη της λιτότητας και των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών, εμείς δεν αντιτάσσουμε απλώς τη «δυνατότητά» μας να κρατήσουμε ενωμένο το ευρώ, αλλά «την κοινωνία των συνεταιρισμένων παραγωγών». Στο εξαήμερο και το 78ωρο, αντιπαραθέτουμε «το βασίλειο του ελεύθερου χρόνου». Στο Πανεπιστήμιο της Διαμαντοπούλου και του Βορίδη εμείς απαντάμε με το Πανεπιστήμιο του Μάη. Στην κοινωνική κατάρρευση αντιπροτάσσουμε την αλληλεγγύη, όχι μόνο ως μέσο, αλλά και ως σκοπό[3].
Φυγή προς τα εμπρός; Περισσότερο, στοιχεία μιας ηγεμονίας προς οικοδόμηση. Διότι μπορεί να θέλουμε να κυβερνήσουμε, και καλά κάνουμε, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τελικός στόχος μας, ως πολιτικό υποκείμενο, είναι να «οργανώσουμε την κοινωνία», να γίνουμε δηλαδή οργανικό κομμάτι της δικής της αυτό-οργάνωσης, στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης. Και το κάνουμε αυτό προτάσσοντας ένα συνεκτικό και συνολικό πλέγμα δομών, πρακτικών και σχέσεων (δομές αλληλεγγύης, συνεταιρισμοί, θεσμοί λαϊκής δημοκρατίας κλπ), που αντιπαρατίθενται στην καπιταλιστική μέχρι στιγμής οργάνωσή της.
Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι κανείς άλλος, πλην ημών (της Αριστεράς δηλαδή), δεν μπορεί να κάνει κάτι αντίστοιχο. Κι αυτό διότι, απλούστατα, δεν διαθέτει τα αντίστοιχα θεωρητικά και πολιτικά εργαλεία ή δεν ενδιαφέρεται καν να τα αποκτήσει. Αν λοιπόν δεν το κάνουμε εμείς, τότε θα μένει μονάχα το όραμα των «από πάνω», με αποτέλεσμα, παρά τις αντιδράσεις και την απροθυμία της κοινωνίας, τελικά να επικρατήσει, κάμπτοντας και τις τελευταίες αντιστάσεις ελλείψει εναλλακτικής πρότασης[4].
Κατανοώ ότι σε ένα πλαίσιο ανηλεούς ταξικής επίθεσης από τους «από πάνω», η κομμουνιστική προοπτική φαντάζει ό,τι πιο μακρινό, ενώ η επίκλησή της με σκοπό να δώσει δύναμη σε όσους αντιστέκονται, αν και χρήσιμη κι επιτακτική, μπορεί εύκολα να την υποβιβάσει σε «μια βασιλοπούλα του παραμυθιού, που λες, για να την ονειρεύεσαι τις νυχτιές», όπως έλεγε ο Μαγιακόβσκι. Η τοποθέτησή της όμως στον πυρήνα της καθημερινής πολιτικής δράσης ως δική μας «προσωρινή ηθική»[5], με κανόνες της τις αξίες της Αριστεράς, και μέσα σ’ ένα περιβάλλον με πολύ περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις, μας δίνει τόσο τα απαραίτητα εργαλεία και την απαραίτητη έμπνευση να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για ένα δικαιότερο κόσμο, όσο και τη δυνατότητα να την καταστήσουμε «κοινή λογική» των από κάτω - αντίδοτο στα αστικά οράματα και το «ρεαλισμό» τους.
Όραμα εναντίον οράματος, λοιπόν. Όραμα με σάρκα και οστά, όραμα στα λόγια και στην πράξη. Κι ας χρειαστεί να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους[6]. Ο δρόμος προς την ηγεμονία περιλαμβάνει, υποχρεωτικά, και τη δική μας αλήθεια, τη δική μας αφήγηση, το δικό μας «ρεαλισμό», το δικό μας μείγμα πραγματιστικής και οραματικής πολιτικής.
________________________
Σημιώσεις
[1] Κεφ.3, σελ. 31. Σχέδιο Πολιτικής Απόφασης 7ου Συνεδρίου Νεολαίας Συνασπισμού
[2] Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: Δεν εννοώ ότι αν το αστικό μπλοκ εξουσίας δεν διάλεγε αυτό το δρόμο, τότε θα μπορούσαμε να αποφύγουμε την αστάθεια και την ανισορροπία. Η κρίση έχει τη δική της δυναμική -ακριβώς γιατί η πάλη των τάξεων προϋπάρχει αυτών. Η δυναμική αυτή, όμως, αναγκάζει το κεφάλαιο να χαράξει μια τακτική και μια στρατηγική για την έξοδό του από αυτή (οι οποίες μπορεί να εντείνουν την αστάθεια και την ανισορροπία) και σε αυτές ακριβώς αναφέρομαι.
[3] Μην ξεχνάμε ότι η αλληλεγγύη, σαν πλέγμα κοινωνικών πρακτικών και σχέσεων, δεν προσιδιάζει στην εργατική τάξη λόγω της οικονομικής της κατάστασης (αν είναι περισσότερο ή λιγότερο φτωχή), αλλά λόγω της συγκεκριμένης θέσης της στον κοινωνικό ανταγωνισμό (την κοινότητα των συμφερόντων της, δηλαδή).
[4] Ο φασισμός, τόσο ιστορικά όσο και στη σύγχρονη εκδοχή του (βλ. τη στήριξη από πλευράς ΧΑ του ξεπουλήματος της ΑΤΕ κλπ), δεν διαθέτει ένα όραμα ριζικά διαφορετικό, παρά μονάχα διαφορετικές μεθόδους επιβολής του.
[5] Ρενέ Ντεκάρτ «Λόγος Περί της Μεθόδου»: «…έτσι κι εγώ για να μη μείνω αναποφάσιστος στις πράξεις μου, ενόσω το λογικό μου θα με υποχρέωνε να είμαι αναποφάσιστος στις κρίσεις μου, και για να μην πάψω να ζω από τότε όσο θα μπορούσα πιο ευτυχισμένα, σχημάτισα για ατομική μου χρήση μια προσωρινή ηθική, που περιλάμβανε μόνο τρεις-τέσσερις κανόνες, που είμαι πρόθυμος να σας τους ανακοινώσω».
[6] Βλ. Αριστείδης Μπαλτάς, «Καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο δε διατίθεται» http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=712231
rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου