Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Καταστροφή της Ελλάδας σημαίνει τέλος της Ευρώπης

Του
 Ετιέν Μπαλιμπάρ

Θα αρχίσω λέγοντας «είμαστε όλοι Έλληνες, είμαστε όλοι Ευρωπαίοι», γιατί πιστεύω βαθειά ότι δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν αυτές οι δύο οπτικές. Και ότι χρειάζεται να υιοθετούμε τη μια, για να φωτίζουμε την άλλη. Γνωρίζω, όμως, ότι δεν είναι εύκολο να τις χρησιμοποιήσουμε μαζί. Το στοίχημα που βάζουμε εδώ, είναι να μπορέσουμε να το κάνουμε, χωρίς να προβούμε σε παραχωρήσεις προς ευσεβείς πόθους που έχουν πια ξεπεραστεί. Πρέπει να πούμε πως η καταστροφή της Ελλάδας σημαίνει και το τέλος της Ευρώπης – και αντίστροφα. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί.
 Ας προσδιορίσουμε, όμως, ευθύς εξαρχής τι κρύβεται πίσω από αυτά τα δύο κύρια ονόματα. Η Ελλάδα για την οποία μιλάμε, δεν είναι ένα αρραγές μπλοκ, ένας λαός που τον ενώνουν τα ίδια συμφέροντα. Μια μεγάλη μερίδα της ηγέτιδας τάξης στην Ελλάδα, γύρω από την οποία
περιστρέφεται μια ευρύτατη πελατεία, έχει πλουτίσει από τη διαφθορά, από τη νόθευση των δημόσιων λογιστικών, από τη φοροδιαφυγή, και ακόμα και σήμερα πλουτίζει με την εξαγωγή κεφαλαίων ή προβλέπεται να πλουτίσει αύριο με τις ιδιωτικοποιήσεις και τη λιτότητα. Κερδοσκόπησε και κερδοσκοπεί σε βάρος του δικού της λαού, σε βάρος του περιβάλλοντος, σε βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Ωστόσο, η Ελλάδα είναι ένα έθνος πολιτών θεμελιωμένο στην ικανότητα αυτοπροσδιορισμού και σε ένα δίκτυο αλληλεγγύης. Γι’ αυτή την Ελλάδα μιλούμε. Η Ευρώπη δεν είναι τίποτα, αν δεν ενοποιεί σε μια ομοσπονδία τέτοια ιστορικά έθνη.
Για ποια Ευρώπη;
Αυτή η Ευρώπη δεν είναι ούτε η Ευρώπη των τραπεζών, ούτε η ιδεατή Ευρώπη υπεράνω της σύγκρουσης συμφερόντων και της πάλης των τάξεων. Είναι ένα θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η ιδιότητα του πολίτη θα μπορούσε να αναγεννηθεί και να εξαπλωθεί, υπό την προϋπόθεση ότι αναδεικνύεται σήμερα ένα ριζικά εναλλακτικό σχέδιο, γιατί ο παλιός προσδιορισμός δεν υφίσταται πια. Γι’ αυτό μιλάω για το τέλος της Ευρώπης, παρότι δεν ξέρω να πω ποιες μορφές θα πάρει.
 Δεν αποκλείεται να διαλυθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, τελικά, όπως έχουν διαλυθεί άλλα υπερεθνικά σύνολα παρά τη φαινομενική σταθερότητά τους (όπως η Σοβιετική Ένωση, για παράδειγμα). Μπορεί να σημειωθούν σχίσματα ή αποκλεισμοί (ακούμε να μιλούν γι’ αυτά κατά περιόδους, επικαλούμενοι άλλοτε εξόδους «εκ των άνω», της Γερμανίας ας πούμε, άλλοτε εξόδους «εκ των κάτω», της Ελλάδας, για παράδειγμα: όλα είναι πιθανά, αλλά τίποτε δεν είναι ελέγξιμο. Κι αυτοί που πιστεύουν ειδικότερα ότι μια έξοδος της Ελλάδας, λίγο πολύ εξαναγκαστική, θα άφηνε αλώβητη την υπόλοιπη ΕΕ, απατώνται οικτρά, δεν μπορούν να διαβλέψουν τις αλυσιδωτές συνέπειες που θα είχε μια τέτοια εξέλιξη). Επίσης, το τέλος μπορεί να πάρει τη μορφή μιας ατέρμονης κρίσης, που θα προκαλούσε ακραία ενίσχυση των εθνικισμών, ανάπτυξη του νεοφασισμού, σπέρματα του οποίου υπάρχουν σχεδόν παντού.
Οι Έλληνες ξένοι στη χώρα τουςΑπό όσα μας έχουν εκθέσει, φαίνεται πως η καταστροφή του ελληνικού έθνους εκτυλίσσεται ταυτόχρονα σε περισσότερα πεδία. Προκαλείται μια μαζική αποπτώχευση, που αγγίζει όλες τις τάξεις εκτός από τους μεγαλοϊδιοκτήτες και τους κερδοσκόπους, και η οποία ωθεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην κατηγορία των «απόβλητων ανθρώπων», που στερούνται πόρων και κοινωνικής προστασίας. Τα δημόσια αγαθά (όχι όμως και η μεγάλη ιδιοκτησία της Εκκλησίας) ξεπουλιούνται σε εξευτελιστικές τιμές προς όφελος ξένων αγοραστών και ειδικά (όχι όμως αποκλειστικά) γερμανικών ή κινέζικων εταιριών, με πρόσχημα την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, την ίδια στιγμή που τα τοκογλυφικά επιτόκια μεγαλώνουν καθημερινά το χάσμα του ελλείμματος. Το πολιτικό καθεστώς μεταμορφώνεται σε καθεστώς προτεκτοράτου εκ των πραγμάτων, μια «πολιτεία» υπό την επίβλεψη ευρωπαίων και πέραν της Ευρώπης (ΔΝΤ) παρατηρητών, που δεν διστάζουν να αναβάλουν τις εκλογές, με σκοπό να αυτονομήσουν πλήρως στους κόλπους του κράτους το σύστημα οικονομικής «διακυβέρνησης», που περιλαμβάνει τη δημοσιονομική διοίκηση, την κεντρική τράπεζα και τα δημόσια λογιστικά.
 Τελικά, πρόκειται για μια διάλυση της πολιτικής κοινωνίας και, συνεπώς, για μια βαθιά ηθική αποσάρθρωση, που μεταμορφώνει την πολιτική σφαίρα σε χώρο ανοιχτού κοινωνικού πολέμου με βίαιους αποκλεισμούς, οι οποίοι πλήττουν ταυτόχρονα τόσο τους ξένους όσο και τους ντόπιους, που νιώθουν πια ξένοι στην ίδια τη χώρα τους.
Ποιος κινεί τα νήματα
Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι: πρέπει να θεωρήσουμε αυτό το συγκλίνον σύνολο αποδομητικών διαδικασιών ως αποτέλεσμα ενός σχεδίου, δηλαδή μιας συνωμοσίας; Και ποιοι θα ήταν σ’ αυτή την περίπτωση οι υποκινητές και οι εκτελεστές;
 Θα έλεγα και ναι και όχι. Ναι, γιατί η εμμονή στην «καταστροφική σωτηρία» σε πείσμα των συνεπειών που επιφέρει, τις οποίες μπορούμε και παρατηρούμε σήμερα ενώ εκδηλώνοντας εδώ και μήνες, παραπέμπει στη συνοχή του συστήματος, στην εφαρμογή ενός «δόγματος», που μπορούμε να ονομάσουμε νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, δόγμα που εφαρμόστηκε επίμονα από ένα σύνολο εξουσιών, οι οποίες συμβολίζονται με το όνομα τρόικα. Οι εξουσίες αυτές υποκαθιστώνται στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος από μια «οικόσιτη» πολιτική τάξη.
 Το γεγονός ότι υπάλληλοι ή σύμβουλοι της ίδιας της Γκόλντμαν Σαξ, που είχαν άλλοτε εμπλακεί στη νόθευση των δημοσίων λογιστικών της Ελλάδας, βρίσκονται σήμερα επικεφαλής της ΕΚΤ και των κυβερνήσεων της Αθήνας και της Ρώμης, δεν μπορεί να θεωρηθεί συμπτωματικό. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι είναι αποτέλεσμα συνεκτικής πολιτικής, η οποία έχει προϋπολογίσει τα αποτελέσματα που μπορεί να επιφέρει και είναι ικανή να τα διαχειριστεί. Σ’ αυτό το σημείο, η σύγκριση με τις άλλες «ασθενείς χώρες» της Ευρώπης είναι αποκαλυπτική.
Η καταστροφή της Ελλάδας, καταστροφή της ΕυρώπηςΑναμφίβολα, η ελληνική καταστροφή χρησιμοποιείται σαν μέσο πίεσης και εκβιασμού απέναντι στο σύνολο των ευρωπαϊκών λαών, αλλά δεν υπάρχει μια ενιαία στρατηγική. Η πολιτική της ΕΚΤ είναι διχασμένη ανάμεσα σε δύο στόχους: τη διατήρηση της σταθερότητας του ενιαίου νομίσματος, που αποτελεί τον επίσημο στόχο της, και τη στήριξη των τραπεζών, που, από τη στιγμή που άλλαξε η ηγεσία της, φαίνεται να αποτελεί όλο και περισσότερο τον κύριο στόχο –για τον οποίο μάλιστα υποχρεώνονται να πληρώσουν οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι. Το «γαλλογερμανικό ζεύγος» που ακούει στο όνομα Μερκοζί, έχει αναλάβει να διευθύνει τις σχετικές επιχειρήσεις και, όπως σαφώς διαπιστώνουμε, τη σύζευξη διχαστικών εσωτερικών αντιθέσεων, που αφορούν συμφέροντα και όχι μόνο ασύμβατες διαθέσεις ηγετών.
 Το ζήτημα που είναι πιο δύσκολο να εξετάσουμε, είναι η λογική του προγράμματος εξαναγκαστικής δημοσιονομικής πειθαρχίας, που επιβάλλει η Γερμανία και δέχονται οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες με ένα είδος «εθελοδουλείας». Αν τη δει κανείς απ’ έξω, για παράδειγμα από τις ΗΠΑ, όπου η λογική αυτή καταγγέλλεται τόσο από τα όργανα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού όσο και από τους κεϊνσιανούς ρεφορμιστές (όπως ο Κρούγκμαν), είναι απλός παραλογισμός.
 Μπορεί κάποιος να σκεφτεί, βέβαια, ότι οι Αμερικανοί βλέπουν την κατάσταση στην Ευρώπη από τη σκοπιά των δικών του συμφερόντων, που αφορούν κυρίως την πρόληψη μιας παγκόσμιας ύφεσης, στην οποία η κατάρρευση ή η ύφεση της ευρωπαϊκής οικονομίας θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο (καθώς αποτελεί τη δεύτερη σε μέγεθος αγορά του κόσμου).
 Μπορούμε ακόμα να υποθέσουμε ότι έχουν κάθε είδους αμφιβολία για την ορθολογικότητα και την εφαρμοσιμότητα του ευρωπαϊκού «σχεδίου» μεταμόρφωσης μιας ολόκληρης κοινωνίας, ενός σχεδίου που στοιχηματίζει με τυχοδιωκτικό τρόπο στην πιθανότητα να υλοποιηθεί η διάλυση του κοινωνικού κράτους, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, η διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών κ.λπ., χωρίς να οδηγηθεί ταυτόχρονα σε κατάρρευση η εσωτερική αγορά, η συνολική ζήτηση (ή, αν θέλετε, στη δημιουργία νέων πλουσίων, για να αντισταθμιστεί η δημιουργία νέων φτωχών, για να μη μιλήσουμε για τη διαχείριση της πολιτικής αστάθειας). Δηλαδή, με λίγα λόγια, ενός σχεδίου που έχει στόχο την αποτροπή του τέλους της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, τη στιγμή που το προετοιμάζει δραστήρια…
Μετα-αποικιακές ζώνες στο εσωτερικό της ΕυρώπηςΑπό την άποψη αυτή, τα πράγματα έχουν προχωρήσει πάρα πολύ. Ένα τμήμα της Ευρώπης μετασχηματίζει ήδη ένα άλλο τμήμα της σε εσωτερική μετα-αποικία (πραγματοποιείται, δηλαδή, αυτό που ο Μπαντιού έχει αποκαλέσει «τεμαχισμό σε ζώνες»· θα μπορούσαμε επίσης να αναζητήσουμε αναλογίες στην ιστορία του ιταλικού Mezzogiorno, του ιταλικού Νότου). Τα όρια, όμως, ανάμεσα στις ζώνες είναι ασαφή, απρόβλεπτα: ανάμεσα σε ποιες χώρες θα χαραχθούν, ή, ακόμα, στους κόλπους ποιων χωρών, ποιων περιοχών, αποστασθεροποιώντας τα ιστορικά έθνη; Οι ανισότητες της παγκοσμιοποίησης αναπαράγονται στο τοπικό πεδίο ακολουθώντας διαχωριστικές γραμμές που αναπτύσσονται ανεξέλεγκτα.
 Αυτό που επίσης προκύπτει, είναι η έκρηξη της ιδιότητας του πολίτη σαν γενική μορφή πολιτικής συμμετοχής και στις δύο εκδοχές της, τόσο την «εθνική» όσο και την «κοινωνική»: μαζί με την καταστροφή της κοινωνικής προστασίας και του εργατικού δικαίου, τις μεταβολές στη σύνθεση του ενεργού πληθυσμού, που όλο και περισσότερο πρεκαριοποιείται, συμβαδίζει και ένας γενικευμένος απο-δημοκρατισμός των πολιτικών συστημάτων.
Η βραχυκύκλωση της λαϊκής κυριαρχίαςΕνώ οι πληθυσμοί αρχίζουν να μετακινούνται διασχίζοντας τα σύνορα (για παράδειγμα, η κυρίαρχη Γερμανία επωφελείται από την κατάρρευση της ελληνικής ή ισπανικής οικονομίας, για να απορροφήσει εξειδικευμένους τεχνικούς και εργάτες), η ευρωπαϊκή πολιτική σφαίρα περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε συναντά εμπόδια στην ανάπτυξή της.
 Οι εκλογές που εξελίσσονται αυτή τη στιγμή στη Γαλλία, δείχνουν ακριβώς ότι βρίσκεται εκτός συζήτησης ο επανεκδημοκρατισμός, που θα άνοιγε το δρόμο στην πιθανότητα αποτελεσματικού ελέγχου της πολιτικής εξουσίας σε ευρωπαϊκή κλίμακα ή της οικονομικής πολιτικής, οι οποίες καθορίζονται από ευρωπαϊκούς οργανισμούς. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά ισχύει ο «καταμερισμός εργασίας» που επιτρέπει τη βραχυκύκλωση της λαϊκής κυριαρχίας. Η χρηματοπιστωτική κρίση επιτρέπει την επιβολή κανόνων δημοσιονομικού ελέγχου των κρατών και την επίσπευση της συγκρότησης μιας υπερεθνικής οικονομικής κυβέρνησης, αλλά με κανένα τρόπο δεν οδηγεί στην ανάδυση μιας ευρωπαϊκής «συντακτικής εξουσίας», μιας επέκτασης της αντιπροσώπευσης, μιας διεθνικής έκφρασης των συγκρούσεων, παρά κάποιες πρόσφατες προσπάθειες των συνδικάτων ή παρά την απήχηση που είχε το σύνθημα των αγανακτισμένων, που απαιτούσαν να λογοδοτούν η πολιτική εξουσία και το τραπεζικό σύστημα στους πολίτες. Βρισκόμαστε πολύ πέρα από το σημείο που κατά περιόδους διεκτραγωδείται ως «δημοκρατικό έλλειμμα» στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση, αυτή την ιδέα που έχει ερωτευθεί ο Χάμπερμας, παρά το θάρρος και τον επίκαιρο χαρακτήρα της κριτικής που τελευταία ασκεί εναντίον της πολιτικής της χώρας του και της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Μάλλον πρόκειται για μια «επανάσταση εκ των άνω» (όπως είχα την ευκαιρία να προτείνω επαναλαμβάνοντας μια διατύπωση που μάλλον ανήκει στον Μπίσμαρκ, αλλά που τη χρησιμοποίησε κυρίως ο Ένγκελς). Κι αυτό δεν αποτελεί πρόκριμα ούτε για τη συνοχή της ούτε, κυρίως, για την επιτυχία της.
Μια κατάσταση μεσοβασιλείαςΈνας από-δημοκρατισμός, όμως, δεν απαιτεί ένα κίνημα επανεκδημοκρατισμού; Μια «επανάσταση εκ των άνω» μπορεί άραγε να αντιμετωπιστεί (και τα καταστροφικά αποτελέσματά της να μπλοκαριστούν ή να αναστραφούν) με άλλο τρόπο εκτός από μια άλλη «επανάσταση», εκ των κάτω; Αναμφίβολα όχι, όποιο όνομα κι αν δώσουμε στη συλλογική κινητοποίηση του δήμου: απείθεια, εξέγερση, αγανάκτηση… Το ζήτημα που μας βασανίζει όλους, είναι η διαφορά ταχύτητας, το χάσμα που υφίσταται ανάμεσα στις δύο τάσεις – αυτό που ο Γκράμσι αποκαλούσε μεσοβασιλεία: τι είναι αυτό που προχωράει πιο γρήγορα, η καταστροφή της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, που πρώτο, προωθημένο ήδη, στάδιό της είναι η φονική «σωτηρία» της Ελλάδας, ή η ανάδυση των δυνάμεων που αποσκοπούν στην ανοικοδόμησή της, στην επινόηση μιας άλλης Ευρώπης, που θα χρησίμευε σαν αντιστάθμισμα στην πρώτη τάση;
 Δεν υπάρχει αμφιβολία: υπάρχουν κινήματα που πολλαπλασιάζονται (όχι μόνο στο Νότο της Ευρώπης, όπως δείχνουν οι περυσινές κινητοποιήσεις των άγγλων φοιτητών) και είναι λιγότερο απομονωμένα σήμερα σε σύγκριση με χθες, παρότι εξακολουθούν να είναι αμυντικά. Έχω το λόγο μου όταν προτείνω να συνδυάσουμε την αισιοδοξία της βούλησης (ή, καλύτερα, τη νοημοσύνη της βούλησης) με την απαισιοδοξία της νόησης, τη συνείδηση των δυσκολιών. Θυμάμαι τα μεγάλα κινήματα κατά της αποβιομηχάνισης πριν από τριάντα χρόνια, το κίνημα των άγγλων ανθρακωρύχων ή των χαλυβουργών της Λορένης, ή την απεργία του ’95 στη Γαλλία κατά του «σχεδίου Ζιπέ» για την κοινωνική ασφάλιση και τις συντάξεις, που τελικά, παρά την ενεργητικότητά τους, τη μαζικότητά τους και τη δημιουργικότητά τους υπέστησαν συντριβή ή εξαντλήθηκαν.
Έλεγχος των πολιτών, λογοδοσία των κυβερνώντων
Ίσως η σημερινή συγκυρία είναι καταλληλότερη, όχι μόνο γιατί οι μάζες βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο, αλλά γιατί μια νέα γενιά εξεγερμένων, μια νέα αντίσταση έχει αναδυθεί, η οποία μετακινεί το πεδίο σύγκρουσης: αυτό που πάνω απ’ όλα ζητούσαν οι ισπανοί αγανακτισμένοι ή οι συλλογικότητες της πλατείας Συντάγματος την περασμένη χρονιά, είναι μια πιο αποτελεσματική «λογοδοσία» των κυβερνώντων και των διαχειριστών του δημόσιου χρήματος, ένας λαϊκός έλεγχος της πρακτικής και της πολιτικής των «ελίτ», και σ’ αυτό είναι που χρησιμεύουν οι μορφές άμεσης δημοκρατίας που, για μια ακόμη φορά, επινοούνται πάλι μέσα στη δράση.
 Ακούγονται πολλά, φυσικά, περί λαϊκισμού. Είναι ένα πραγματικό πρόβλημα, αλλά όχι με την έννοια που το αναφέρουν οι περισσότεροι πολιτολόγοι. Η καταγγελία του λαϊκισμού είναι το φόβητρο που κραδαίνουν οι ελίτ, οι οποίες ελέγχονται από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, και οι εθνικές δυνάμεις που επωφελούνται από την κρίση. Αυτό που αποτελεί πρόβλημα για μένα, δεν είναι η παρέμβαση των μαζών. Αντίθετα, πιστεύω ότι έχει αργήσει πολύ.
 Αυτό που φοβίζει είναι η βία, αλλά ξέρουμε πολύ καλά ότι βία θα έρθει από τις κυρίαρχες τάξεις, ακόμα κι αν χρησιμοποιηθούν ως μέσο οι προβοκάτσιες. Ο αντικοινοβουλευτισμός, επίσης, δεν είναι το κύριο πρόβλημα, παρά το γεγονός ότι υπάρχει ο κίνδυνος να μας κάνει να ξεχάσουμε την ανάγκη που έχει κάθε αποτελεσματική δημοκρατική πολιτική από τους θεσμούς και από τον έλεγχο αυτών των θεσμών. Υπάρχουν έξυπνες και ανόητες παραλλαγές του αντικοινοβουλευτισμού…
Λαϊκισμός και εθνικισμόςΤο πραγματικό ζήτημα που προσπάθησα να θέσω στο επίκεντρο της προσοχής μας εδώ και ένα χρόνο μιλώντας παραδόξως για ένα «ευρωπαϊκό λαϊκισμό» (που θα ήταν μάλλον ένας «αντι-λαϊκισμός»), είναι η δυσκολία που έχουμε σήμερα να διαχωρίσουμε το λαϊκισμό από τον εθνικισμό.
 Η εμπειρία από το «όχι» στο Ευρωσύνταγμα του 2005 κυριαρχεί στη μνήμη μας: αντί να οδηγήσει στο άνοιγμα μιας δημόσιας συζήτησης γύρω από τη φιλελεύθερη και την κοινωνική Ευρώπη που θα υπερπηδούσε τα σύνορα, οδήγησε σε αναδίπλωση και ξενοφοβία. Αλλά μια δυσκολία δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατο αυτό να γίνει. Και, για μια ακόμη φορά, οι συνθήκες δεν είναι ίδιες. Τα διακυβεύματα σήμερα έχουν εκατό φορές πιο επείγοντα χαρακτήρα και μεγαλύτερη επικινδυνότητα. Το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί η αρχή «ο καθένας για τον εαυτό του» θα έπρεπε να είναι πιο φανερό. Βρισκόμαστε εδώ για να αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα και να συμβάλουμε στη δημιουργία μιας διεξόδου, με τις αναλύσεις μας και με τη στήριξή μας προς τις διεθνικές πρωτοβουλίες. Το στοίχημα είναι να δώσουμε νόημα και περιεχόμενο σε ένα ευρωπαϊκό σχέδιο που να βασίζεται στα συμφέροντα των λαών, τη στιγμή που γι’ αυτούς η υπάρχουσα Ευρώπη σημαίνει θάνατο. Το στοίχημα είναι ξαναφέρουμε στο προσκήνιο το διεθνισμό, έξω από τον οποίο δεν θα υπήρχαν πια έθνη.
 www.epohi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου